www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ο τελωνισμός των ψυχών κατά την ωρα του θανάτου

ΠΡ0Λ0Γ0Σ
Ή διήγησις αυτή ελήφθη από τήν περίληψιν τοϋ βιβλίου «Στόμα Θανάτου» της Ιεράς Μονής Κωνοσταμονίτου, τό όποιον λόγω τού όγκου του έκυκλοφόρησε κατ' αρχάς είς ολίγας μόνον χιλιάδας αντιτύπων και σώζεται είς δύο χειρόγραφους Κώδικας τού Αγίου Όρους, είς τάς βιβλιοθήκας τής Ιεράς Μονής Αγίας "Αννης και Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου.
Παλαιότερον, λόγω των δυσκολιών που παρουσίασεν ή έκτύπωσις των βιβλίων τόσον είς τήν Ελλάδα όσον και είς τόν Όρθόδοξον κόσμον τού εξωτερικού, έκυκλοφόρησαν πολλαί είκονογραφίαι, αί όποϊαι περιγράφουν τόν Τελωνισμόν της Ψυχής. Άργότερον όμως ομάς ζηλωτών αγιορειτών έξέδωκε τό βιβλίον «Στόμα Θανάτου» είς αρκετά αντίτυπα καί έν συνεχεία πολλοί "Ορθόδοξοι Χριστιανοί συνέχισαν τήν έκδοσίν του.
Τά περί τής εξόδου και τελωνισμού της ψυχής θέματα περιγράφονται πολλάκις μέ Ζωηράς εικόνας, όπως φαίνεται είς αρκετούς Βίους 'Αγίων και μάλιστα τοΰ "Αγίου "Αντωνίου, "Αγίου Μακαρίου, Μάρκου "Αθηναίου, των διηγήσεων τοϋ Εύεργετινού κ,λ.π.
Κατά τήν Όρθόδοξον πίστιν τήν ώραν τού θανάτου και τής εξόδου τής ψυχής άπό τό σώμα καί προτού ή ψυχή μεταβή είς τήν μέσην κατάστασιν των ψυχών άναμένουσα την γενικήν καί τελικήν κρίσιν άπό τόν Θεάνθρωπον Κύριον κατά την ήμέραν τής Δευτέρας Παρουσίας, υφίσταται τελωνισμόν από τά πονηρά πνεύματα. Τούτο άλλωστε βεβαιούται και άπό τόν λόγον τοϋ Κυρίου, ο οποίος είπεν. «Έρχεται γάρ ό τού κόσμου άρχων, και έν έμοί ουκ έχει ουδέν. (Ιωάννην ιδ', στ, 30).

ΔΙΗΓΗΣΙΣ
της Θεωρίας την οποίαν έγραψα έγώ ό ταπεινός Γρηγόριος,   μαθητής   του   Άγ.   Βασιλείου   του
Νέου
Ο
άγιώτατος Πατήρ Βασίλειος ήτο είς τον καιρόν του βασιλέως Λέοντος του Σοφού και έκατοικούσε πλησίον της Κωνσταντινουπόλεως. Επειδή δέ είχεν αποθάνει ό Γέροντας μου, έζήτουν πνευματικόν πατέρα να μέ όδηγα είς τα ουράνια. Ό δέ Θεός, πού κάμνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν, μου έφανέρωσε τον άγιώτατον τούτον Γέροντα και έσύχναζα, καθώς και άλλοι πολλοί, και μας έδίδασκεν. 7Ητο δέ και κάποια γραία καλόγνωμος και έκαμνε πολλήν διακονίαν είς τόν Άγιον, και ό "Αγιος είχε πολλήν συμπάθειαν είς τήν γραίαν, διότι ητον ευλαβής και έθυσιάζετο δια τήν άγάπην του Χριστού. Αυτή λέγω, ή τιμία γερόντισσα Θεοδώρα, απέθανε μετά ολίγα έτη και πάντες, οί μαθηταί του Αγίου τήν έλυπήθησαν, μάλιστα δέ έγώ ό Γρηγόριος διότι πολύ μέ άγαποΰσεν. Έγώ δέ ένοχλούμενος άπό τον λογισμόν πολλάκις έλεγα, άραγε να έσώθη ή Θεοδώρα; Ερωτούσα δέ τον Γέροντα πολλάς φοράς να μάθω τίποτε περί της Θεοδώρας, και δεν μου άπεκρίνετο. Άλλ' έγώ ένοχλούμενος ύπό τοιούτων λογισμών δέν έπαυα άπό του να ερωτώ και νά ενοχλώ αυτόν περί της Θεοδώρας. Μίαν λοιπόν των ήμερων χαμογελώντας μου λέγει, θέλεις τέκνον,νά ίδης τήν Θεοδώραν; Έγώ του είπα* και πώς είναι δυνατόν, Πάτερ μου, νά' ίδώ τήν Θεοδώραν, ή όποια προ πολλού απέθανε και ευρίσκεται είς τήν άλλην ζωήν; Ό δέ "Αγιος μου είπε* ταύτην τήν έσπέραν θέλεις ίδεί τήν Θεοδώραν. Έγώ δέ απορούσα συλλογιζόμενος που και πώς έχω νά τήν ιδώ, και βαλών μετάνοιαν ήσπάσθην τήν δεξιάν του κάί άνεχώρησα, συλλογιζόμενος τους λόγους του  Γέροντος.
Τήν νύκτα λοιπόν κοιμώμενος βλέπω ένα νέον και μοΰ λέγει* σηκώσου και έλθέ όπου ό Γέροντας σου θά ύπάγη, τώρα, είς τήν Θεοδώραν έλθέ νά ύπάγης μαζί του νά τήν ιδής. Έγώ δέ άκουσας τούτο, ένόμισα πώς παρευθύς έσηκώθην και επήγα είς το κελλι τοΰ Άγιου και δεν τόν εύρον. Ήρώτησα και μου είπαν ότι υπάγει νά ίδή τήν ύποτακτίκήν του Θεοδώραν. Άκουσας δέ έγώ έλυπήθην, πώς δέν τόν έπρόφθασα. Άλλ' ένας άνθρωπος μού έδειξε τόν δρόμον καί μού είπε* τρέχα καί θέλεις φθάσει τόν Γέροντα σου. Έγώ δε έτρεχα και μού έφαίνετο πώς πηγαίνω είς τόν ναόν της Παναγίας των Βλαχερνών. Καί αίφνης ευρέθηκα είς ένα πολύ στενόν και άνηφορικόν μέρος καί άναβαίνων αυτό με πολύν κόπον και φόβον έφθασα είς μίαν ώραίαν θύραν κεκλεισμένην. Θεωρήσας δέ άπό μίαν θυρίδα μήπως ίδώ κανέναν καί τού είπώ καί μού άνοίξη, βλέπω δύο γυναίκας καί έκάθηντο καί έσυνωμιλοΰσαν. Έγώ δέ είπα είς τήν μίαν κυρά, τίνος είναι αυτό το ώραίον παλάτιον; Καί αυτή μού είπεν* τού Όσίου Πατρός μας Βασιλείου, ότι όλίγη ώρα ήτον όπου ήλθε καί έπεσκέφθη τα πνευματικά του τέκνα. Έγώ δέ άκουσας έτούτο έχάρην μεγάλως καί τήν παρεκάλουν νά μού ανοίξη νά είσέλθω, διότι καί έγώ τέκνον του είμαι, της είπα, καί πολλάκις ήλθον έδώ με τόν Γέροντα μας. Καί εκείνη μού είπεν* έσύ δέν έξαναήλθες έδώ καί ούτε σε γνωρίζομεν καί δια τούτο φεύγα άπό έδώ, διότι χωρίς της κυρίας Θεοδώρας τήν άδειαν δέν είναι δυνατόν νά έλθη κανείς έδώ. Αυτά τά παλάτια είναι τού Όσίου Πατρός ημών Βασιλείου καί τά έχάρισεν είς τήν ύποτακτικήν του Θεοδώραν, καί χωρίς τήν άδειαν αυτής είναι αδύνατον νά είσέλθη τις έδώ. Έγώ δέ άκουσας δια τήν Θεοδώραν έλαβον θάρρος καί ήρχισα νά χτυπώ καί νά φωνάζω. Άκούσασα δέ ή Θεοδώρα έπλησίασεν είς τήν θυρίδα νά ίδη τις ήτο όπου έκτύπα καί έφώναζε, βλέπουσα με δέ λέγει αμέσως προς τάς γυναίκας* ανοίξατε γρήγορα διότι αυτός είναι ό κύριος Γρηγόριος, ό ήγαπημένος υίός τοΰ Πατρός μας. Καί άμα αύταί ήνοιξαν καί είσήλθον, έτρεξεν ή Θεοδώρα καί μέ ένηγκαλίσθη περιχαρών λέγουσά μοι* κύριε Γρηγόριε, τις σε έφερεν έδώ; Άραγε απέθανες καί ήξιώθης νά έλθης είς τό μακάριον τούτο μέρος καί τήν αίώνιον ζωήν; Έγώ δέ άπορούσα καί δέν ήξευρα τί νά είπώ, διότι δέν μού έφαίνετο δράμα, άλλ' ώς πραγματικά. Όθεν της είπα* κυρία καί μήτηρ μου, δέν απέθανα, άλλ' ευρίσκομαι ακόμα είς τήν πρόσκαιρον ζωήν, πλην μέ τήν εύχήν καί βοήθειαν τού Πατρός μας έφθασα έδώ νά σέ ίδώ καί νά μάθω είς ποίαν κατάστασιν καί μέρος ευρίσκεσαι* καί πώς ύπέμεινας τού θανάτου τήν βίαν καί πώς έπέρασες τά πονηρά δαιμόνια τού αέρος, πώς διέφυγες τάς πανουργίας αυτών* διότι ήξεύρω καλώς οτί εντός ολίγου είς τό τέλος τής ζωής μου θά διέλθω καί έγώ ταύτα. Εκείνη δέ μού άπεκρίθη λέγουσα* ώ τέκνον μου ήγαπημένον Γρηγόριε, πώς νά σου διηγηθώ τον κίνδυνον καί φόβον όπου ύπέμεινα, ότε ήτο διά νά χωρισθή ή ψυχή μου του σώματος; Πώς νά εξηγήσω τους πόνους και τάς στενοχώριας οπού υπέφερα έως ότου νά χωρισθή ή ψυχή μου άπό το σώμα; Τους πόνους τούτους παρομοιάζω ώς ό ζωντανός νά ριφθή μέσα είς τήν φωτιάν γυμνός, καί νά κατακαίεται καί να σπαράττη άπό τους πόνους, καί ολίγον κατ' ολίγον νά άναλύη, έως ότου νά αναχώρηση, ή ψυχή έκ του σώματος. Τόσον πικρός τέκνον μου είναι ό θάνατος. Πολύ δε περισσότερον του αμαρτωλού, ώς έγώ. Διά δε τους δικαίους δέν ήξεύρω τέκνον μου, οποίου είδους είναι, διότι έγώ ή ταλαίπωρος ήμουν αμαρτωλή. Όταν δε έψυχομάχουν, έβλεπον γύρωθεν τής κλίνης μου στεκαμένους πολλούς μαύρους καί άσχημους οί όποίοι άνεκατεύοντο καί εταράσσοντο καί έτριζαν τά δόντια τους κατ' έμού καί έγαύγιζαν ώς σκύλοι καί λύκοι, καί έκαμναν διαφόρων ζώων λαλιάς, βροντώντες, λυσσώντες καί μουγκρίζοντες ώς βόδια, στρέφοντες τά άγρια βλέμματα καί σκοτεινά πρόσωπα των καί μέ έφοβέριζαν, τών οποίων καί μόνον ή θεωρία είναι ανωτέρα πάσης κολάσεως. Καί όχι μόνον ετούτα αλλά τό χειρότερον ήτο οπού δέν ημπορούν νά στερηθώ τής θεωρίας των. Διότι γυρίζοντας τά ομμάτια μου εδώ και έκεί διά νά μή τους βλέπω, ητον όμως αδύνατον νά φύγω τήν θεωρίαν καί τάς φωνάς των. Διότι άπ' όπου ήθελα στρέψει τους οφθαλμούς μου, τους έβλεπα. Και ένω ταύτα έπασχα καί έστενοχωρούμην, βλέπω αίφνης δύο λαμπρότατους νέους- χαρούμενους, μέ χρυσά μαλλιά, πού έλαμπαν ώς ό ήλιος, ένδεδυμένοι φορέματα άστράπτοντα. 0ι νέοι ούτοι έστάθησαν προς δεξιάν τής κλίνης μου, ομιλούντες μυστικώς, ό ένας δέ άπό αυτούς τους ωραίους νέους αρχίνησε νά φοβερίζη, μέ αύστηράν, αλλά καί γλυκυτάτην φωνήν εκείνους τους μαύρους, λέγων προς αυτους* άδικοι καί παμμίαροι πονηροί δαίμονες, τίνος ένεκεν προφθάνετε είς τον θάνατον τών ανθρώπων καϊ τους ταράσσετε καί τους συγχύζετε μέ τάς φλυαρίας καί άγριας φωνάς σας; Ώ κακοί καί άγριοπρόσωποι, μή πολύ χαίρεσθε, διότι δέν έχετε άπόλαυσιν καμμίαν, μόνον καθώς ήλθετε, ούτω καί θά αναχωρήσετε κατησχυμένοι. Ταύτα καί άλλα όμοια έλεγεν εκείνος ό λαμπρότατος νέος μέ γλυκυτάτην φωνήν. Εκείνοι δέ έφερον έν τω μέσω τάς εκ νεότητας μου κακάς πράξεις, είτε έν λόγω είτε έν έργω φλυαρούντες και φωνάζοντες όλα μου τα αμαρτήματα και άλλα περισσότερα, και εγώ έτρεμον και έπρόσμενον τον θάνατον. Τότε ήρθε και ένας νέος χονδρός, βάρβαρος, τού οποίου ή μορφή ήτον ως τού ώρυομένου λέοντος, και ήτο φορτωμένος διάφορα σιδηρά εργαλεία και ό όποιος δίδει τον θάνατον κάθε ανθρώπου. Βλέπουσα ή ταπεινή μου ψυχή εκείνον τον τύραννον, εκυριεύθη άπό φόβον και τρόμον. Τότε οι δύο νέοι λέγουν προς τον τύραννον εκείνον τι στέκεις; λύσον τα δεσμά τού σώματος και μή της δώσης πολύν πόνον, διότι, δεν έχει πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Γεμίσας λοιπόν ένα ποτήριον εκείνος ό τύραννος μου τό έδωσε να τό πίω, και εγώ μή θέλοντας τό έπιον και ευθύς έξήλθεν ή ψυχή μου εκ τού σώματος με τρομερωτάτην βίαν. Ήτον δε τόσο πικρόν και άνοστον τό ποτόν, όπου μή υποφέροντας τήν πικράδα, έξήλθεν ή ψυχή εκ τού σώματος μου. Έξερχομένην τήν ψυχήν τήν έλαβον οί νέοι εκείνοι, περιτυλίξαντες δια των έπανωφορίων των, έγώ δε έπαρατήρουν τό σώμα μου οπού έκείτετο νεκρόν και έθαύμαζα. Διότι δεν ήξευρα οτι συμβαίνουν ταύτα πάντα εν καιρώ θανάτου είς τον ταλαίπώρον άνθρωπον. Ένώ δε με έκράτουν οι "Αγγελοι, τους περιεκύκλωσαν οί άγριοι και άνελεήμονες δαίμονες και μεγαλοφώνως έλεγον αυτή έχει πολλά αμαρτήματα, τά όποία έχομεν γραμμένα και είναι ανάγκη νά μας άποκριθήτε δια όλα αυτά. Και οί άγιοι "Αγγελοι έξήταζον τι καλόν έκαμα εν τη ζωη μου και τό έπαρουσίαζον, διότι και έγώ ή πτωχή θά είχον κάμει τό κατά δύναμιν διά τήν ψυχήν μου. Και έάν έδωσα εις κανένα πεινώντα άρτον ή διψώντα έπότισα ή έπεσκέφθην ασθενή ή φυλακωμένον ή έδέχθην ξένον καί τον άνέπαυσα* ή έάν έπήγαινα εις τήν έκκλησίαν καί έστεκόμην μέ φόβον Θεού καί εύλάβειαν ή έάν έβαλα έλαιον είς κανδήλια εικόνος• ή έφιλίωσα κανέναν όπου είχεν έχθραν μέ τον πλησίον του* ή αν έκλαυσα διά τάς αμαρτίας μου ή μέ ϋβρισε τις καί ύπέμεινα" ή αν έδωκα καλόν παράδειγμα είς τους ανθρώπους διά νά κάμουν τό καλόν ή έάν έπαρηγόρησα άπηλπισμένον, διά νά έχη ύπομονήν καί νά έλπίζη είς τόν Θεόν καί νά κάμη έργα θεάρεστα* αν ένήστευσα διά τήν άγάπην τού Θεού, άν έγκρατεύθην άπό ψεύδη καί δρκους καί λόγια υβριστικά καί έν γένει πάντα τά καλά οπού έκαμα έν τω κόσμω τά έζύγισαν μετά των αμαρτημάτων καί έδιώρθωνον αυτά. Διά όλα ταύτα έδυσαρεστούντο οί δαίμονες έξαγριώνοντες εναντίον μου, και εμάχοντο μετά των Αγγέλων δοκι-μάζοντες πάντοτε νά με άρπάσουν εκ των χειρών των και νά με  ρίψουν είς τον άχαρον 'Αδην. Μετά δε ταύτα βλέπω τον άγιώτατόν Γέροντα μας Βασίλειον μετά της θεοχαρίστου δυνάμεως του και λέγει προς τους Αγγέλους* κύριοι μου, αυτή ή ψυχή μου έκαμε πολλάς υπηρεσίας και μέ άνεπαυσεν εις τά γηρατειά μου. Δια τούτο έπαρεκάλεσα τον Θεόν δι' αυτήν και μού τήν έχάρισεν ή ευσπλαχνία Του. Μ' όλον τούτο δεχθήτε και αυτά, δια νά πληρώσετε τά χρέη της, βαίνοντες τά εναέρια τελώνια, νά τήν έξαγοράσητε εκ των δαιμόνων. Διότι έγώ με τήν χάριν του Θεού είμαι πολύ πλούσιος είς τά ουράνια και Θεϊκά χαρίσματα, ταύτα δέ τά έσύναξα έκ των πολλών κόπων και ιδρωτών και της τά χαρίζω νά έξαγορασθή. Μού έφάνη δέ πώς ήταν μία σακκούλα γεμάτη φλουριά* δίδοντας δέ ταύτα τών Αγγέλων έγινεν άφαντος. Ώς είδον δέ ταύτα εκείνοι οι μαύροι έμειναν άφωνοι, μή δυνάμενοι νά στερεώσωσϊ τήν κακίαν των, και ευρισκόμενοι πολλήν ώραν είς σύγχυσιν και άπελπισθεντες και μουγκρίζοντες άνεχώρησαν άπό ημάς. Μετά δέ ταύτα ήλθε πάλιν ό "Αγιος Γέροντας μας, φέρων πολλά άγγεία γεμάτα άπό αγίου ελαίου, τά όποια έκράτουν εύμορφότατοι νέοι μέ χρυσά μαλλιά, και διέταξε νά τά ανοίξουν και νά τά ρίψουν ένα προς ενα όλα επάνω μου. Χύνοντες δέ ταύτα, έγέμισα θαυμαστής και ουράνιας ευωδιάς, και καθορισθείσα, έγινε το πρόσωπον μου λαμπρόν και ευγενές, έθεώρουν δέ έαυτήν και ήμουν εύμορφη και άσπρη ώς το χιόνι και έγέμισα άπό θεϊκής ευφροσύνης. Τότε είπεν ό "Αγιος Γέροντας μας προς τους νέους* κύριοι μου, άφού τελέσητε όσα χρήσιμα ανήκουν είς τήν ψυχήν ταύτην, φέρετε την είς τήν ούράνιον κατοικίαν, τήν οποίαν μού έχει έτοίμην ό Θεός διά νά κατοικώ μέ τά πνευματικά μου τέκνα. Και ούτως άνεχώρησεν άπό ημάς. Ύψώσαντες δέ οί "Αγγελοι τάς χρυσοειδείς πτέρυγας των έπέταξαν είς τον αέρα ώς τά σύννεφα, όταν τά διώκη ό άνεμος,  και  κρατούντες με άνεβαίναμεν κατά ανατολάς.
1. Το τελώνιον της καταλαλιάς
Εκεί έσυναντήσαμεν το τελώνιον τής καταλαλιάς, δηλαδή  τής κατακρίσεως, όπου ήταν μία σύναξις μαύρων* είς το μέσον δέ έκάθητο ό πρώτος των μέ πολλήν πονηρίαν,  και ευθύς έστάθημεν. Μάρτυς μου δε ό Κύριος, τέκνον μου Γρηγόριε, πώς όσους κατέκρινα έν την ζωη μου, μού είπαν όλων τά ονόματα καί τήν ώραν, ώς καί μίαν λέξιν μού έφανέρωσαν, καί έζήτουν δίκην. Καί όχι μόνον τό αληθές άλλα και είς πολλά μέ έσυκοφάντουν έκ πονηρίας των. Και έάν είπα λόγον μέ άλλον σκοπόν, καί αυτόν ως κατάκρισιν, έξεζήτουν λογαριασμόν. Χάριν λόγου, έάν είπα τίποτε άπό άγάπην ή μέ σκοπόν δια να διορθωθη ό πταίστης, είς όλα λέγω ταύτα ερωτούσαν τους Αγγέλους νά τους άποκριθώσιν. Οι δέ "Αγγελοι τους άπεκρίθησαν είς τά αληθή καί τους τά έπλήρωσαν άπό εκείνα οπού μού είχε χαρίσει ό Γέροντας μας καί έτσι άνεχωρήσαμεν ευθύς άπό αυτούς.
2. Τό τελώνιον της ύβρεως
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι μας έσυναπάντησε τό τελώνιον της ύβρεως. Και έξοδεύσαντες καί είς εκείνο, ώς και είς τό πρώτον, άνεχωρήσαμεν ανενόχλητα δι’ ευχών του Πατρός μας. Και άναβαίνοντες συνωμίλουν οι "Αγγελοι λέγοντες* αληθώς μεγάλην ώφέλειαν καί χάριν εύρεν ετούτη ή ψυχή άπό τόν ήγαπημένον δούλον τού Θεού Βασίλειον άλλως ήθέλομεν στενοχωρηθή πολύ έκ τούτων τών τελωνίων.
3. Τό τελώνιον τοΰ φθόνου
Ενώ έλεγον ταΰτα οι "Αγγελοι, έφθάσαμεν είς τό τελώνιον τού φθόνου, καί μή έχοντες, χάριτι θεία, έκείνοι άγριοπρόσωποι μαύροι κατηγορίαν νά μού είπούν, άνεχωρήσαμεν χαρούμενοι. Μ' όλον τούτο έτριζαν τά δόντια τους μετά πολλής κακίας καί θυμοΰ κατ' έμού καί άν ήτο δυνατόν νά μας καταπιούν.
4. Τό τελώνιον τού ψεύδους
Καί άναβαίνοντες είς πολύ ύψος έσυναντήσαμεν τα τελώνιον του ψεύδους, είς τό όποιον ήσαν πολύ πλήθος μαύροι, καί τά πρόσωπα αυτών πολύ άσχημα καί μισητά. Ό πρώτος αυτών έκάθητο μετά πολλής αλαζονείας καί ώς μας είδαν, ήρχοντο ώς λησταί προς ημάς, τρέχοντες μετά κραυγής καί ταραχής, και έφερναν πολλάς αποδείξεις καί πολλά ψεύματα, τά όποια ώς ανόητος πολλάκις ώμίλησα, κρύψασα την αληθείαν εις την παιδικήν μου ηλικίαν. Πλήν αυτοί παρουσιάζοντες ταύτα, τον καιρόν όπου τα είπα, την θέσιν την υπόθεσιν, και τα πρόσωπα όπου είπα το κάθε ψεύδος, εζήτουν δίκην. Αλλ’ οι Άγγελοι πράξαντες ως και είς άλλα, και διά της προς εμέ ελεημοσύνης του Πατρός μας, ηλεθευρώθημεν και από αυτά.
 
                      5. Τό τελώνιον του θυμού και της οργής
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι έφθασάμεν είς τό τελώνιον του θυμοΰ και της οργής. Έδώ εύρομεν σύναξιν πολλών μαύρων, και ό πρώτος αυτών έκάθητο ώς είδωλον, πολύ εξαγριωμένος, και έπρόσταξε μετ' οργής και φωνής τόσον αγρίας, όπου δεν ήδυνήθημεν να διακρίνωμεν τι έλεγεν είς τους παραστεκομένους δαίμονας. Αυτοί δε πλήρεις κακίας έδαγκάνοντο και έτρώγοντο μεταξύ των, ώς οί σκύλοι οί λυσσασμένοι, και φωνάζοντες ώς άγρια θηρία, μας έβλεπον μετά μεγίστης κακίας, και με εξήταζον, όχι μόνον είς όσα αληθώς με όργήν και θυμόν έφιλονείκουν με κανένα ή μέ άγριον βλέμμα τον εθεώρουν, άλλά και όσα ώμίλουν μέ άγάπην και έσυμβούλευα τά τέκνα μου ή τα έτιμώρουν και ώργιζόμην εναντίον των. Όλα ταύτα, λέγω, ένα προς ένα μου τά έφώναζαν και ή είχα φοβερίσει κανένα και άνεχώρουν δυσαρεστημένη ή είχα έχθραν και έμνησικάκουν εναντίον τινός. Ό,τι φέρσιμον και κίνημα έκαμνα, τά αυτά σχήματα και κινήματα έκαμναν και αυτοί τρέχοντες εναντίον μας, αναφερόντες τά ονόματα των ανθρώπων, τήν έποχήν και τάς αύτάς λέξεις καθαρώς, καθώς τάς έλεγα εγώ όταν έθύμωνα. Πληρώσαντες δε και έκεί το χρέος άνεχωρήσαμεν.
6, Το τελώνιον της υπερηφανείας
Αναβαινόντες δέ ολίγον τι μας έσυνάντησε τό τελώνιον της υπερηφάνειας. Και ψάχνοντας οί δαίμονες μήπως εϋρουν τίποτε διά να με κατηγορήσουν, όμως δεν εύρον επειδή ήμουν πτωχή και δεν ημπορούν να ύπερηφανευθώ. "Οθεν έπεράσαμεν άνεξόδως.
7. Το τελώνιον της βλασφήμιας
Καί άναβαίνοντες έφθάσαμεν τό τελώνιον της βλασφημίας. Ό αρχηγός τών δαιμόνων τού τελωνίου τούτου έκάθητο μέ πολλήν αγριότητα και παρ' ευθύς όπου μας είδαν, έτρεχαν προς ημάς εξαγριωμένοι, τρίζοντες τους οδόντας, σκληρίζοντες και βλασφημούντες και κάμνοντας διάφορα σχήματα. Μέ έφοβέριζαν και έγώ έτρεμον, αύτοι δέ έβεβαίωσαν ότι είχον βλασφημήσει τρείς φοράς είς την νεότητα μου. Άλλ' οί "Αγγελοι έφεραν άπόδειξιν τήν μετάνοιαν και έξομολόγησιν, και πληρώσαντες το ίκανόν άνεχωρήσαμεν.
8. Το τελώνιον της μωρολογίας και της φλυαρίας
Καί πηγαίνοντες έσυναντήσαμεν το τελώνιον της μωρολογίας και φλυαρίας, και μας έζήτουν οί δαίμονες να άντα-ποκριθώμεν είς τάς φλυαρίας και αίσχράς μωρολογίας μου, τάς όποιας είπα εκ νεότητας μου. Άλλα και τα σατανικά τραγούδια έβεβαίωσαν ώς αληθή. Και να αποκριθώ δεν ήξευρα άλλα απορούσα πώς τά ενθυμούνται, ενώ εγώ εκ της πολυκαιρίας τά είχα λησμονήσει. Δίδοντες όμως και έκεί το άνάλογον άνεχωρήσαμεν.
9. Το τελώνιον του τόκου και του δόλου
Καί άναβαίνοντες τήν άγνωστον και σκοτεινήν φοβεράν στράταν έφθασάμεν είς το τελώνιον του τόκου και του δόλου, το όποίον εξετάζει τους τοκογλύφους και εκείνους όπου γελούν τους άλλους και τους παίρνουν τήν περιουσίαν των. Αρχίνησαν λοιπόν και με εξήταζον, εάν ήπάτησα κανένα και του επήρα το πράγμα του. Άλλ' επειδή δεν έδύναντο νά το αποδείξουν έτριζον τους οδόντας των καί μέ έφοβέριζαν,
10. Το τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου
Αναχωρήσαντες δε έκείθεν καί άναβαίνοντες εκείνην τήν στράταν, τής όποιας τό μάκρος νους ανθρώπινος δεν δύναται νά μετρήση έφθασάμεν είς τό τελώνιον τής όκνηρίας καί τού ύπνου. Έξήταζον δε εδώ εάν κοιμόμουν καί ώκνεσα νά σηκωθω νά υπάγω είς τήν έκκλησίαν ή άν άπό την όκνηρίαν και άμέλειαν δεν έκαμα το καλόν οπού έδυνάμην να κάμω. Άλλα χάριτι Θεία, μή έχουσα ένοχήν είς ταύτα, διέβημεν εκείθεν ελευθέρως.
11. Το τελώνιον της φιλαργυρίας
Καί άναβαίνοντες άπαντήσαμεν τό τελώνιον της φιλαργυρίας είς τό όποιον ήτο πολύ ομίχλη με σκότος. Και εξετάζοντες με ούτοι οι μαύροι και μή εύρίσκοντες ένοχον, επειδή καί ήμουν είς όλην τήν ζωήν μου πτωχή, εφύγαμεν και άπό αυτούς ανενόχλητοι.
12. Τό τελώνιον της μέθης
Κ
Και άναβαίνοντες έφθάςαμεν είς τους δαίμονας της μέθης, οΙ όποιοι.έπρόσμεναν ώς άρπαγες λύκοι, ζητούντες νά καταπίωσίν τίνα. Άλλ' επειδή δεν έχουν εξουσίαν παρά Θεού νά εξετάζουν όλας τάς ψυχάς, ήλθον οί συνοδεύοντες με "Αγγελοι καί εξήταζον τό κρασί οπού έπιον είς όλην μου τήν ζωήν. Οί δε δαίμονες εφώναζον δέν είπιες τόσα ποτήρια κρασί είς τήν δείνα έορτήν; καί ήτον παρούσαι ή δείνα καί ή δείνα; δεν εμέθυσες τήν δείνα ήμέραν; δεν έπιες ότε επήγες είς τον δείνα άνθρωπον καί τήν δείνα γυναίκα έτερα τόσα ποτήρια κρασί καί ήσαν παρόντες οί δείνα άνθρωποι; Ταύτα καί έτερα όμοια έλεγον κι εδοκίμαζον νά με άρπάσουν ώς άγρια θηρία. Πάντα δε όσα μου είπαν ήσαν αληθινά. Οι δέ "Αγγελοι έφερναν καί αυτοί είς τό μέσον κατορθώματα και καλά μου έργα, δίνοντες δε καί εκεί μερικήν πληρωμήν άπό εκείνα οπού μου έχάρισεν ό Γέροντας μας, τους άφήσαμεν, Άναβαίνοντες δε μου έλεγαν οί συνοδεύοντές με Άγγελοι* βλέπεις πόσον κίνδυνον εχει, ή ψυχή έως ότου νά πέραση τα ακάθαρτα τελώνια καί εναέρια δαιμόνια; Έγώ δε τους άπεκρίθην Ναί, κύριοί μου, μίγας κίνδυνος είς τάς έλεεινάς ψυχάς καί πιστεύω ότι δεν δύναται νά περάση κανείς άταράχως* νομίζω οτι κανένας άπό τους ζώντας ανθρώπους δέν γνωρίζη ταύτα όπού συμβαίνουν είς τήν ψυχήν, Άλλοίμονον! Τι άναμενει τήν ψυχήν του καθενός μετά τόν θάνατον, καί ήμείς άμελούμεν καί δέν φροντίζομεν οί ανόητοι. Άπεκρίθηκαν δε οι Άγγελοι οτι αι Γραφαί διαλαμβάνουν ταύτα πάντα, άλλ' ή πολυτέλεια αί τροφαί, αί ήδοναί και αναπαύσεις του κόσμου τυφλώνουν τους ανθρώπους και δεν τα βλέπουν οϋτε τα συλλογίζονται, άλλα ζουν ωσάν νά μη έχουν να αποθάνουν και αμελούν τα καλά έργα, μάλιστα δε τήν άγάπην και έλεημοσύνην, ή όποια δύναται νά βοηθήση τήν ψυχήν περισσότερον άπό τά άλλα έργα, και νά περάση τα τελώνια χωρίς ένόχλησιν. 'Αλλ' οι τοιούτοι είναι ολίγοι. Άλοίμονον είς τους μη έχοντας καλά έργα! Διότι έρχεται έξαφνα ό θάνατος και τους αρπάζει, και δικαίως θέλοντας νά περάσουν άπό εδώ τους αρπάζουν οί δαίμονες και έν ριπή οφθαλμού τους κατεβάζουν είς•τους σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους του "Αδου, φυλάττοντες αυτούς μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας και φοβέρας Κρίσεως. Ταύτα βεβαίως ήθελες πάθει και σύ, εάν έλειπεν ή εύσπλαγχνία τού Θεού και ή ελεημοσύνη του δούλου Αυτού  Βασιλείου.
•. :    13. Το τελώνιον της μνησικακίας
Λέγοντες δε ταύτα και άναβαίνοντες άπαντήσαμεν το τελώνιον της μνησικακίας* το όποιον εξετάζει εκείνους οπού έχουν έχθραν με τον γείτονα τους και δεν θέλουν νά συγχωρήσουν κατά τήν έντολήν τοΰ Θεού εκείνον οπού τους έπταισεν. Πλησιάζοντες δε προς έκείνο το κατηραμένον, έπήδησαν οι δαίμονες ώς λησταί απάνω μου, ζητούντες είς τά κατάστιχα αυτών νά εύρουν κανένα πταίσιμον, αλλά χάριτι θεία δεν εύρον τίποτε, και καταντροπιασθέντες έφώναζαν έλησμονήσαμεν νά τά γράψωμεν και άλλα τοιαύτα ψεύματα, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό εκεί, χωρίς νά πληρώσωμεν τίποτε. Και επειδή είχα λάβει θάρρος, ήρώτησα τους Αγγέλους• -πού τά ήξεύρουν ετούτοι οι άδικοι τά πταίσματα τού κάθε ανθρώπου; Και μοΰ άπεκρίθη ό ένας* δεν γνωρίζεις οτι μετά το Βάπτισμα κάθε Χριστιανός λαμβάνει ένα "Αγγελον μαζί του ώς φύλακα, χωρίς νά τόν βλέπη, δια νά τόν όδηγη, είς το καλόν, νά γράφη δε ολα τά καλά του έργα; Όμοίως δε τόν ακολουθεί και ένας διάβολος και γράφει τάς κακάς του πράξεις. "Αμα λοιπόν άμαρτήση ό άνθρωπος, ευθύς μηνά είς το τελώνιον οπού ανήκει ή αμαρτία, λόγου χάριν όταν κλέψη είς το τελώνιον της κλεψιάς, όταν βλασφημήση, είς τό τελώνιον της βλασφημίας, όταν πορνεύση είς το τελώνιον της πορνείας. Και λοιπόν κάθε τελώνιον γράφει, και άμα θα περάση ή ψυχή έκεί; εμποδίζεται άπό αυτό και ρίπτεται είς τόν "Αδην και κατοικεί έκεΐ έως νά έλθη ή φοβερά ήμερα της Κρίσεως. Πλην έάν είναι περισσότερα τά καλά έργα της ψυχής, τα όποια θά παρουσίαση, ό φύλακας της "Αγγελος, περνά ελεύθερα, και πάλιν τήν συναντά άλλο τελώνιον. Ταύτα δε πάντα γίνονται είς τους ορθοδόξους Χριστιανούς, των όποιων ό δρόμος των είναι είς τόν Χριστόν, είς δε τους άσεβείς δέν βαστούν κατάστιχα, ούτε τους μέλλει, ούτε τους βιάζουν είς τήν άμαρτίαν.
14. Το τελώνιον της μαγείας καί γοητείας
Αφήσαντες τό τελώνιον της μνησικακίας, έφθάσαμεν είς το τελώνιον της μαγείας καί της γοητείας τό όποίον εξετάζει τους μάγους και γόητας. Ετούτα δέ τα δαιμόνια είχον μορφάς ωσάν θηρία, ωσάν φίδια, ωσάν σκύλοι καί βώδια άγρια και άλλα ζώα με τήν πλέον άσχημην θεωρίαν. 'Αλλά χάριτι θεία μή έχοντα περί τούτων τίποτε νά μέ εξετάσουν, ούτε καν λόγον νά μας ειπούν, άνεχωρήσαμεν. Καί έτσι άναβαίνοντες πάλιν ήρώτησα τους "Αγγέλους λέγουσα* μέ τι τρόπον δύνανται εν τω κόσμω νά συγχωρηθούν τά αμαρτήματα του ανθρώπου καί νά εξαλειφθούν άπό τάς βίβλους τών έναερίων δαιμονίων; Καί μου άπεκρίθησαν* ταύτα πάντα δύνανται νά εξαλειφθούν καί νά συγχωρηθούν, όταν ό άνθρωπος μετανοήση καί έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί πλήρωση τόν κανόνα τού Πνευματικού του καί λάβη τήν συγχώρησιν. Τότε παρ' ευθύς καί έκ των βίβλων τών δαιμόνων εξαλείφονται. Εί δέ κάμη κανείς, καθώς έσύ έκαμες, καί έντραπή νά έξομολογηθή τάς αμαρτίας του καί νομίση ότι τόν φθάνει μόνον ή αποχή της αμαρτίας καί ή έξομολόγησις μόνον είς τόν Θεόν, έάν λέγω έτσι κάμη, δέν συγχωρούνται αί άμαρτίαι του. Διότι ό Κύριος έδωσε τήν χάριν είς τους Αποστόλους νά δένουν και να λύνουν, έπί της γης, οι δέ Απόστολοι έδωσαν τήν χάριν καί τήν ίδίαν έξουσίαν είς τους "Αρχιερείς καί Πνευματικούς, καί θέλει ό Κύριος νά φυλάγεται τό Μυστήριον. Αυτός γάρ είπεν «όσα άν λύσητε έπί τής γης, έσται λελυμένα». Διά τούτο λοιπόν πρέπει νά έξομολογηθή ό άνθρωπος είς Πνευματικόν καί νά πλήρωση τόν κανόνα καί έτσι νά. εξαλειφθούν αί άμαρτίαι του άπό τάς βίβλους τών δαιμόνων. Καί αμα ίδούν οί δαίμονες πώς έξαλείφθησαν άπό τάς βίβλους των αί άμαρτίαι τών ανθρώπων, συγχύζονται καί ταράσσονται καί βάζουν τά δυνατά τους νά τους ρίξουν είς άλλα μεγαλύτερα αμαρτήματα. Όθεν ή έξομολόγησις και ή μετάνοια είναι αίτίαι νά νικήσουν ο! άνθρωποι τα εναέρια τελώνια και νά περάσουν ελευθέρως όλα τα ενάντια. Οι πολλοί όμως φοβούνται τον βαρύν κανόνα τών αυστηρών Πνευματικών και διαμοιράζουν τα αμαρτήματα των και εξομολογούνται ολίγα είς τον κάθε ενα Πνευματικόν, δια νά αποφύγουν τον κανόνα. ΟΙ τοιούτοι είναι απατημένοι, διότι αυτή δεν είναι μετάνοια, άλλα πονηρία. Οί άνθρωποι πρέπει νά διαλέγουν τον καλόν Πνευματικόν και είς όλην τους την ζωήν νά μή τον άλλάσσούν χωρίς ανάγκην. Άλλέως δεν ημπορούν νά φύγουν τα εναέρια ταύτα τελώνια.
15. Το τελώνιον της γαστριμαργίας και πολυφαγίας
Αναβαίνοντες δε και ομιλούντες ταύτα και άλλα όμοια έσυναντήσαμεν το τελώνιον της πολυφαγίας. Ούτοι οί δαίμονες ήσαν παχείς ωσάν τους χοίρους, άγριοι και δυνατοί περισσότερον άπό τους άλλους, και άμα με είδον έτρεχον καταπάνω μου γαυγίζοντες, σκληρίζοντες, και έφανέρωσαν τάς κρυφοφαγίας και πολυφαγίας μου, τάς όποιας άπό παιδικήν μου ήλικίαν έκαμα, τρώγοντας άπό την αυγήν έως το βράδυ χορταστικά, καθώς και έάν είς τάς Αγίας Τεσσαρακοστός έτρωγα άπό της πρώτης ώρας χωρίς προσευχήν. Ταύτα και άλλα όμοια λέγοντες με εκατηγόρουν πώς δεν έπραξα τάς υποσχέσεις οπού έδωσα είς το άγιον Βάπτισμα ύπεσχέθην* νά τους αρνηθώ και τά έργα αυτών άλλ' έγώ πάλιν τους έκαμνα τα θελήματα τους. Άπό το άλλο μέρος οι Άγγελοι έμάχοντο και έφερναν προς βοήθειάν μου τά καλά έργα μου, και ούτως άνεχωρήσαμεν άπό αυτούς.
16. Το τελώνιον της ειδωλολατρίας
Καί σύντομα έφθασάμεν είς το τελώνιον της είδωλολατρείας και τών διαφόρων αΙρέσεων. Άλλ' ουδέ λέξιν μας είπαν, και άνεχωρήσαμεν ευθύς.
17. Το τελώνιον της άρσενοκοιτίας
Καί άναβαίνοντες ολίγον άπαντήσαμεν τό τελώνιον της άρσενοκοιτίας, τό όποίον εξετάζει τους άρσενοκοίτας. Ό πρώτος αυτών ,έκάθητο υψηλά ώς φοβερός δράκων μέ άσχημον πρόσωπον, έχων υπό τάς διαταγάς του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δέ χιλιάδας μορφάς, πότε μεν έφαίνετο ώς δράκων, πότε δέ ώς ποντικός, καί πότε ώς αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ώς θηριόψαρον της θαλάσσης. Τριγύρω δέ αυτού  ήσαν άκαθαρσίαι καί βρώμα ανυπόφορος, καί ώς έπί τραπέζης έκοίτετο καί άνεπαύετο, οί δέ ύπηρέται αύτού, οί όποίοι έξήταζον τά αμαρτήματα, ήσαν ώς αγάλματα καί εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Άλλα βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δέν είχον τίποτε νά κατηγορήσουν, ούτε πώς έκοιμήθήν μέ άλλην γυναίκα καί ήμάρτησα. Καί χάριτι Θεία ήλευθερώθημεν άπό τήν άκαθαρσίαν αυτών καί έπλησιάσαμεν είς τήν θύραν του ουρανού. Άναβαίνοντες δέ μου έλεγον οί Άγγελοι ότι πολλαί ψυχαί φθάνουν έως έκεί ανεμποδίστος έκ τών άλλων τελωνίων διά νά προσκυνήσουν τον άγιον θρόνον του Θεού, καί αυτό τό τελώνιον της άρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει είς τον άχαριν Άδην διά τήν αίσχράν πράξιν της άρσενοκοιτίας, διότι ετούτη ή κατηραμένη άρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεόν περισσότερον άπό όλας τάς άλλας αμαρτίας.
18. Τό τελώνων τών χρωματοπροσώπων
Ομιλούντες διά ταύτα έφθασάμεν είς τό τελώνιον οπού εξετάζει τάς γυναίκας καί τους άνδρας οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τά πρόσωπα τους με διαφόρων χρωμάτων εύωδίας, επειδή τήν μορφήν οπού τους έδωσεν ό Θεός δέν τους άρεσεν, αλλά τήν έκαταφρόνησαν καί τήν άπέβαλαν θεληματικώς καί έδέχθησαν τήν έδικήν τους μορφήν. Καί ετούτη έλεγον τό έκαμε δύο φοράς, δι’ αυτό είναι δίκαιον νά τήν πάρωμεν ήμείς. ΟΙ δέ Άγγελοι έφερναν τάς καλάς μου πράξεις είς τό μέσον καί με πολύν κόπον πληρώσαντες ικανά άνεχωρήσαμεν.
19. Τό τελώνιον της μοιχείας
Καί άναβαίνοντες έφθάσαμεν είς τό τελώνιον της μοιχείας, τό όποιον εξετάζει τους μοιχούς καί τάς μοιχαλίδας, εκείνους δηλαδή οπού, ένώ είναι ύπανδρευμένοι, πηγαίνουν.μέ ξένους συζύγους καί μολύνουν τό στεφάνι των. Καί μαζί μέ τούτους εξετάζει καί τους παρά φύσιν άμαρτάνοντας άνδρας είς τάς γυναίκας των καί όλους τους μιαρούς πού μολύνουν τά στεφάνια των. Άλλ' επειδή χάριτί θεία δέν είχον
είς ταύτα να μέ κατηγορήσουν τά δαιμόνια, άνεχωρήσαμεν και Εντεύθεν.
20. Το τελώνιον του φόνου
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι έφάνη τό τελώνιον τοΰ φόνου, τό όποιον Εξετάζει τους φονείς καί όσους άπό θυμόν έκτύπησαν κανένα, «καί έν συντόμω να είπή τις ζυγίζουν πάσαν άδικίαν. "Οθεν έξωδεύσαμεν καί έκεί ένα τι καί άνεχωρήσαμεν.
21. Τό τελώνιον της κλοπής
Και αναβαίνοντες δέ έσυναντήσαμεν τό τελώνιον τής κλοπής. Καί έξήταζον εκείνοι οι τύραννοι όλας τάς κακάς πράξεις τής ζωής μου, έπληρώσαμεν δε καί έκεί μικρόν καί άνεχωρήσαμεν.
22. Τό τελώνιον τής πορνείας
Καί άναβαίνοντες μακράν επάνω έπλησιάσαμεν είς τήν θύραν τοΰ ουρανού καί έφθάσαμεν είς τό τελώνιον τής πορνείας. Ό μεγάλος αυτών έφόρει ένα φόρεμα ραντισμένον μέ αφρούς καί αίματα καί έχαίρετο ώς νά ήτο λαμπροστολισμένος μέ βασιλικόν φόρεμα. Μου είπαν δέ οι "Αγγελοι ότι τούτο έγινεν άπό τάς πολλάς ακαθαρσίας καί πορνείας των ανθρώπων. "Αμα δέ μας είδαν, έπήδησαν επάνω μας καί έθαύμαζον πώς ήδυνήθημεν καί έπεράσαμεν τόσα τελώνια καί έφθασάμεν προς αυτούς, καί έτσι αρχίνησαν νά εξετάζουν ένα καθένα. Και ουχί μόνον τά αληθή μου έργα έλεγον καί μέ κατηγόρουν, αλλά καί πολλά ψέματα, φέροντες τά ονόματα των εραστών μου. Καί ταύτα λέγοντες, έδοκίμαζαν νά μέ άρπάσουν άπό τάς χείρας τών Αγγέλων καί νά μέ ρίψουν είς τον άχαριν Άδην. Καί οι "Αγγελοι έλεγαν* ταύτα πάντα προ πολλού τά έπαραίτησεν. Άλλ' εκείνοι τους άντέλεγον λέγοντες* καί ημείς γνωρίζομεν ότι τά είχε παραιτήσει, αλλά μας ήγάπα καί δια τούτο ποτέ δέν μας άπηρνείτο, αλλά τά είχεν είς τήν καρδίαν της κρυμμένα καί δέν τά έξωμολογήθη ποτέ είς τόν Πνευματικόν, ούτε ετράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρεσιν  έλαβε άπό Πνευματικόν, καί πόθεν αυτή έλαβε τήν τόσην πολλήν χάριν καί λάμπει ωσάν τόν ήλιον; Καί άπορούσαν καί ζητούσαν νά με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τά καλά μου έργα με τα δικαιώματα των, γιά νά με εξαγοράσουν, Οί δε Άγγελοι με υπερασπίζοντο καί δίδοντας κατά τά ζήτημα των καί λαμβάνοντας με επορευόμεθα καί έτριζαν τούς οδόντας των εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως άπό αυτούς γλύτωσα. Μού έλεγαν δε οί άγιοι "Αγγελοι* ήξευρε ότι από ετούτο τό τελώνιον όλιγοστές ψυχές δύνανται νά περάσουν χωρίς μεγάλην ζημίαν των. Διότι οί άνθρωποι του κόσμου άπό τήν πολυφαγίαν καί άπό τήν κακήν έπιθυμίαν τής πορνείας, καί μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τάς Γραφάς καί τό βάρος τών αμαρτιών των καί τήν κρίσιν καί τιμωρίαν οπού κάμνει ό θεός εις αυτούς, καί οί περισσότεροι τών ανθρώπων άπό ετούτο τό τελώνιον πίπτουν είς τόν σκοτεινόν καί άχαρον "Αδην. Έσύ όμως με τήν βοήθειαν τοΰ Γέροντος σου εγλύτωσες άπό τάς χείρας καί τούτου του τελωνίου* καί φόβον πλέον δεν έχεις άπό εδώ καί επάνω, με τήν χάριν καί εύσπλαγχνίαν του Θεού, διότι χάριν τού δούλου Του Βασιλείου σέ ήλέησεν.
23. Τό τελώνιον της άσπλαγχνίας
Καί λέγοντάς μου ταύτα εσυναντήσαμεν τό τελώνιον τής άσπλαγχνίας καί σκληροκαρδίας τό οποίον εξετάζει μετά μεγάλης κακίας καί ακριβείας τους άνελεήμονας καί μισαδέλφους. Ό πρώτος αυτών εκάθητο με πολλήν αγριότητα καί έκαμνεν όλα τά σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν άπό πτωχείαν καί άσθένειαν καί κάθε ανάγκην, με τά οποία ζητουν έλεημοσυνην* πότε δε πάλιν εξαγριώνονταν κατεπάνω μας με όλον του τό τάγμα. Εξετάζοντες δε και μή ευρόντες με άσπλαγχνον, αλλά ελεήμονα, διότι έδιδα τών πτωχών κατά τήν δυναμίν μου ελεημοσύνης καί καταντροπιασθέντες εσιώπων καί έτσι άνεχωρήσαμεν άπ' αυτών. Καί μου έλεγον οί "Αγγελοι* οί περισσότεροι άνθρωποι εφύλαξαν τά προστάγματα τού Θεού καί διά νά μή έχουν εύσπλαγχνίαν νά έλεούν τους πτωχούς, έπέρασαν όλα τά τελώνια καί έφθασαν έως έδώ, καί άπό ετούτο τό τελώνιον έμποδισθέντες έκρημνίσθησαν είς τόν "Αδην.
Ή πύλη του ουρανού
Καί άναβαίνοντες χαίροντες είδομεν τήν θύραν τού ούρανού, ή οποία άκτινοβολούσεν ώς κρύσταλλον φωτεινόν. Και ή κατασκευή της ήτον θαυμαστή και ουράνιος, φεγγοβολούσα άπό άστρα με χρώμα ώς τοΰ καθαρού χρυσού με ύπερθαύμαστον και ούράνιον ωραιότητα, τήν οποίαν νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθή ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθή διότι είναι πράγματα ουράνια και ανερμήνευτα. Ό θυρωρός ήταν ένας νέος άστραπόμορφος μέ ζώνην και μαλλιά χρυσά και μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς και έδόξαζε τον Θεόν όπου επέρασεν ή ψυχή μου ελευθέρως άπό τον κίνδυνον και τά σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Και έμβαίνοντες είς τον ούρανόν εσχίζετο καί έφευγεν άπό έμπροσθεν μας το νερόν όπου είναι επάνω άπό τον ούρανόν και άμα ήθέλαμεν περάσει έγύριζε πάλιν είς τον τόπον του το νερόν. Περάσαντες δε το ύδωρ τούτο, έφθάσαμεν είς ενα τρομερόν καί άκατανόητον αέρα, έπί τού οποίου ήτο έξαπλωμένον ένα σκέπασμα χρυσοΰφαντον και έσκέπαζεν εκείνο το φοβερό πλάτος τού αέρος. Κάτωθεν δε αύτού ήτον πλήθος άστραπομόρφων ωραιοτάτων νέων, οι όποίοι έφορούσαν στολήν πυρίνην καί ήκτινοβόλουν ώς ό ήλιος, αί δε τρίχες των ήτον ώς αστραπή καί οι πόδες των άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμπουσαι φως ούράνιον. Βλέποντες μας δε διέτρεχον όλοι καί μέ συνέχαιρον καί εύφραίνοντο δια τήν σωτηρίαν μου, ψάλλοντες μέ φωνήν λυγηράν καί χαρμόσυνον μελωδίαν τήν οποίαν ου δύναται γλώσσα διηγήσασθαι! Έγω λοιπόν ήμουν όλη χαρά και άγαλλίασιν καί έπορευόμεθα προς προσκύνησιν τοΰ άστραπομόρφου θρόνου τού φοβερού Θεού καί Κυρίου ημών Ίησού Χριστού, διαβαίνοντες δε είδαμεν σύννεφα, όχι ώς τά συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν τοΰ ούρανού, αλλά ώς άνθος έκατονταπλασίως υπερβαίνον πάν άνθος είς τήν θεωρίαν και εύωδίαν, τά όποια σύννεφα διεχωρίσθησαν δια νά περάσωμεν. Τότε πάλιν είδομεν έτερον έξηπλωμένον, λευκόν ώς το φως καί αυτό έκαμεν ώς το πρώτον, μετά δέ τούτο, έφάνη ένα άλλο σύννεφον χρυσόμορφον, άπό το όποιον έξήρχοντο άστραπαί και πυρ, και τούτο έκαμεν ωσάν και τά άλλα. Και πηγαίνοντες ολίγον είδομεν αύλήν σκεπασμένην μέ χρυσούφαντα και άλλα είδη, τά όποία δεν δύναμαι νά διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια και άλλα ανεκδιήγητα, εστέκετο δε εκεί και ένας άνθρωπος άστραπόμορφος, έξήρχετο δέ τόση γλυκύτατη εύωδία άπό του Θεού όπου δεν δύναται γλώσσα νά διηγηθή. Μετά δέ ταύτα έπορεύθημεν ολίγον τι και είδομεν είς άμετρον ύψος τον θρόνον του Θεού μυριοβαφή, άστραποβολούντα και φωτίζοντα άπαντα. Έκεί είναι ή χαρά των δικαίων και ή ευφροσύνη και άγαλλίασις των άγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του Θρόνου του Θεοΰ έστεκε πλήθος άπειρον ωραιοτάτων και άστραπομόρφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα και χρυσάς ζώνας. Τά όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δέν δύναμαι νά σου τά διηγηθώ, άλλ' ούτε ό ιδικός σου νους ημπορεί νά τά κατανόηση. Έφθάσαμεν τέλος αντίκρυ τοΰ φοβερού θρόνου του Θεού, ό όποιος ήτο στολισμένος με άλήθειαν, καλωσύνην και δικαιοσύνην, και είδαμεν θαυμαστήν και άπερίγραπτην δόξαν. Τότε οι "Αγγελοι οπού με ώδηγούσαν έψαλαν τρις είς τον φοβερόν εκείνον θρόνον δοξάζοντες μετά φόβου τον άόρατον Θεόν, Όστις αναπαύεται έπ' αύτού, προσκυνήσαντες δε πάλιν τρις τον Πατέρα και τον Υιόν και το "Αγιον Πνεύμα και έπειτα μαζί μέ ημάς όλον το πλήθος οπού έστέκετο γύρωθεν του θρόνου, και όλοι έδόξασαν Τον καθήμενον έπί τού θρόνου και έχαίροντο διά την σωτηρίαν μου. Τότε δέ ήκούσαμεν φωνήν σιγανήν έξ εκείνου τού ύψους, γεμάτην άπό γλυκύτητα και ευφροσύνην, λέγουσαν προς τους όδηγούντας με Αγγέλους* οδηγήσατε, την είς όλας τάς κατοικίας και είς τόν παράδεισον και είς τά, καταχθόνια, καθώς κάμνετε είς όλας τάς ψυχάς, και ακολούθως αναπαύσατε την είς τον τόπον και ,τήν κατοικίαν τού δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε νά την αναπαύσω. Άναχωρήσαντες δέ άπό έκει χαρούμενοι, έπεσκέφθημεν τάς κατοικίας των Αγίων, αί όποίαι ήσαν άμετροι καΙ έλαμπον ως αί ακτίνες τού ήλίου και τά άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήτον δέ έκεί και ένας κάμπος αθεώρητος είς το μάκρος και φάρδος στολισμένος με διάφορα άνθη και έύωδίας. Άπό έκεί άναβρύει βρύσις της αθανάτου ζωής, έκεί είναι αί θεόκτιστοι ώς πυραμίδες κατοικίαι των "Αγίων, μέσα είς τάς οποίας αναπαύονται, άπό εκεί δε έξέρχονται φοβεραί ακτίνες.
Είναι αυταί αί κατοικίαι ώς τά βασιλικά παλάτια και ακόμη άσυγκρίτως εύμορφότεραι, μέ ανάγλυφα διάφορα είς θεωρίαν, δόξαν και λαμπρότητα στολισμένα. Έκαστου δέ τάγματος αί κατοικίαι είναι χωρισταΙ και πλέον δοξασμέναι, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών και Δικαίων, του καθ' ενός ή κατοικία έχει ωραιότητα θάυμαστήν κατά τά έργα του καθ' ενός, όλοι δέ έβγαιναν και μας προϋπαντούσαν και μέ κατεφίλουν και εύφραίνοντο διά τήν σωτηρίαν μου. Είσερχόμενοι δέ είς τον κόλπον του Αβραάμ (δηλ. είς τήν κατοικίαν του) είδομεν αυτόν μέ δόξαν άπερίγραπτον, γεμάτην άπό εύφροσύνην ούράνιον, άνθη πολυεϊδή, αέρος υγιέστερου και κάλλους αμίμητου, ώστε οπού ό άνθρωπος γίνεται εκστατικός. 'Εκεί είναι τά παλάτια του Ισαάκ και Ιακώβ άκτινοβολούντα και λάμποντα άπό τήν θείαν χάριν. 'Εκεί αναπαύονται τά τέκνα τών Χριστιανών, όσα έζησαν είς τον κόσμον άναμάρτητα. Τριγύρω των είναι δόξα και χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Έκεί ήσαν άναπαυόμενοι έπί δώδεκα λαμπρών θρόνων μέ λάμψιν ώς τήν άκτίνα αί δώδεκα φυλαί τού Ισραήλ, ομοίως δέ και οι δώδεκα Πατριάρχαι. Αι ψυχαί των Άγιων φαίνονται ώς νά ήσαν μέ σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου νά τάς πιάση δέν είναι δυνατόν, καθώς και τάς ακτίνας τού ηλίου. Ένώ λοιπόν έπεσκέφθημεν όλα εκείνα τά άγια μέρη, έστράφημεν είς τό μέρος της δύσεως, όπου είναι αι σκληραί κολάσεις, είς τάς οποίας κατοικούν αί ψυχαι τών αμαρτωλών. Μου έδειξαν δέ οι όδηγουντές με "Αγγελοι τάς κολάσεις, άπό τάς οποίας έγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδον, τέκνον μου Γρηγόριε, τάς σκοτεινάς φύλακας είς τάς όποίας είναι κλεισμέναι ώς ή άμμος της θαλάσσης τών αμαρτωλών αί ψυχαί άπό καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι μέ τήν μαύρην όμίχλην του θανάτου, καί νά ίδουν ποτέ τό γλυκύτατον φώς δέν είναι δυνατόν, άλλα γυμναί της χάριτος του Θεού καίουν καί θρηνούν απαρηγόρητα. Δέν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά τό ούαι καί αλλοίμονον, τους κατατρώγει ό μολυσμός και ή δυσωδία και θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα. Όταν δέ είσήλθομεν είς τά σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς έφωτίσθησαν άπό τήν λάμψιν τών όδηγούντων με Αγγέλων καί είδα εκείνα τά υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος και τρόμος μέ περιεκύκλωσε. Μου είπεν δέ ό ένας "Αγγελος* αύτάς τάς φοβέρας κατοικίας τάς έφυγες, διότι μετενόησες και έπαυσες τήν άμαρτίαν και διά τα ολίγα καλά έργα σου, ή να σου ειπώ καλύτερα, διά τάς μεσιτείας του δούλου του Θεού  Βασιλείου, του  Γέροντος σου. Άφού δε έγυρίσαμεν όλας τάς κολάσεις, έρώτησεν ό ένας "Αγγελος λέγων μοι* Θεοδώρα, άραγε ήξεύρεις ότι σήμερον κάμνει τά σαράντα σου ό καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Και ταύτα ειπών με άφησεν είς ταύτην τήν πανευφρόσυνον κατοικίαν και άνεχώρησαν. Έκ τούτου λοιπόν έγνώρισα ότι μετά τάς σαράντα ημέρας άπό τοΰ θανάτου μου έφθασα είς τήν κατοικίαν τήν οποίαν βλέπεις, ήτις δεν είναι ιδική μου, αλλά τοΰ Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, τού πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος είς τον κόσμον σώζει πολλάς ψυχάς με τάς συμβουλάς του και τάς οδηγεί προς μετάνοιαν και έξομολόγησιν, αυταί δε αί ψυχαί κατοικούν είς ταύτην τήν λαμπράν κατοικίαν μαζί μου. Έλθέ τώρα ίνα ιδής τάς κατοικίας μας, τάς όποιας προ ολίγου έπεσκέφθη και ό Πατήρ μας. Έγώ δε ήκολούθησα τήν κυρίαν Θεοδώραν και ούτως είσήλθομεν είς ένα μεγάλο προαύλιον το οποίον ήτο στρωμένον με άκτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκας, εν μέσω δε τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων ή ώραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήτον δε ή Θεοδώρα ένδεδυμένη ενα φόρεμα μεταξωτόν κάτασπρον και είς τήν κεφαλήν της έφερε κόκκινο μανδήλιον, έθαύμασα δε νά βλέπω νά τρέχη άπό αυτήν ώς ιδρώτας άγιον μύρον πολύτιμον με άρρητον ευωδίαν. Βλέποντας δε ανατολικά είδον φοβερά και θαυμαστά παλάτια βασιλικά, είς τά όποια είσήλθομεν, πλησίον δε των σκαλών των βασιλικών παλατίων έκείνον ήτο μία θαυμαστή και άπό σμα-ράγδου καί άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, ή όποια άκτινοβολούσεν υπέρ τον ήλιον, ήτο δε γεμάτη άπό διάφορα ωραιότατα και ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως και μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Έκεί, επί θαυμαστού και εξαισίου θρόνου, ήτο και ό Πατήρ μας Βασίλειος και άνεπαύετο ώς κύριος αυτών όλων. Ό θρόνος ήτο πράσινος, αλλά θαυμαστός, και έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, και όλοι έκεί έτρωγαν άπό έκείνα τά οπωρικά και εύφραίνοντο. Έκείνοι δε όπου έτρωγαν άπό έκείνην τήν τράπεζαν ήτον άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκας παχείας, άλλ' ήτον ώς αί ακτίνες τού ηλίου, και τά πρόσωπα τους εύειδή και χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες άπό τάς γυναίκας δεν διεκρίνοντο, και έτρωγαν άπό έκείνην τήν θαυμαστήν και ουράνιον τράπεζαν. Καί όσον έτρωγαν τόσον επλήθαιναν έκείνα τά ευωδέστατα καί θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήτον ουράνια καί πνευματικά, παρά Θεού ήτοιμασμένα, έτρωγαν δε καί ηύφραίνοντο με άπερίγραπτον χαράν, συνομιλούντες μετά γλυκείας φωνής καί χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους έκερνούσαν δε νέοι τινές με ροδοκόκκινον ποτόν, το όποίον ύπερήστραπτε μέγα είς τά κρυσταλλένια ποτήρια, καί οι πίνοντες εχόρταιναν τής γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Καί έμενα θαυμάζοντας έπί τίνα ώραν, διότι έλαμπαν τά πρόσωπα των ώς δροσερόν ρόδον, Οι δε νέοι οπού τους εκερνούσαν ήσαν ωραίοι καί άστραπόμορφοι, μέ ζώνας χρυσάς, καί είς τάς κεφαλάς είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολιμένους μετά πολυτίμων λίθων καί θαυμαστής τέχνης. Ένώ δέ, περιπατούσα έμπροσθέν μου ή Θεοδώρα επλησίασε πρός τόν άγιον Γέροντα μας καί του ωμίλησε δι’ εμένα, αυτός δε κοιτάζοντας με εχαμογέλασε καί μου έγνευσε νά τον πλησιάσω. Έγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοιαν ενώπιον του καί του εζήτησα τήν ευχήν του, καί μου είπε χαμηλή τή φωνή* ό Θεός τέκνον, νά σε εύσπλαγχνισή καί νά σε ευλογήση καί νά σε καταξιώση τής επουρανίου Αυτού βασιλείας. Καί ενώ εύρισκόμουν εγώ γονατιστός εμπροσθέν του, επάνω είς τά χρυσούφαντα, μέ έπιασεν άπό τό χέρι καί με εσήκωσε καί μου λέγει (δείχνοντας με τό δάκτυλον τήν Θεοδώραν)* ίδέ τήν Θεοδώραν, τέκνον Γρηγόριε, δια τήν οποίαν πολλάκις με παρακάλεσας ,νά μάθης τί έγινε καί που εκατοικούσεν. Όθεν του λοιπού ήσύχασε καί μή με ενοχλής περί αυτής. Έκείνη δε ή μακαρία καί εύλογημένη παρά Θεού, θεωρούσα με ιλαρώς μού λέγει* ό Θεός, τέκνον Γρηγόριε, νά  πλήρωση τόν μισθόν διά τήν τόσην περί εμού φροντίδα σου,  ό οποίος σύμφωνα με τήν επιθυμίαν σου διά τον παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σέ ήξίωσε νά με ίδής. Όλοι δε οι καθήμενοι εις εκείνην τήν θαυμαστήν τράπεζαν εθεώρουν ημάς με μεγάλην σιωπήν και ηγάλλοντο. Υστερα δε είπεν ο Άγιος προς την Θεοδώραν* πήγαινε τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των εν τώ περιβολίω μας δένρων. Και οδηγούσα με προς τα δεξιά του περιβολίου είδον την θύραν του περιβολίου θαυμαστήν και ολόχρυσον και τα τείχη αυτού ολόχρυσα και υψηλά. Ανοίξαντες δε εισήλθομεν και είδομεν το περιβόλι εστολισμένον με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα και με πολυειδή άνθη και ρόδα, των οποίων η ωραιότης και ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσον δέ έθεώρουν ταύτα, τόσον εκστατικός έμενον άπό τήν ωραιότητα και ευωδίαν και το πλήθος τών έπί των δένδρων καρπών. Καί τόσον πολύς ήτον ό καρπός, οπού έκλιναν είς τήν γήν. Όμως τα δέντρα δέν έβλάπτοντο, αλλά πάντοτε είς τήν αυτήν κατάστασιν ευρίσκοντο, καθότι είναι ουράνια και αθάνατα, εγώ δέ έμεινα εκστατικός και έβλεπα. Τότε μου λέγει ή Θεοδώρα* εάν, τέκνον μου, σέ έκαμαν έκστατικόν και έκθαμβον τα τοιαύτα, τι ήθελες πάθει, έάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισον, οπού κατά ανατολάς έφύτευσεν ό Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος μέ έκείνον δέν έχουν καμμίαν σύγκρισιν. Διότι, όσον απέχει ό ουρανός άπό τήν γήν, τόσον διαφέρει και εκείνος άπό ετούτον. Έγώ δε τήν παρεκάλουν νά μου δείξη έκείνα τά πλέον θαυμαστά πράγματα. Και μου άπεκρίθη* δεν είναι δυνατόν, τέκνον, νά ίδής τοιαύτα πράγματα τά όποία είναι ακατανόητα, εφ' όσον ευρίσκεσαι ακόμη είς τον προσωρινόν κόσμον, αυτά δε οπού είδες είναι  οι  κόποι  και  ό ίδρώς του  Πατρός μας Βασιλείου,  ό οποίος παιδιόθεν ήγωνίζετο μέ νηστείας, αγρυπνίας και κακοπαθείας μέχρι γήρατος, διά τούτους δέ τους κόπους, τού έχάρισεν ό Θεός ταύτα τά βασιλικά παλάτια μέ τά περιβόλια, νά κατοική μέ τά πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του ήγωνίσθησαν και φυλάγουν τάς έντολάς τοΰ Κυρίου.
Φρόντισε λοιπόν και σύ, τέκνον, έως ότου είσαι είς τον κόσμον νά άγωνισθής, διά νά έλθης και εσύ εδώ νά ευφραινώμεθα μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου μας, διότι μετά τήν άνάστασιν άλλα καλλιώτερα άσυγκρίτως έχει νά μας χαρίση ό Κύριος, καθώς λέγει και ό Απόστολος Παύλος «ά' οφθαλμός ούκ είδε και ους ούκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ούκ άνέβη, ά ήτοίμασεν ό Θεός τοίς άγαπώσιν αυτόν».
Έγώ δέ έμεινα εκστατικός, άμα ήκουσα πώς δέν ήμουν εκεί μέ τό σώμα, αλλά νοητώς και μέ τήν ψυχήν. Διά τούτο επροσπάθουν νά ψηλαφήσω τον εαυτόν μου, άν φορώ σάρκα και κοκκαλα, αλλά μου εφαίνετο ωσάν νά έπιανα ακτίνα τού ήλιου και τήν έσφιγγα χωρίς νά βαστώ τίποτε.
Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδον τήν μεγάλην θεωρίαν ταύτην, είχον δέ τάς φρένας μου σώας, και έθαύμαζον, δι' όσα έβλεπα. Έπειτα μοΰ έφάνη πώς ήλθομεν είς τήν αύλήν διά τής θύρας διά τής όποιας είσήλθομεν, εύρομεν δέ τήν τράπεζαν άδειαν, και ούτε άνθρωπος ήτον έκεί. Τότε ήλθον είς τόν εαυτόν μου, και έτσι ήλευθερώθην άπό εκείνα τά φοβερά και θαυμαστά πράγματα.
Τότε ήρχισα να εξετάζω τον εαυτόν μου συλλογιζόμενος τι ήσαν έκείνα τα όποια είδον και έδιδάχθην, τα όποια καλώς έτυπώθησαν είς τον νουν μου. Σηκωθείς λοιπόν έπήγαινα προς τον άγιον Γέροντα μου και διελογιζόμουν και έλεγα είς τον εαυτόν μου* άραγε άπό του Διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πράγματα όπου είδα ή εκ Θεού; Φθάσας δε προς τον Γέροντα έβαλον μετάνοιαν κατά τήν συνήθειαν, και λαβών την ευλογίαν του έκάθισα πλησίον του, και μου είπεν με ίλαρόν πρόσωπον* ηξεύρεις, τέκνον Γρηγόριε, πώς ταύτην τήν νύκτα είμεθα όμού είς τα αιώνια αγαθά; Έγώ δια νά ιδώ τι έχει νά μου ειπή επροσποιήθην πώς δεν ήξερα τι μου έλεγε και είπα* εγώ, Γέροντα μου, ήμουν είς το κελλίον μου και έκοιμώμην ταύτην τήν νύκτα. Και εκείνος μου άπεκρίθη χαμηλή τή φωνή επειδή ήμεθα μόνοι είς το κελλίον του, λέγων* ναί, τέκνον, το γνωρίζω και εγώ αληθώς, οτι με το σώμα εκοιμάσο είς το κελλίον σου, αλλά με το πνεύμα και τον νουν σου έπεριπάτεις είς άλλα μέρη. "Οσα λοιπόν σου έδειξα ταύτην τήν νύκτα μή τά νομίσης, τέκνον, όνείρατα, άλλα θεωρίαν άληθινήν. Δεν επήγες ταύτην τή νύκτα είς τήν Θεοδώραν; δεν έφθασες είς τήν οϋράνιόν μου κατοικίαν; δεν έτρεχες διά νά με φθάσης και ευρέθης είς τήν μεγάλην θύραν, εξερχόμενη δε ή Θεοδώρα σε υπεδέχθη πασίχαρος; δεν σου εδιηγήθη το ψυχομαχητόν της και τον θάνατον της; και οτι μετά μεγάλης βίας και τρόμου έπέρασε τά άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή τήν έβοήθησα είς πολλά μέρη και ήλευθερώθη τελείως; δεν εισήλθες είς τήν αύλήν με τήν Θεοδώραν κατά διαταγήν μου; δέν είδες τήν θαυμαστήν τράπεζαν, τήν κατάστασιν αυτής και τά εξαίσια πράγματα και ώραία οπωρικά και όποία ήσαν τά θαυμαστά και ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δέν ίστασο και έθεώρεις τήν ωραιότητα, τήν οποίαν είχον εκείνα τά θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δέν έπαρουσιάσθης ενώπιον μου και σου έδειξα τήν Θεοδώραν, διά τήν οποίαν πολλάκις με παρεκάλεσες όπως ίδης είς ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται; δέν σε ώδήγησεν εκείνη κατ' έντολήν μου και είσήλθετε μαζί είς το θαυμαστόν περιβόλι; δέν έκράτεις είς τάς χείρας σου εκείνα τά χρυσοβλάσταρα χόρτα και έξίστασο διά τήν ωραιότητα των καρπών των; ‘ολα ταύτα δέν είδες τήν παρελθούσαν νύκτα; και πώς λέγεις λοιπόν οτι είς άλλο μέρος δέν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;
Άκουσας δέ εγώ ταύτα, τά οποία ώς φλόγα πυρός μου έφαίνετο οτι έξήρχετο εκ του στόματος του Αγίου, και συλλογιζόμενος τήν άλήθειαν τών λεγομένων του ελιποθύμησα και έμεινα άφωνος. Ακολούθως δε ήρχισα νά χύνω ποταμηδόν δάκρυα και έβρέχετο τό πρόσωπον μου, όσον συλλογιζόμουν τό ύψος τής άγιότητος καί τών θαυμάτων αυτού, ότι γήινος άγγελος ήτο, καί όχι νοερώς ήτον εκεί, αλλά πράγματι ώς νά εύρίσκετο μετά του σώματος τά εγνώριζεν όλα.
Ό δε "Αγιος μου είπεν* εάν, τέκνον, διέλθης τήν ζωήν σου σύμφωνα με τάς εντολάς του Χρίστου, εάν άποφεύγης δηλαδή τήν κακίαν και εργάζεσαι τήν άρετήν, θέλω νά σε δεχθή εκεί μετά τόν θάνατον σου, είς τάς αίωνίας κατοικίας τάς οποίας μου έχάρισεν ό Κύριος διά τήν αγαθότητα του* διότι εγώ μέλλω νά αναχωρήσω μετ' ολίγον καιρόν άπό ετούτον τόν μάταιον κόσμον, συ δε μετ' ολίγον θέλεις με ακολουθήσει μέ ζωήν θεάρεστον και καλά έργα, καθώς ό Κύριος μου άπεκάλυψεν.
Πρόσεχε δε, τέκνον, όπως μή εξέλθουν εκ του στόματος σου τά όσα είδες και ήκουσες εν όσω εγώ ζω είς τούτον τόν κόσμον, μέλλεις δέ νά γράψης τόν ταπεινόν μου βίον καί τά έργα μου νά άφήσης είς τόν κόσμον προς ώφέλειαν τών άναγινωσκόντων, έγώ δέ είς τό έξης θέλω νά βρεθώ είς όλα ταύτα κατά τήν θέλησιν του Θεού. Καϊ λέγων μοι ταύτα ό άγιώτατός μου Γέροντας μέ διέταξε νά υπάγω είς τήν κατοικίαν μου και νά φροντίζω διά τήν σωτηρίαν τής ψυχής μου.
"Εως εδώ, αδελφοί καϊ πατέρες μου τιμιώτατοι, είναι ή διήγησις τοΰ θανάτου τής Θεοδώρας, τήν οποίαν είδε και έγραψεν ό σοφώτατος Γρηγόριος. Έχει δέ γραμμένα και άλλα πολλά θαύματα καϊ αποκαλύψεις του Άγιου, και πώς του έδειξεν ό Χριστός τό φοβερόν Κριτήριον, τους χορούς τών Αγγέλων καϊ τήν πολυθαύμαστον τάξιν αυτών και μακαριότητα, είναι δέ και άλλα πολλά γραμμένα είς τό χειρόγραφον, τά οποία άφήσαμεν χάριν συντομίας, περιελάβομεν δέ μόνον τόν θάνατον τής Θεοδώρας ώς ψυχοφελέστατον και διά τόν σκοπόν τόν όποιον εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφωτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οΙ άνθρωποι και ένθυμού-μενοι τόν θάνατον και τόν κίνδυνον όπου έχει ή ψυχή έως νά πέραση τά εναέρια τελώνια διορθώνουν τάς ψυχάς των μέ τήν Μετάνοιαν καί Έξομολόγησιν.
Τω δέ Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις είς τους αιώνας.  Αμήν.
 

 


Α΄ Μέρος...
Περισσότερα >>
Ημερολόγιο - Αγιολόγιο

< ...
Περισσότερα >>