Χριστός ο πνευματικός ήλιος
Χριστὲ μου πολυέλεε, ψυχῆς μου θυμηδία,
εἶσαι ἀνείπωτη χαρά, εἰρήνη, εὐωχία.
Τὰ κύματα τῶν πειρασμῶν, ἡ οὐράνια μορφὴ Σου,
σκορπίζει καὶ συντρίβει, ἡ ἤπια πνοὴ Σου.
Ἡ Χάρι Σου μὲ ἀναγεννᾶ, ἡ πίστη μὲ φτερώνει,
ἡ ἐλπίδα εἰς Σὲ μὲ ἀνυψοῖ, ἡ ἀγάπη Σου μὲ λοιώνει.
Μιὰ ἡλιαχτίδα πρόβαλε, μέσα ἀπὸ τὰ σκότη,
μὲ μέθυσε μὲ τὴ χαρά, μ᾿ ἔκανε θεῖο πότη.
Πίνω τὸ αἷμα τ᾿ ἅγιο, σὲ κάθε λειτουργία,
τρώγω τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σ᾿ ἀναίμακτη λατρεία.
Ἀπ᾿ τὰ κράσπεδα τοῦ οὐρανοῦ προβάλλ᾿ ἥλιος ὡραῖος,
κι ἐγὼ ἀνακαινίζομαι καὶ γίνομαι γενναῖος.
Ἥλιος λαμπρός εἶν᾿ ὁ Χριστὸς, φωτίζ᾿ ὅλη τὴν πλάση,
εἶναι τὸ σκῆπτρο τῆς ζωῆς, τῆς πίστεως ἡ βάση.
Ἀπ᾿ τὰ οὐράνια ἐκχύνεται, θεσπέσια μελωδία,
χορός ἀγγέλων πλημμυροῖ, τὰ πάντα μ᾿ ἁρμονία.
Καὶ εὐωδία πάντερπνη, σκορπίζει στὸν ἀέρα,
ἡ παρουσία Σου Χριστὲ καὶ φθάνει πέρα ὡς πέρα,
στὸν κόσμο αὐτὸ τὸν βδελυρό, κακία κι ἁμαρτία,
ἀνηθικότητα αἰσχρή, δυσσώδης φιλαυτία,
τὶ δυσωδία εἶν᾿ αὐτή, τὶ ἄβυσσος πταισμάτων,
τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, ἡ λύσσα τῶν πνευμάτων,
τῶν πονηρῶν καὶ φθονερῶν, θέλουν νὰ τὴν καλύψουν
κι ἅγιοι ἐνάρετοι, εἰ δυνατὸν νὰ λείψουν.