www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ

Ο ΓΕΡΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ
Συνομιλητής: Στυλιανός Παπαδόπουλος,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συγγραφέας
Κ.Ι.: Πολύ μεγάλη Γεροντική μορφή, οσιακή μορφή, υπήρξε ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης, Καθηγούμενος της ιεράς Μονής του Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια, ο οποίος εκοιμήθη στις 21 Νοεμβρίου 1991, λίγες ημέρες πριν από την κοίμηση του άλλου πνευματικού γίγαντα της Ορθοδοξίας των ημερών μας, του Γέροντος Πορφυρίου.
Γνήσιος φίλος του Θεού, γεμάτος όλος από αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον, ο Γέρων Ιάκωβος συγκλόνισε με την αγία βιοτή του και πολιτεία του, αλλά και με την τελευτή του. Ας προσπαθήσουμε να συλλάβουμε κάποια ψήγματα έστω από την οσιακή μορφή του, με τη βοήθεια ανθρώπων, στους οποίους ο Θεός έδωσε τη μεγάλη ευλογία να τον γνωρίσουν πολύ καλά και για αρκετά χρόνια. Ο Καθηγητής κ. Στυλιανός Παπαδόπουλος έγραψε μάλιστα και βιβλίο για το Γέροντα Ιάκωβο.
Στ.Π.: Όταν βλέπουμε τους σύγχρονους οσίους, όπως ήταν ο Γέρων Ιάκωβος, διαπιστώνουμε με απόλυτη καθαρότητα ότι οι άνθρωποι αυτοί έχουν μέσα τους δύο στοιχεία συγχρόνως" το στοιχείο του δύσκολου, του κοπιώδους πνευματικού αγώνα, που είναι ο σταυρός και, συγχρόνως, την αίσθηση, την πραγματικότητα της αναστάσιμης χαράς.
Μιλώντας για έναν από τους σπουδαιότερους, ένα από τους οσιότερους αββάδες, Γέροντες, της εποχής μας, τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη, ο οποίος εκοιμήθη εν ειρήνη στη Μονή του Οσίου Δαβίδ στη Βόρειο Εύβοια, πρέπει να πω ότι, κάθε φορά που τον φέρνω στο νου μου, στην καρδιά μου και στα μάτια μου, πάντοτε, μα πάντοτε, τον βλέπω ν' αγωνίζεται, να κάμνει πολύ μεγάλο πνευματικό αγώνα' και στο πρόσωπο του, στα μάτια του, στο μέτωπο του, να λάμπει κυριολεκτικά η χαρά της Αναστάσεως. Το έλεγε κι ο ίδιος, με τρόπο απλοϊκό: «Εμένα η καρδιά μου είναι περιβόλι».
Σχεδόν δεν έτρωγε ο Γέρων Ιάκωβος. Αυτό που λέμε νηστεία, ήταν αστειότητα για εκείνον. Η τροφή που κατανάλωνε ήταν τόση, όση καταναλώνει ένα πουλάκι. Καθόμαστε το Πάσχα να φάμε μετά την Ανάσταση και το πηρούνι του έμπαινε απλώς πολλές φορές στο πιάτο του, για να μου δίνει εμένα, που καθόμουν δίπλα, το θάρρος να φάω. Ενώ στην πραγματικότητα, όσο τσιμπούσε ένα πουλάκι -δεν είναι σχήμα λόγου αυτό, κύριε Ιωαννίδη, είναι η πραγματικότητα- τόσο έτρωγε κι εκείνος.
Ο πνευματικός αγώνας του Γέροντος Ιακώβου, η άσκηση του ήταν τρομακτική. Να σκεφτείτε ότι στη διάρκεια του εικοσιτετραώρου είναι ζήτημα αν ξάπλωνε δύο ώρες' σε τέτοιο βαθμό έφτανε η άσκηση του.
Κ.Ι.: «Ουκ έδιδε υπνον τοις όφθαλμοΐς ουδέ άνάπαυσιν τοις κροτάφοις».
Στ.Π.: Προσπαθούσα και ως ερευνητής πλέον -εφόσον είμαι ιστορικός και θεολόγος κι έχω γράψει πολλές ιστορικές και θεολογικές μελέτες κι έχω αναπτυχθεί, το είναι μου έχει διαμορφωθεί, ως ερευνητής- να παρακολουθήσω, να μελετήσω τη ζωή του και τον τρόπο της ασκήσεως του. Και μάλιστα, με τη βοήθεια και τα μέτρα της ασκήσεως και του τρόπου του πνευματικού αγώνα, που βρίσκουμε στα κείμενα των μεγάλων Πατέρων και θεολόγων, στα αρχαία ασκητικά κείμενα, στη νηπτική θεολογία. Όλα αυτά, σας διαβεβαιώνω, τα συνάντησα, τα διαπίστωσα -επιτρέψετε τη λέξη, που εδώ είναι ανεπίτρεπτη-επιστημονικά στο μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο.
Δεκαετίες ολόκληρες -το ίδιο έκανε και ο άλλος μέγας Γέρων των ημερών μας Πορφύριος- δεν κοιμόταν επί κλίνης. Κοιμόταν χαμαί, καταγής. Αυτοί οι άνθρωποι δεν κοιμόντουσαν τη νύκτα' τη νύκτα προσεύχονταν. Η νύκτα ήταν αφιερωμένη στον πνευματικό αγώνα, στην προσευχή.
Κ.Ι.: Ο Γέρων Ιάκωβος είχε λάβει και πολλά χαρίσματα από το Άγιο Πνεύμα, όπως το διορατικό, το προορατικό και το ιαματικό, δεν είναι έτσι, κύριε Παπαδόπουλε;
Στ.Π.: Βεβαίως. Αυτά είναι αυτονόητα σε μια τόσο μεγάλη αγωνιστική φυσιογνωμία. Η αγωνιστικότητα του, βεβαίως, επιτυγχανόταν πάντοτε -και το έλεγε ο ίδιος- με τη βοήθεια του Θεού: «Εγώ δεν κάνω τίποτε», έλεγε, «ό,τι κάνω ο Θεός το κάνει, ο Όσιος Δαβίδ μου τα φτιάχνει».
Κ.Ι.: Ναι, αλλά ο ίδιος είχε καταστεί δοχείο της χάριτος, είχε καταστεί κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος.
Στ.Π.: Ήταν σε τόσο υψηλό βαθμό η καθαρότητα του και η αγάπη του, η αφοσίωση του στο Θεό, ώστε ο Θεός ήταν επόμενο, θα έλεγε κανείς, να τον επιλέξει. Διά του ταπεινού Γέροντος Ιακώβου -ήταν ένας όντως ταπεινότατος άνθρωπος- τα θαύματα, που επιτελέσθηκαν όσο ακόμη ζούσε, υπήρξαν αναρίθμητα. Θα πω δε και το άλλο. Μετά την κοίμηση του ο Γέρων Ιάκωβος έχει επιδείξει, ως δοχείο του Θεού, ως όργανο του Θεού, πάρα πολλές θεοσημείες και σε πάρα πολλούς ανθρώπους.
Κ.Ι.: Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Στ.Π.: Έχουμε, με απόλυτη σαφήνεια, θεραπείες βαρύτατων ασθενειών και καρκινοπαθών. Έχουμε θεοσημείες, που αναφέρονται στις εμφανίσεις του. Ο Γέρων Ιάκωβος έχει εμφανιστεί για σημαντικές περιπτώσεις, υποδεικνύων και επισημαίνων, σε πολλούς ανθρώπους.
Κ.Ι.: Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό.
Στ.Π.: Βεβαίως είναι.
Ο Γέρων Πορφύριος, η άλλη αυτή οσιακή μορφή των ημερών μας, έλεγε σε δικούς του ανθρώπους για το μακαριστό Γέροντα Ιάκωβο: «Προσέξτε. Αυτός είναι από τους πιο προορατικούς της εποχής μας, αλλά κρύπτεται επιμελώς, για να μη δοξάζεται».
Ο Γέρων Ιάκωβος υπήρξε ένα από τα παραδειγματικά πρόσωπα της Εκκλησίας μας όσο ζούσε και, στη συνέχεια, μετά την κοίμηση του, πρεσβεύει στο Θεό για εμάς, έχει την παρρησία στο Θεό χάριν ημών.
Συνομιλητής: πρεσβ. Γεώργιος Ευθυμίου,
Επιστημονικός βοηθός της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (πτυχ. θ. και φ.)
Κ.Ι.: Οι Γέροντες της Ορθοδοξίας είναι εκείνοι, οι οποίοι, έχοντας βιώσει το Χριστό, έγιναν κατοικητήρια του Αγίου Πνεύματος δια μέσου των αιώνων. Η Εκκλησία μας έχει να παρουσιάσει Γέροντες από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες μέχρι τις μέρες μας. Μια ξεχωριστή μορφή σύγχρονου Γέροντος υπήρξε ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης.
Ο πατήρ Γεώργιος Ευθυμίου, ο οποίος είχε την ευλογία από το Θεό να γνωρίζει για αρκετά χρόνια το Γέροντα Ιάκωβο, προθυμότατα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση μας να μας καταθέσει τις εμπειρίες και τα βιώματα του από το μεγάλο αυτό άνδρα. Θερμότατα τον ευχαριστούμε.
πρ.Γ.Ευ.: Κύριε Ιωαννίδη, σας ευχαριστώ για την αγάπη σας και για την πρόσκληση σας να μιλήσω για το μακαριστό Γέροντα, τον οποίο με ηξίωσε ο Θεός να γνωρίσω το θέρος του 1982 κι έτσι να μαθητεύσω, επί δεκαετία περίπου, παρά τους πόδας του. Αυτή η μαθητεία κι αυτή η επικοινωνία μαζί του απετέλεσαν ένα σταθμό κυριολεκτικώς στη ζωή μου και στην ποιμαντική μου διακονία.
Ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης εγεννήθη το 1920 στο χωριό Λιβίσι της περιοχής Μάκρης της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, η οποία βρίσκεται απέναντι από τη Ρόδο. Οι γονείς του, Σταύρος και Θεοδώρα, ευσεβείς Ορθόδοξοι χριστιανοί, εκπαίδευσαν τον υιό τους εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Μάλιστα οι προγονοί του από την οικογένεια της μητέρας του ήσαν από ιερατικό γένος" προηγούντο του Γέροντος Ιακώβου επτά γενεές πρεσβυτέρων και ιερομόναχων, όπως συνήθιζε να μας λέει.
Το 1922, όταν συνέβη η Μικρασιατική καταστροφή, πήγε στην Ελλάδα μαζί με τη μητέρα του και άλλους συγγενείς. Εγκαταστάθηκαν κατ' αρχήν στο χωριό Άγιος Γεώργιος στην περιοχή της Φωκίδος. Το 1925 μεταφέρθηκαν στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας, όπου ο Γέρων Ιάκωβος έμεινε μέχρι που πήγε στο μοναστήρι.
    Κατά τη διάρκεια των ετών 1947-1949 έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Το 1951, αφού τακτοποίησε τις οικογενειακές του υποχρεώσεις -οι γονείς του είχαν ήδη απέλθει εκ του κόσμου τούτου- αφού πάντρεψε, δηλαδή, την αδελφή του, πήγε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ του Γέροντος, όπου θαυμαστώς τον υπεδέχθη ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ1.
Ο Γέρων Ιάκωβος εκάρη μοναχός το Νοέμβριο του 1952, χειροτονήθηκε διάκονος στις 18 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους και ιερομόναχος, πρεσβύτερος δηλαδή, την επομένη ημέρα, από το μακαριστό Μητροπολίτη Χαλκίδος Γρηγόριο. Ηγούμενος ανεδείχθη στις 25 Ιουνίου 1975, από το Μητροπολίτη Χαλκίδος Χρυσόστομο, θέση την οποία κατείχε μέχρι την τελευτή του.
Κ.Ι.: Ας δούμε στη συνέχεια διάφορα στοιχεία της προσωπικότητας του Γέροντος Ιακώβου, της ανά το πανελλήνιο σήμερα γνωστής οσιακής αυτής μορφής.
πρ.Γ.Ευ.: Ο μακαριστός Γέρων, όπως όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ήταν κυριολεκτικώς ένα ζωντανό ευαγγέλιο" στη ζωή του ενεσάρκωσε το λόγο της αληθείας. Ήταν ο άνθρωπος «ό κατ' εικόνα Θεού κτισθείς», ο οποίος είχε ως προορισμό τον αγιασμό, την κατά χάριν θέωση. Ήταν, όπως λέει ο απόστολος Παύλος στην προς Γαλατάς επιστολή του, αφορισμένος, δηλαδή εκλελεγμένος, «έκ κοιλίας μητρός».
Γι' αυτό, όπως ο ίδιος μας έλεγε κι όπως διαβάζουμε στις βιογραφίες του, από μικρό παιδί αρεσκόταν στις προσευχές" ήθελε συνεχώς να μιμείται αυτά, που τελούν οι ιερείς στις Ακολουθίες, να πηγαίνει στα διάφορα εξωκκλήσια, ν' ανάβει τα καντήλια και να προσεύχεται στους αγίους. Όπως ο ίδιος μάλιστα μας έλεγε, σ' ένα εξωκκλήσι του χωριού του, επανειλημμένως ηξιώθη, παιδάκι όντας, να μιλήσει με την Αγία Παρασκευή.
Επίσης, από μικρός που ήταν, εκαλείτο από συγχωριανούς του, οι οποίοι είχαν διάφορα προβλήματα, τους διάβαζε κάποιες ευχές της Εκκλησίας και πραγματικά συνετελούντο θαύματα διά των προσευχών του.
Έχουμε, λοιπόν, στην προκειμένη περίπτωση την κλήση από το Θεό και την ανταπόκριση στην κλήση αυτή' εδώ βρίσκεται το χαρακτηριστικό. Όλοι οι άνθρωποι είναι κεκλημένοι είς σωτηρίαν' και, για να χρησιμοποιήσω την έκφραση των αγίων Πατέρων, είναι «κεκελευσμένοι θεοί». Εναπόκειται στην ελευθερία του κάθε ανθρώπου ν' αποδεχθεί την κλήση και ν' ανταποκριθεί σ' αυτή. Ο Γέρων Ιάκωβος ανταπεκρίθη στην κλήση αυτή παιδιόθεν. Με επίγνωση και ελευθέρως υπάκουσε στην κλήση του Κυρίου «εϊ τις θέλει οπίσω μου έλθεΐν, άπαρνησάσθω εαυτόν καί άράτω τόν σταυρόν αύτού καί άκολουθείτω μοι», επέλεξε να ζήσει κατά Χριστόν και μέχρις εσχάτης αναπνοής απαρεγκλίτως ακολούθησε την οδό αυτή, την οδό του Χριστού.
    Έχοντας σαφή συνείδηση του πνευματικού πολέμου και των πολεμίων, των εχθρών της σωτηρίας του ανθρώπου, τους οποίους ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προσφυώς αναφέρει ως «ο διάβολος, η σάρκα και ο κόσμος», ο Γέρων Ιάκωβος πραγματικά αντεπεξήλθε κατ' αυτών οπλισμένος με τα όπλα, τα οποία μας χαρίζει η Αγία μας Εκκλησία' τη νηστεία, την αγρυπνία, την προσευχή και τόσα άλλα. Ο ίδιος συχνά επανελάμβανε αυτό, που ψάλλει η Εκκλησία μας στα τροπάρια των οσίων ανδρών και γυναικών: «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών».
Οι πειρασμοί, οι οποίοι ήσαν πολλοί και μεγάλοι στο πρόσωπο του Γέροντος Ιωκώβου -είτε ήσαν σοβαρές ασθένειες είτε ήσαν διωγμοί είτε άλλες δοκιμασίες- λειτουργούσαν στην περίπτωση του ως μία θαυμάσια γυμνάσια και προπόνηση πνευματική. Ήταν πολύ χαρακτηριστική η θεοφιλής εκ μέρους του αντιμετώπιση των πειρασμών, με αποτέλεσμα, ενώ οι πειρασμοί αποτελούσαν οδύνη εκ πρώτης όψεως και εφαΐνοντο ότι εζημίωναν τον Γέροντα, κατ' ουσίαν, διά της χάριτος του Θεού και της θεοφιλούς εκ μέρους του αντιμετωπίσεως, απέβαιναν επ' ωφελεία αυτού.
Ενθυμούμαι αυτό, που μου έλεγε τους τελευταίους μήνες προ της τελευτής του και που μου το άφησε ως υποθήκη, γι' αυτό δε κι εγώ το αναφέρω χάριν των ευσεβών αδελφών Κυπρίων:
-Πάτερ Γεώργιε, οσάκις αντιμετωπίζεις δοκιμασίες, πειρασμούς και θλίψεις, να προσεύχεσαι υπέρ των πειραζόντων, υπέρ των διωκτών, να τους συγχωρείς και να υπομένεις τον πειρασμό.
Και, πραγματικά, αυτό το τρίπτυχο, δηλαδή η προσευχή, η συγγνώμη και η υπομονή, είναι ο θεοφιλής τρόπος αντιμετώπισης των καταστάσεων αυτών. Ο τρόπος αυτός και τον υφιστάμενο τον πειρασμό βοηθεί, αλλά και τον πειράζοντα οδηγεί τελικά στη μετάνοια.
Μιλώντας μας για την αντιμετώπιση των πειρασμών ο Γέρων Ιάκωβος πάντοτε μας ανέφερε τους λόγους του αδελφοθέου Ιακώβου στην Καθολική επιστολή του: «Πάσαν χαράν ήγήσασθε, αδελφοί μου, οταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες οτι τό δοκίμιον υμών της πίστεως κατεργάζεται ύπομονήν»2.
Κ.Ι.: Πώς ήταν ο ασκητικός βίος του Γέροντος Ιακώβου;
πρ.Γ.Ευ.: Η ασκητική βιοτή δεν είναι κάτι, που προσιδιάζει μόνο στους μοναχούς και τους ασκητές, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία ασκητική. Κι επειδή ο άνθρωπος έχει αμαρτήσει κι επειδή ο άνθρωπος ρέπει προς την αμαρτία κι επειδή ακριβώς έχει αυτούς τους αντιπάλους, τον «παλαιό άνθρωπο», ο οποίος τον ωθεί μακράν του θελήματος του Θεού, το διάβολο, ο οποίος νύκτα και μέρα τον πειράζει και τον κόσμο, ο οποίος υπόκειται στον διάβολο και ο οποίος επίσης επιτελεί, όπως οι σειρήνες, το έργο αυτό του αποπροσανατολισμού και της καταστροφής του ανθρώπου, γι' αυτό η Εκκλησία ας είναι ασκητική και το φρόνημα του κάθε χριστιανού, είτε μοναχού, είτε κληρικού, είτε λαϊκού, είναι ασκητικό.
Ο Γέρων Ιάκωβος ζούσε κατ' αυτό τον τρόπο' δηλαδή προσευχόταν αδιαλείπτως, τηρούσε τις νηστείες της Εκκλησίας μας, αγρυπνούτε κι εργαζόταν πραγματικά σκληρά σ' όλη του τη ζωή. Μ' αυτό τον τρόπο κατέλιπε και σ' εμάς ένα υπογραμμό ζωής. Τήρησε, δηλαδή, αυτά. που μας διδάσκουν οι άγιοι Πατέρες και τα οποία περιλαμβάνονται στην Αγία Γραφή. Ο απόστολος Παύλος λέει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του: «Άλλ' ύποπιάζω μου τό σώμα καί δουλαγωγώ, μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι»3.
Θα ήθελα στη συνέχεια να μιλήσω για τις διάφορες πτυχές της ζωής του Γέροντος Ιακώβου, ο οποίος, με διάφορες ιδιότητες, πρόσφερε τις υπηρεσίες του προς τον λαό του Θεού.
Κ.Ι.: Με πολλή χαρά και συγκίνηση αναμένουμε να τις πληροφορηθούμε.
πρ.Γ.Ευ.: Είπαμε στην αρχή ότι Ηγούμενος ανεδείχθη το 1975. Προηγουμένως, από το 1952 και καθ' όλα τα χρόνια, υπήρξε υποδειγματικός υποτακτικός' υπετάγη, δηλαδή, στον Ηγούμενο της Μονής κατά τρόπο άψογο. Εν συνεχεία, ως Ηγούμενος ο ίδιος, συμπεριφερόταν προς τοις πατέρες της Μονής με περισσή αγάπη, κατανόηση και διάκριση μεγάλη. Αλλά και προς τους ανθρώπους, οι οποίοι επισκέπτονταν τη Μονή, συμπεριφερόταν με εξαιρετική αγάπη. Ήταν δε παροιμιώδης η φιλοξενία του. Κάθε ένας, που μετέβαινε στη Μονή, τύγχανε πλούσιας φιλοξενίας, Αβρααμιαίας πράγματι φιλοξενίας και περιποιήσεως από το Γέροντα και από τους άλλους πατέρες, οι οποίοι ήσαν ανοικτές καρδιές και με χαμόγελο και εγκαρδιότητα υποδέχονταν τους πάντες.
Χαρακτηριστική ήταν και η διάκριση, με την οποία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους. Στον κάθε ένα είχε πάντοτε να πει ένα καλό λόγο. Πάντα ξεκινούσε, θυμάμαι, τη συζήτηση μ' ένα καλό λόγο για τον κάθε άνθρωπο, τον οποίο έβλεπε ως μία εικόνα του Χριστού, με απόλυτη αξία, μία εικόνα Χριστού μοναδική και ανεπανάληπτη.
Ανεδείχθη άριστος πραγματικά ποιμήν του λαού του Θεού. Ως λειτουργός ήταν υποδειγματικός και λειτουργικότατος. Καθημερινά, επί τόσα χρόνια, τελούσε τη Θεία Λειτουργία, ιστάμενος προ του Αγίου Θυσιαστηρίου μετά φόβου πράγματι και τρόμου. Και τον βλέπαμε να είναι πλήρως αφοσιωμένος και μεταρσιωμένος, να είναι την περισσότερη ώρα γονατιστός και να κάνει μετάνοιες. Πολλές φορές εθεάθη από παιδιά και από ανθρώπους με καθαρή καρδιά είτε να υπερίπταται του εδάφους είτε να υπηρετείται υπό αγίων αγγέλων.
   Ως ομιλητής ο Γέρων Ιάκωβος ήταν χειμαρρώδης. Όταν άρχιζε να ομιλεί, μπορούσε να ομιλεί επί μία και πλέον ώρα διαρκώς, μεταβαίνοντας, κατά ένα θαυμαστό τρόπο, από το ένα θέμα στο άλλο. Όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, οσάκις πήγαινα εκεί με τους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής, έθιγε πάντοτε, κατά τις ομιλίες του αυτές, θέματα, τα οποία απασχολούσαν τους ακροατές του. Ήταν κάτι το καταπληκτικό. Ο λόγος του έμπαινε κατευθείαν μέσα στις καρδιές των ακροατών του και δημιουργούσε την «καλή αλλοίωσιν». Θυμάμαι όλη την κατάνυξη, που κυριαρχούσε εκείνες τις στιγμές. Ο λόγος του ήταν πάντα αποδεκτός' ποτέ, δηλαδή, δεν σου εδημιουργείτο η παραμικρή αμφιβολία γι' αυτά που έλεγε ούτε ποτέ είχες τη διάθεση να φέρεις οποιαδήποτε αντίρρηση σ' αυτά που σου έλεγε.
Συγχρόνως, ο λόγος του ήταν άλατι ηρτυμένος. Ο Γέρων Ιάκωβος δεν ήταν κανένας κατσούφης ή κανένας μικρόψυχος άνθρωπος. Και ο λόγος του δεν ήταν πομπώδης ή στομφώδης ή περίτεχνος. Ο μακαριστός Γέρων ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος, χαρίεις στο πρόσωπο, με έμφυτο χιούμορ, πολύ χιούμορ, εμιμείτο δε θαυμάσια. Γι' αυτό ποτέ, μα ποτέ, δεν κούραζε τους ανθρώπους.
Ήταν ένας άριστος πνευματικός σύμβουλος. Ως χαρισματούχος Γέρων, φωτιζόμενος από το Άγιο Πνεύμα, έλεγε στον καθένα και με λίγα λόγια αυτό, το οποίο χρειαζόταν.
Όταν πηγαίναμε με τους φοιτητές της Θεολογικής Σχολής κάθε χρόνο στο μοναστήρι του, οι φοιτητές αισθάνονταν την ανάγκη, την επιθυμία, να επικοινωνήσουν και κατ' ιδίαν μαζί του. Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, λόγω των πολλών του ασθενειών, ήταν αδύνατο να δει επί μακρόν τον κάθε ένα φοιτητή. Έτσι κανονίζαμε, ώστε ο κάθε φοιτητής να τον δει μόνο του έστω για ένα λεπτό. Εκείνο, το οποίο μπορώ να ομολογήσω από την εμπειρία των συγκλονισμένων φοιτητών και φοιτητριών, είναι ότι, μέσα σ' εκείνο το ένα λεπτό που έβλεπαν το Γέροντα, αυτό που τους έλεγε, χωρίς οι ίδιοι πολλές φορές να προλάβουν να του πουν ο,τιδήποτε, ήταν αυτό ακριβώς που τους απασχολούσε.
Κ.Ι.: Ο Γέρων Ιάκωβος είχε, δηλαδή, το διορατικό και το προορατικό χάρισμα.
πρ.Γ.Ευ.: Βεβαίως. Ήταν, φανταστείτε, στην περίπτωση των φοιτητών, πενήντα τόσοι άνθρωποι και στον καθένα έλεγε εκείνο, ακριβώς, που χρειαζόταν.
Κ.Ι.: Εκπληκτικό, πράγματι.
πρ.Γ.Ευ.: Εκείνο, που θα ήθελα να τονίσω στη συνέχεια, είναι ότι υπήρξε ένας άριστος παρηγορητής των ανθρώπων. Κυριολεκτικά, κατά την έκφραση του αποστόλου Παύλου, έχαιρε «μετά χαιρόντων» και έκλαιε «μετά κλαιόντων».
   Πολλές φορές βλέπαμε να πηγαίνουν εκεί άνθρωποι με διάφορα ποβλήματα' άνθρωποι πενθούντες, άνθρωποι ασθενείς, άνθρωποι κατεστραμμένοι οικονομικώς, άνθρωποι με οικογενειακά προβλήματα. Ο Γερών Ιάκωβος, με τη χάρη του Θεού πάντοτε, προσέφερε στον κάθε ένα κατά τη χρεία του. Κι οι άνθρωποι έφευγαν αναπαυμένοι και παρηγορημένοι.
Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν μια κοσμική παρηγοριά ή μια εκτόνωση, αν θέλετε, αλλά είχε συνέπειες και στην πνευματική πορεία των ανθρώπων εκείνων, διότι αυτό ήταν η απαρχή της μετάνοιας τους και της κατά Χριστόν ζωής τους.
Ο Γέρων Ιάκωβος θα μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί -ήταν, Βλέπετε, τόσα πολλά τα χαρακτηριστικά του- ως ο Γέρων Ιάκωβος ο ελεήμων. Τα χέρια του ήσαν, κατά τη γνωστή έκφραση, «τρύπια». Τα τελευταία ιδιαιτέρως χρόνια, οπότε είχε γίνει ευρύτερα γνωστός και χιλιάδες άνθρωποι προσέτρεχαν στη Μονή και ο καθένας επιθυμούσε να προσφέρει κάτι, είτε σε χρήμα είτε σε είδος, ο Γέροντας διαδραμάτισε ένα ρόλο οικονόμου ή διαχειριστού, ας το πούμε έτσι, των αγα-θών αυτών. Πολλές φορές υπήρξα μάρτυς, που έρχονταν στη Μονή άνθρωποι κι έλεγαν: «Γέροντα, χρειάζομαι λάδι» ή «Γέροντα, χρειάζομαι αλεύρι» ή «Γέροντα, χρειάζομαι χρήματα» κ.ο.κ. Κι αυτός αφειδώς έδινε και ξανάδινε εκάστω κατά την χρείαν αυτού.
Όταν μια φορά είχε πέσει πολύ χιόνι κι είχε αποκλειστεί το διπλανό χωριό, ο Γέρων Ιάκωβος σκέφτηκε αμέσως τους κατοίκους του χωριού αυτού, οι οποίοι δεν μπορούσαν ν' ανεφοδιαστούν σε τρόφιμα. Ζήτησε, λοιπόν, από τους πατέρες της Μονής να ετοιμάσουν σαράντα δέματα -τόσες ήταν οι οικογένειες, που έμεναν στο χωριό- με τα απαραίτητα τρόφιμα. Και οι μοναχοί έγιναν αλπινιστές και μετέφεραν τα τρόφιμα στους αποκλεισμένους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι έτσι δεν κινδύνευσαν από τον αποκλεισμό.
Όπως ο ίδιος μας ομολογούσε, έβαζε τα χρήματα αυτά μέσα σε μια σακούλα και ποτέ δεν ήξερε πόσα χρήματα υπήρχαν μέσα στη σακούλα. Έβαζε το χέρι του μέσα στη σακούλα, έβγαζε χρήματα από μέσα κι έδινε σ' όποιον είχε ανάγκη. Και το εκπληκτικό είναι ότι η σακούλα ήταν πάντα γεμάτη χρήματα.
Κ.Ι.: Δηλαδή, είχε μετατρέψει τη Μονή σε πραγματικό Υπουργείο Προνοίας.
πρ.Γ.Ευ.: Ακριβώς, ακριβώς. Έκανε επίσης πάρα πολλά και μεγάλα έργα στη Μονή. Και πάντα είχε τόσα χρήματα, όσα χρειαζόταν. Ήταν κι αυτό ένα έργο της χάριτος του Θεού, βεβαίως.
Ένα άλλο χάρισμα, του οποίου είχε αξιωθεί ο Γέρων Ιάκωβος - και δι' ευχών και διά πρεσβειών του Οσίου Δαβίδ, στη διακονία του οποίου αφοσιώθηκε και τον οποίο υπηρέτησε μέχρις εσχάτης αναπνοής- ήταν το χάρισμα να διώκει τα δαιμόνια.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι είχαν κυριευθεί από τα δαιμόνια για πολλούς και διαφόρους λόγους -αυτό είναι ένα μεγάλο θέμα και θα χρειαζόμαστε πολλή ώρα, για να το συζητήσουμε-προσέφευγαν στη Μονή. Ο μακαριστός Γέρων διάβαζε τις σχετικές ευχές της Εκκλησίας, τους σταύρωνε με την τίμια κάρα του Οσίου Δαβίδ και, διά της χάριτος του Θεού, πολλές φορές οι άνθρωποι εκείνοι ελευθερώνονταν. Αυτό είχε ευεργετικές συνέπειες και στους γύρω τους.
Θα σας αναφέρω με συντομία ένα περιστατικό, όπως μου το διηγήθηκε ο πατέρας ενός παιδιού, τον οποίο συνάντησα εκεί στη Μονή, περιμένοντας να δω το Γέροντα. Μου είπε, λοιπόν, ο πατέρας:
-Βλέπεις αυτό το παλικάρι, που μπήκε μέσα; Είναι ο γιος μου. Αυτός ήταν δαιμονισμένος και τώρα έγινε καλά κι ετοιμάζεται να πάει στρατιώτης' γι' αυτό ήρθε να πάρει την ευλογία του Γέροντα. Όπως μου εξήγησε ο άνθρωπος, ο ίδιος ζούσε μια αμαρτωλή ζωή, αντίθετη προς το θέλημα του Θεού, οικογενειακώς ήταν σε κακή κατάσταση, τα αδέλφια δεν μιλιούνταν μεταξύ τους και, κατά παραχώρηση Θεού, το παιδί εκείνο εδαιμονίσθη, γεγονός το οποίο συνεκλόνισε τόσο τον πατέρα, όσο και τους άλλους. Αποφάσισαν τότε να πάνε να εξομολογηθούν και να ζητήσουν το έλεος του Θεού. Πράγματι εξομολογήθηκαν, κοινώνησαν, συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους, πήγαν στο Γέροντα Ιάκωβο και με τη χάρη του Θεού ελευθερώθηκε το παιδί. Βλέπουμε έτσι πώς ένα γεγονός γίνεται αφορμή, ώστε πολλοί άνθρωποι διά της μετανοίας να πλησιάσουν το Χριστό και να ζήσουν από εκεί και πέρα την καινή κατά Χριστόν ζωή.
Κ.Ι.: Μας διαβεβαίωσε γι' αυτό ο ίδιος ο Κύριος: «Ό πιστεύων είς έμέ, τά έργα ά έγώ ποιώ κάκείνος ποιήσει καί μείζονα τούτων ποιήσει».
πρ.Γ.Ευ.: Θα ήθελα τώρα ν' αναφερθώ με λίγα λόγια και επιγραμματικά σε διάφορες άλλες αρετές, οι οποίες κοσμούσαν τη μορφή του Γέροντος.
Ο άγιος άνθρωπος, επειδή ελεύθερα επιλέγει να ζήσει κατά Χριστόν και αγωνίζεται προς αυτή την κατεύθυνση, επισκιάζεται από τη χάρη του Θεού και κοσμείται από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, λοιπόν, στο πρόσωπο του Γέροντος Ιακώβου είδαμε να ενσαρκώνονται όλες εκείνες οι αρετές, που βλέπουμε να υπάρχουν στους αγίους της Εκκλησίας μας.
Ήταν πρώτα η παροιμιώδης αγάπη του. Όταν ήσουν μαζί του, αισθανόσουν ότι είχες μπροστά σου μια ανοικτή αγκαλιά, ένα άνθρωπο που πραγματικά σ' έβλεπε ως εικόνα Θεού κι είχε πάντοτε να σου απευθύνει λόγο καλό, λόγο παρηγοριάς, λόγο τρυφερότητας, λόγο αγάπης. Πραγματικά αφοσιωνόταν στον κάθε ένα, που πήγαινε κοντά του κι αποκαλούσε τον κάθε ένα με το μικρό του όνομα. Εκάλει, δηλαδή, «τά ίδια πρόβατα κατ' όνομα», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Κυρίου μας, γεγονός που συνεκλόνιζε τους ανθρώπους.
Η ταπείνωση ήταν κύριο χαρακτηριστικό του Γέροντος Ιακώβου. Αυτό άλλωστε το ομολογούσαν με φρίκη τα δαιμόνια, που βρίσκονταν μέσα στους δαιμονισμένους, οι οποίοι, όπως είπαμε, πήγαιναν εκεί στο μοναστήρι. Τα δαιμόνια αυτά, αφού τον έβριζαν όσο δεν λέγεται, του έλεγαν στη συνέχεια: «Θέλουμε να σε συντρίψουμε, θέλουμε να σ' εξουδετερώσουμε, θέλουμε να σ' εξαφανίσουμε, αλλά δεν μπορούμε, διότι έχεις ταπείνωση».
Πράγματι η ταπείνωση του ήταν παροιμιώδης και συγκλονιστική. Διαρκώς πρόβαλλε τη δική του αγραμματοσύνη, τη δική του ανεπάρκεια, τη δική του ταπεινότητα και συνεχώς αυτοεξουθενούτο. Ενθυμούμαι συγκεκριμένα ότι, όταν κάποιος ιερομόναχος τον κάλεσε να πάει στο δικό του μοναστήρι, ο Γέρων Ιάκωβος απάντησε:
Τι να έρθω εγώ στο μοναστήρι σας; Εγώ είμαι ένα ψόφιο σκυλί. Να έρθω εκεί να σας μολύνω;
Κ.Ι.: Γιατί, πατέρα Γεώργιε, οι άγιοι άνθρωποι νιώθουν όλη αυτή την αμαρτωλότητα κι όλη αυτή την ακαθαρσία; Μήπως διότι συγκρίνουν τον εαυτό τους με το Θεό και τους αγγέλους;
πρ.Γ.Ευ.: Το χαρακτηριστικό των αγίων ανθρώπων είναι ότι, όσο προάγονται στην κατά Χριστόν ζωή, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούν τη δική τους αδυναμία και ανεπάρκεια, συγκρίνοντας τον εαυτό τους όχι με τους άλλους ανθρώπους, αλλά με την καθαρότητα του Θεού και των αγγέλων, όπως πολύ σωστά είπατε. Επομένως λαμβάνουν συναίσθηση της καταστάσεως τους και γι' αυτό ζητούν περισσότερο το έλεος του Θεού. Γι' αυτό βλέπουμε όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας να έχουν ακριβώς αυτό το φρόνημα, αυτή τη συνείδηση της αμαρτωλότητός τους και διαρκώς, όσο περνούν τα χρόνια, να ζητούν όλο και περισσότερο το έλεος του Θεού' «ό Θεός, ίλάσθητί μοι τώ άμαρτωλω».
Κ.Ι.: Περνούν, δηλαδή, τον εαυτό τους από μικροσκόπιο, οπότε και το ελαχιστότατο τους ενοχλεί.
πρ.Γ.Ευ.: Ακριβώς, ακριβώς. Όσο είναι κάποιος ανώριμος πνευματικά, βλέπει μόνο τα χοντρά και τα μεγάλα" «δεν σκότωσα», λέει «δεν έκλεψα, είμαι καλός». Ενώ, όσο προχωρεί στην πνευματική ζωή, διακρίνει τις πονηρές κινήσεις της καρδιάς και τους λογισμούς και ο.τιδήποτε άλλο και ζητεί διαρκώς το έλεος του Θεού, για τον οποίο οι άγιοι έχουν σαφή συνείδηση ότι είναι ο σώζων.
    Ο Γέρων Ιάκωβος είχε επίσης τη μνήμη του θανάτου και της μελλούσης κρίσεως, που πάντοτε ευρίσκοντο προ των οφθαλμών του. Ως εκ τούτου, ποτέ δεν επεθύμησε ή επεδίωξε κάτι το κοσμικό' δόξες, πλούτη, τιμές ή ο,τιδήποτε άλλο. Αντιθέτως, ένας ήταν ο πόθος κι η λαχτάρα του' να υπηρετεί ισοβίως το Χριστό, διακονώντας στη Μονή του Οσίου Δαβίδ, του οποίου ήταν πιστός υπηρέτης, αλλά και φίλος. Γι' αυτό είχε και μεγάλη παρρησία. Αρκεί να σας αναφέρω πως ο,τιδήποτε κι αν του συνέβαινε, οποιαδήποτε ανάγκη ή προβλήματα κι αν είχε, αμέσως προσέτρεχε στην εικόνα του Οσίου και του μιλούσε με πολλή παρρησία.
Θα σας ιστορήσω ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο μας έλεγε και που δείχνει τόσο την παρρησία του Γέροντος, όσο και την αφοσίωση του στο μοναστήρι.
Προηγουμένως, όμως, θα πρέπει να σας πω ότι η Μονή, η οποία είχε μεγάλη ακμή κατά το παρελθόν, είχε παλαιότερα και μεγάλη κτηματική περιουσία. Κατά καιρούς, όμως, σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και σε άλλες ευκαιρίες, η Μονή έδωσε τα κτήματα της στους ακτήμονες αγρότες, οι οποίοι έφτιαξαν εκεί ολόκληρα χωριουδάκια. Έτσι η Μονή έμεινε με ελάχιστη περιουσία κι έτσι παραμένει μέχρι σήμερα.
Θα σας πω τώρα το περιστατικό. Πήγε, πριν από χρόνια, κάποιος άνθρωπος κι έκοψε δέντρα από ένα μικρό ελαιώνα της Μονής. Το είπαν στο Γέροντα Ιάκωβο, ο οποίος στενοχωρήθηκε -όχι για τον εαυτό του, αυτός έτρωγε κυριολεκτικά σαν πουλάκι- αλλά γιατί με το λάδι, που έβγαζαν απ' αυτό τον ελαιώνα, μπορούσε να διακονεί τους αδελφούς, όπως σας ανέφερα προηγουμένως. Έσπευσε τότε αμέσως στην εικόνα του Οσίου Δαβίδ και του είπε:
Ακουσε να δεις, Όσιε μου Δαβίδ. Εγώ άφησα το σπίτι μου, άφησα τα κτήματα μου, άφησα τους συγγενείς μου, άφησα τα πάντα κι ήρθα εδώ να σε υπηρετήσω. Εσύ πώς επέτρεψες να πάει αυτός ο άνθρωπος και να καταστρέψει κάτι από την περιουσία της Μονής σου; Άκουσε, λοιπόν. Αν μέχρι το απόγευμα, την ώρα του Εσπερινού, δεν μου φέρεις εδώ τον άνθρωπο αυτό, δεν θα τελέσω τον Εσπερινό, δεν θα σου θυμιάσω, δεν θα σου κάνω τίποτε.
Όπως ο ίδιος πολύ χαριτωμένα μας έλεγε, λίγο πριν από την ώρα του Εσπερινού μπήκε στο μοναστήρι ένας άνθρωπος, ο οποίος ζήτησε να δει το Γέροντα. Κι όταν πήγε κοντά του, του ομολόγησε ότι ήταν εκείνος, που έκοψε τα ελαιόδεντρα. Ο δε Γέροντας τον νουθέτησε καταλλήλως.
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό αυτό, πατέρα Γεώργιε. Και πολύ χαρακτηριστική της αγιότητας του ήταν η οικειότητα, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ.
πρ.Γ.Ευ.: Η οικειότητα, που είχε με τους αγίους, ήταν καταπληκτική' τόσο με τον Όσιο Δαβίδ το Γέροντα, όσο και τον Όσιο Ιωάννη το Ρώσσο4, οι οποίοι, θα λέγαμε, ήταν κυριολεκτικά φίλοι του.
Ένα άλλο περιστατικό θα ήθελα επίσης να σας αναφέρω, μια και μιλούμε τώρα γι' αυτή την άμεση επικοινωνία του με τους αγίους.
Όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο της Χαλκίδος κι επρόκειτο να χειρουργηθεί, ευρίσκοντο μέσα στο δωμάτιο του διάφοροι κληρικοί και λαϊκοί. Επρόκειτο να χειρουργηθεί την επομένη ημέρα. Και τότε νοερώς, αλλά με πίστη, είπε: «Όσιε μου Δαβίδ, δεν περνάς από το Προκόπι να πάρεις και τον Όσιο Ιωάννη και να έρθετε εδώ να μου τ. μπαρασταθεΐτε, που θα χειρουργηθώ; Αισθάνομαι την ανάγκη της παρουσίας και της συμπαραστάσεως σας».
Πράγματι, μέσα σε δέκα περίπου λεπτά, όπως ο ίδιος μας έλεγε, εφανίστηκαν στην είσοδο του δωματίου του ο Όσιος Δαβίδ και ο Όσιος Ιωάννης. Μόλις τους είδε ο Γέροντας ανασηκώθηκε στο κρεβάτι τοι. και τους καλωσόρισε λέγοντας:
-Σας ευχαριστώ, που ακούσατε το αίτημα μου κι ήρθατε να με βρείτε εδώ.
Και στους παριστάμενους είπε:
-Δεν σηκώνεστε να χαιρετίσετε τους αγίους, που ήρθαν εδώ;
Οι άλλοι, όμως, δεν τους έβλεπαν, βεβαίως.
Κ.Ι.: Ήταν πραγματικός «συμπολίτης των αγίων» και «οικείος του Θεού».
πρ.Γ.Ευ.: Ακριβώς, ακριβώς. Γι' αυτή δε την παρρησία του ενώπιόν του Οσίου Δαβίδ θα ήθελα να προσθέσω ότι, κάθε φορά που ένας του τηλεφωνούσε -είχε γίνει ευρέως γνωστός και του τηλεφωνούσαν απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, για να ζητήσουν τις πρεσβείες του- ο Γέροντας πήγαινε αμέσως μπροστά στην εικόνα του Οσίου κι άρχιζε να του αναφέρει τα διάφορα προβλήματα, που αντιμετώπιζε ο καθένας που ζητούσε τη βοήθεια του.
Θα μπορούσε, κύριε Ιωαννίδη, ν' αναφερθεί μια σωρεία περιστατικών, που αφορούσαν το Γέροντα Ιάκωβο. Όσα είπα, τα ανέφερα για να λάβετε μια αμυδρά έστω γνώση.
Όλη η ζωή του Γέροντος Ιακώβου ήταν μια ζωή υπομονής και υπακοής και σεβασμού προς τα εκκλησιαστικά πρόσωπα, για τα οποία μιλούσε και προς τα οποία συμπεριφερόταν πάντοτε μ' ένα απέραντο σεβασμό. Κι αυτό, όχι μόνο προς τους αρχιερείς, τους οποίους σεβόταν, αλλά προς όλους τους κληρικούς" και τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους και τους μοναχούς. Πολλές φορές τον έβλεπες πρώτον αυτόν να βάζει μετάνοια και να τους φιλεί το χέρι, καθ' ην στιγμήν ήταν ήδη καθιερωμένος Γέρων και προσέτρεχαν σ' αυτόν και εξομολογούντο πατριάρχες, επίσκοποι, ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί και τόσοι άλλοι. Και τότε αυτός, «ο αγράμματος Ιάκωβος», όπως αποκαλούσε τον εαυτό του, ασκούσε όλη του την ταπείνωση. Ήταν κάτι το συγκλονιστικό.
Είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό σχολείο, αλλά είχε την άνωθεν σοφία. Ήταν, πράγματι, ο σοφός άνθρωπος, ο οποίος είχε την «άνωθεν γνώσιν».
Κ.Ι.: Διότι επορεύθη «αλιευτικώς», όπως λέει ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και όχι «αριστοτελικώς».
πρ.Γ.Ευ.: Ακριβώς, ακριβώς. Καταπληκτικός δε ήταν και ο τρόπος, με τον οποίο διάβαζε εκκλησιαστικά κείμενα, ενώ ο ίδιος δεν είχε διδαχθεί τα αρχαία ελληνικά. Η απαγγελία του ήταν άψογη, όπως και η κατανόηση των ιερών κειμένων, η ερμηνεία και η απόδοση τους.
Κ.Ι.: Είχε τη χάρη του Θεού.
πρ.Γ.Ευ.: Ακριβώς. Χαρακτηριστικές ήσαν επίσης η πτώχεια και η ακτημοσύνη του. Ο ίδιος δεν είχε τίποτε απολύτως, η δε ενδυμασία και η τροφή του ήσαν ευτελέστατες. Γι' αυτό κι ο Θεός του χάρισε όλα αυτά, που του χάρισε και τα οποία ο ίδιος, με τη σειρά του, σκόρπιζε στους ανθρώπους. Ήταν κυριολεκτικά, κατά την έκφραση της Αγίας Γραφής, «ό μηδέν έχων καί τά πάντα κατέχων», διά της χάριτος του Θεού.
Εργάστηκε σκληρότατα όλα τα χρόνια της ζωής του, μέχρις ότου οι διάφορες ασθένειες δεν του επέτρεπαν πλέον τη χειρωνακτική εργασία. Κοιμόταν δε ελάχιστα.
Πολύ χαρακτηριστικό ήταν και το γεγονός ότι, όταν μιλούσε, κάθε λίγο και λιγάκι έλεγε «με συγχωρείτε». Γι' αυτό θα μπορούσε, όπως ο άγιος Νίκων εκλήθη «ο μετανοείτε», έτσι και ο Γέρων Ιάκωβος να κληθεί «ο με συγχωρείτε». Συνεχώς ζητούσε αυτή τη συγγνώμη από τους ανθρώπους, ως απόρροια του τόσο ταπεινού φρονήματος του.
Κ.Ι.: Για το Γέροντα Ιάκωβο ως πνευματικό τι θα είχατε να μας πείτε, πατέρα Γεώργιε;
πρ.Γ.Ευ.: Η εξομολόγηση υπήρξε ο χώρος, στον οποίο κατ' εξοχήν διεκρίθη' ήταν ένας άριστος πνευματικός πατέρας. Εφαρμόζοντας την αρχή της εξατομικεύσεως και βλέποντας την καρδιά του κάθε ανθρώπου, έδινε στον καθένα τις αναγκαίες συμβουλές. Έτσι έγινε αφορμή, ώστε χιλιάδες άνθρωποι, διά της μετανοίας, να επιστρέψουν στην οδό του Χριστού και να οδεύουν σήμερα ακλινώς την οδό αυτή προς τη σωτηρία.
Θα πρέπει δε εδώ ν' αναφέρουμε ότι η κοίμηση του έγινε, ενώ τελούσε το μυστήριο της Εξομολογήσεως' έπεσε κυριολεκτικώς επί των επάλξεων.
     Προείδε μάλιστα το θάνατο του κι είπε σε κάποιο διάκονο από το Άγιον Όρος, ο οποίος είχε πάει στο μοναστήρι του Γέροντος Ιακώβου: «Κάθησε, κάθησε, πάτερ μου, για να με αλλάξεις κιόλας». Πράγματι μετά από λίγες ώρες ανεχώρησε εκ του κόσμου τούτου.
Το μήνυμα της κοιμήσεως του διεδόθη ως αστραπή κι άρχισαν να συρρέουν χιλιάδες άνθρωποι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν νέοι στην ηλικία. Κι έβλεπες πώς όλοι εξεδήλωναν τα αισθήματα τους μπροστά στο φέρετρο, όπου είχε τεθεί το σκήνωμα του Γέροντος, όπου είχε τεθή το σκήνωμα του Γέροντος, ο οποίος είχε ένα πολύ ιλαρό πρόσωπο και φαινόταν σαν να κοιμόταν.
ΚΙ.: Είχα τη σπουδαία ευκαιρία να παρακολουθήσω σε βιντεοκασσέτα την κηδεία του Γέροντος Ιακώβου κι ένιωσα πράγματι συγκλονισμό.
πρ.Γ.Ευ.: Με αξίωσε ο Θεός να συμμετάσχω στην εξόδιο Ακολουθία. Πράγματι ήταν ένα γεγονός συγκλονιστικό, το οποίο θ' άξιζε ν' αναφέρουμε ως κατακλείδα.
Έβλεπες, λοιπόν, όλους αυτούς τους ανθρώπους, που παρήλαυναν ποο του φέρετρου του, να συμπεριφέρονται και να νιώθουν ως να αποχαιρετούσαν με στοργή τον πατέρα τους. Τις ώρες εκείνες σκεπτόμουν ότι ο Γέρων Ιάκωβος είχε σκορπίσει την αγάπη αφειδώς στους ανθρώπους κι ότι οι άνθρωποι αυτοί, που ευεργετήθηκαν από εκείνον, του ανταπέδιδαν την ώρα εκείνη την αγάπη αυτή.
Κάτι άλλο, που είχα σκεφθεί την ημέρα εκείνη, είναι ότι, επειδή ολη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στο Χριστό, στη δόξα του Χριστού, ο Κιριος τον αντεδόξασε' και ενόσω ακόμη ζούσε -διότι πράγματι τα τελευταία χρόνια η φήμη του είχε απλωθεί παντού και χιλιάδες άνθρωποι απ' όλα τα μήκη και πλάτη της γης προσέφευγαν σ' αυτόν, είτε επισκεπτόμενοι το μοναστήρι είτε τηλεφωνώντας του- και μετά την κοίμηση του, οπότε χιλιάδες άνθρωποι συνέρρευσαν στο μοναστήρι, για να προσκυνήσουν το σεπτό σκήνωμα του.
Θα σας πω δε και τούτο, το οποίο πράγματι οι χείρες μου κυριολεκτικώς εψηλάφησαν. Η θερμοκρασία του σώματος του ήταν η φυσιολογική και συγχρόνως το δέρμα του ήταν μαλακό, τρυφερό και εύκαμπτο. Το σκήνωμα του, δηλαδή, ούτε ήταν παγωμένο ούτε είχε τη νεκρική ακαμψία.
Αυτό, που αισθανθήκαμε όλοι την ημέρα της ταφής του και το οποίο συνεχίζουμε να αισθανόμαστε, είναι ότι ο Γέρων Ιάκωβος δεν απέθανε, αλλά ζει και βασιλεύει. Και τώρα, με ιδιαίτερη κι εξαιρετική παρρησία, πρεσβεύει υπέρ ημών στο θρόνο του Θεού.
Κ.Ι.: Θερμότατα σας ευχαριστώ, πατέρα Γεώργιε, για τη μεγάλη αυτή κατάθεση και ομολογία σας για το Γέροντα Ιάκωβο.
πρ.Γ.Ευ.: Ευχαριστώ κι εγώ θερμώς και ζητώ συγγνώμη τόσο από
το μακαριστό Γέροντα, όσο και από τους ακροατές ή αναγνώστες για όσα είπα, διότι με πολύ πτωχά λόγια μπόρεσα να παρουσιάσω την προσωπικότητα του. Ας θεωρηθούν όσα είπα ως μία νύξη για μια βαθύτερη γνώση της προσωπικότητος του Γέροντος Ιακώβου. Κι επειδή, όπως μας λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, η αρίστη τιμή προς τους αγίους είναι η μίμησις των αγίων, ας αποτελέσει η ζωή του μακαριστού Γέροντος πρότυπο και για όλους εμάς. Επιπλέον δε οι προσευχές και οι ικεσίες του ενώπιον του θρόνου του Θεού να ενισχύουν όλους μας στην πορεία μας προς τη σωτηρία.
1. Ο Όσιος Δαβίδ ασκήτευσε στην πατρίδα του Εύβοια το δέκατο έκτο αιώνα. Διήλθε το βίο του με κόπους, αγρυπνίες, νηστείες, δεήσεις και προσευχές. Τον προσονόμαζαν Γέροντα. Ίδρυσε τη Μονή της Λίμνης, όπου είναι θησαυρισμένα τα τίμια λείψανα του. Δοξάστηκε από το Θεό ως πιστός δούλος και υπηρέτης άριστος του Χριστού,κάμνοντας θαύματα σε πιστούς και άπιστους, προς δόξαν Θεού. Η μνήμη του επιτελείται την 1η Νοεμβρίου.
2. Κατά μετάφραση Παναγιώτη Τρεμπέλα: «Ως πρόξενον τελείας χαράς θεωρήσετε, αδελφοί μου, όταν πέσετε μέσα είς δοκιμασίαν και θλίψεις διαφόρους. Θα χαίρετε δε είς τας θλίψεις και τους πειρασμούς αυτούς, όταν έχετε την γνώσιν, ότι το να δοκιμάζεται η πίστις σας δια των θλίψεων δημιουργεί, ως αποτέλεσμα ασφαλές και πλήρες, σταθεράν υπομονήν».
3. Μεταφράζει και πάλι ο αείμνηστος Παναγιώτης Τρεμπέλας: «Αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλον, δια να μη αποδοκιμασθώ και αποδειχθώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος, που εκήρυξα είς άλλους και με την ιδικήν μου προτροπήν και διδασκαλίαν έλαβαν αυτοί το βραβείον».
4. Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος, γεννημένος στην Ουκρανία, αγωνίστηκε ασκητικά στο Προκόπιο της Μικράς Ασίας. Αιχμάλωτος πολέμου, υπέστη βασανιστήρια από τους Τούρκους. Θαυματουργούσε ήδη ευρισκόμενος στη ζωή. Εκοιμήθη το 1730, σε ηλικία σαράντα ετών. Το τίμιο λείψανο του, ολόσωμο, είναι θησαυρισμένο από το 1924 στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας. Η μνήμη του επιτελείται στις 27 Μαίου.
 

Συνομιλητής: πρεσβύτερος Χριστόδουλος Δημητρίου
Κ.Ι.: Το Γέροντα Ιάκωβο είχε τη μεγάλη ευλογία από το Θεό να γνωρίζει πολύ καλά και ο συμπατριώτης μας ιερέας πατήρ Χριστόδουλος Δημητρίου, από την κατεχόμενη υπό του Τούρκου εισβολέως πόλη της Αμμοχώστου, πρόσφυγας σήμερα στο χωριό Αυγόρου.
πρ.Χ.Δ.: Ο Γέρων Ιάκωβος γεννήθηκε στις 5 Νοεμβρίου του 1920 στο Λίβισι Μάκρης της Μικράς Ασίας. Κατά τη Μικρασιατική καταστροφή ήταν μόλις δύο χρόνων όταν, μαζί με τη μητέρα του Θεοδώρα και τα δυο αδέλφια του, τον Γεώργιο και την Αναστασία, είχε τη σκληρή εμπειρία της προσφυγοποίησης. Ο πατέρας του έμεινε αιχμάλωτος στα χέρια των Τούρκων.
Από τον Πειραιά, όπου κατόρθωσαν ν' αποβιβαστούν, ξεκινούν για το άγνωστο και φτάνουν στο χωριό Άγιος Γεώργιος. Το 1925 τον βρίσκουμε στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας, όπου, σύμφωνα με τις διηγήσεις του ιδίου, που είχα την τιμή ν' ακούσω από το στόμα του, ζούσαν σ' ένα χαμόσπιτο. «Σαν γύφτοι είμαστε τότε», έλεγε ο ίδιος.
Το 1927 ο πατέρας του ελευθερώνεται από τους Τούρκους και πηγαίνει να συναντήσει την οικογένεια του. Ήταν οικοδόμος και στην εργασία του τον συνόδευε πάντα ο Γέρων Ιάκωβος, ο οποίος, παρόλο που ήταν πολύ ευφυής, τέλειωσε μόνο το δημοτικό σχολείο, διότι έπρεπε να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του. Εργαζόταν μέχρι τα εικοσιοκτώ του χρόνια, ενώ, όπως ο ίδιος έλεγε, παιδιόθεν είχε μέσα του την κλίση προς τον μοναχισμό. Κι από τις αφηγήσεις του αντιλαμβάνεται ένας ότι ο μακαριστός Γέρων ήταν εκ κοιλίας μητρός προορισμένος να γίνει άγιος.
Όπως ο ίδιος μου διηγόταν, η μητέρα του ήταν μια ευλαβέστατη γυναίκα" ο ίδιος την αποκαλούσε οσία γυναίκα. Είχε μάθει τα παιδιά της να τηρούν τις νηστείες και να πηγαίνουν στην εκκλησία. Όπως ο ίδιος ο Γέροντας έλεγε χαριτολογώντας, όταν κάποια φορά που ήταν παιδί δυσανασχέτησε, επειδή πάλι έβρεχε, η μητέρα του έκανε παρατήρηση στον «Ιακωβάκο» της, όπως τον αποκαλούσε, λέγοντας του: «Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει. Εμείς δεν λέμε τίποτε" μόνο προσευχόμαστε».
Όταν ήταν μικρός, πήγαινε κρυφά τα βράδυα και προσευχόταν σ' ένα ερειπωμένο εκκλησάκι, που ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή. Εκεί είχε την υπέροχη ευλογία να του παρουσιαστεί μια νύκτα η ίδια η Αγία Παρασκευή, η οποία του είπε ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει, ό,τι ήθελε, να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του. Ο πατήρ Ιάκωβος, ο οποίος πάντοτε έκαμνε υπακοή στη μητέρα του, είπε στην Αγία Παρασκευή: «Πρέπει να ρωτήσω τη μητέρα μου. Δεν γίνεται να τη ρωτήσω πρώτα και μετά να σου πω;»
Όντως ρώτησε τη μητέρα του κι εκείνη του απάντησε: «Παιδί μου, μια καλή τύχη να σου δώσει η Αγία Παρασκευή». Έτσι το άλλο βράδυ ζήτησε από την Αγία Παρασκευή μια καλή τύχη. Και του απάντησε η Αγία: «Θα σου δώσω τύχη, που θα τη ζηλέψουν και βασιλιάδες και πατριάρχες και άρχοντες της γης».
Κ.Ι.: Όπως κι έγινε.
πρ.Χ.Δ.: Μάλιστα. Ο ίδιος, όμως, μέσα στη μεγάλη ταπείνωση που πάντα τον διέκρινε, αλλιώς τοποθετούσε το θέμα. Μια μέρα μας είπε: «Και μήπως δεν μου έδωσε η Αγία Παρασκευή εκείνο, που μου υποσχέθηκε; Μου έδωσε την ιερωσύνη. Μου έδωσε τη χάρη να βρίσκομαι στο άγιο αυτό μέρος, να είμαι μαζί με τον Όσιο Δαβίδ».
Στα εικοσιοκτώ του χρόνια ο πατήρ Ιάκωβος πηγαίνει να κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Οι συστρατιώτες του χρησιμοποιούσαν το δικαίωμα εξόδου «προς ασωτίαν», όπως μας έλεγε ο ίδιος, ενώ εκείνος έτρεχε στην πλησιέστερη εκκλησία, για να λειτουργηθεί, να ψάλλει και να μιλήσει με τους ιερείς.
Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας είχε να εκπληρώσει ακόμη μια υποχρέωση του, πριν πραγματοποιήσει το μεγάλο πόθο του να γίνει μοναχός. Η μητέρα του, προτού αποθάνει, τον είχε παρακαλέσει να μην πάει σε μοναστήρι, πριν παντρέψει την αδελφή του. Με την αποστράτευση του, λοιπόν, παντρεύει την αδελφή του και ως έλα-φος ξεκινά να βρει την πηγή.
Σε μια από τις περιοδείες του περνά και από το μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ. Κι όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν είναι τυχαία που βρέθηκε εκεί, αλλά γιατί προοριζόταν να μπει σ' αυτό το μοναστήρι και να μείνει εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του.
Βρισκόμαστε στο έτος 1952 κι ο πατήρ Ιάκωβος πηγαίνει, όπως είπαμε, να προσκυνήσει στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ, το οποίο τότε ήταν χαλασμένο. Του άνοιξε την πόρτα ένας μοναχός. Μπήκε μέσα ο πατήρ Ιάκωβος, προσευχήθηκε, προσκύνησε και ξεκίνησε να φύγει. Σκέφτηκε, όμως, να ευχαριστήσει προηγουμένως το μοναχό, που του είχε ανοίξει τη θύρα. Έψαξε, αλλά δεν βρήκε κανένα. Οπότε βλέπει μια εικόνα του Οσίου Δαβίδ, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε το μοναχό που του είχε ανοίξει την πόρτα.
Κ.Ι.: Του είχε ανοίξει, δηλαδή, ο ίδιος ο Όσιος Δαβίδ.
πρ.Χ.Δ.: Μάλιστα. Είδε οφθαλμοφανώς τον Όσιο Δαβίδ, ο οποίος μάλιστα, όπως μας αφηγείτο ο Γέρων Ιάκωβος, του είπε: «Αν μείνεις εδώ και τηρήσεις παρθενία, ακτημοσύνη και υπακοή, θα μείνεις στη Μονή μέχρι το τέλος του βίου σου, θα περάσουν από τα χέρια σου πάρα πολλά χρήματα, από τα οποία εσύ δεν θα πάρεις τίποτε και θα σ' ευλαβούνται πατριάρχες, αρχιερείς και άρχοντες της γης».
Κι όντως έτσι έγινε. Αλλά και ο Γέρων Ιάκωβος από πλευράς του, όχι μόνο κράτησε τις αρετές που του είχε ζητήσει ο Όσιος Δαβίδ, αλλά πολλά άλλα χαρίσματα ανέπτυξε, ένα από τα οποία ήταν η άκρα ταπείνωση.
Στο σημείο αυτό και προτού προχωρήσουμε παρακάτω, θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση και να σας πω ότι γνώρισα μια κυρία στη Λίμνη της Εύβοιας, η οποία, όπως μου είπε, θυμόταν το Γέροντα Ιάκωβο να κτίζει και να βάφει το μοναστήρι μόνος του, στην προσπάθεια του να διορθώσει το μοναστήρι.
Κ.Ι.: Όπως μαρτυρούν αυτοί, που τον γνώρισαν, ο Γέρων Ιάκωβος είχε και το διορατικό χάρισμα. Πώς είδατε σεις, πατέρα Χριστόδουλε, να εκδηλώνεται το χάρισμα του αυτό;
πρ.Χρ.Δ.: Μόλις σ' έβλεπε, αναγνώριζε το πρόβλημα σου ή την αμαρτία σου, χωρίς εσύ να προλάβεις να του μιλήσεις γι' αυτά. Ήλεγχε δε με πολύ διακριτικό τρόπο. Συνήθως διηγείτο μια ιστορία, είτε από τη δική του ζωή είτε από τη ζωή της μητέρας του ή κάποιου άλλου. Κατ' αυτό τον τρόπο εκείνος, ο οποίος είχε διαπράξει κάτι για το οποίο ήθελε να τον ελέγξει, ακούοντας τη συγκεκριμένη ιστορία, καταλάβαινε ότι αφορούσε εκείνον, ενώ οι άλλοι παρευρισκόμενοι δεν έπαιρναν είδηση περί τίνος επρόκειτο. Οι ιστορίες του ήταν όλες πολύ χαριτωμένες, στα δε λόγια του συνεχώς πρόσθετε τη φράση «με συγχωρείτε», την οποία έλεγε με τέτοια ευγένεια και τέτοια γλυκύτητα, που πραγματικά έρρεε μέλι από το στόμα του.
Ο Γέρων Ιάκωβος έκρυβε επιμελώς το διορατικό του χάρισμα, γι' αυτό και μιλούσε παραβολικώς. Θα σας αφηγηθώ ένα χαρακτηριστικό περιστατικό.
Πήγα μια φορά στο Γέροντα Ιάκωβο μαζί μ' ένα φοιτητή. Στο δρόμο ο νέος αυτός έκανε κάποιες απροσεξίες και κοιτούσε πονηρά. Αυτό, φυσικά, δεν το γνώριζα εγώ' μόνο ο ίδιος το ήξερε. Αργότερα, ενώ μιλούσαμε με το Γέροντα Ιάκωβο, ο μακαριστός Γέρων στράφηκε προς το φοιτητή και του είπε:
-Παιδί μου, αυτό το μάτι μου είναι πολύ πονηρό. Αρέσκεται να βλέπει σκηνές άπρεπες. Πολλές φορές προσεύχομαι στον Όσιο Δαβίδ ν' απομακρύνει αυτή τη πονηρία από τον οφθαλμό μου και να μου δώσει ταπεινό φρόνημα.
Οπότε βλέπω το φοιτητή να σηκώνεται, ενώ εμείς δεν είχαμε καταλάβει τίποτε, να πηγαίνει προς το Γέροντα Ιάκωβο -είμαστε στην τραπεζαρία όταν μας μιλούσε- να παίρνει το χέρι του, να το ασπάζεται και να του λέει: «Συγχώρησέ με, πατέρα Ιάκωβε, γι' αυτό που έκανα, συγχώρησε με». Του είπε τότε ο Γέρων Ιάκωβος: «Παιδί μου, ο Θεός, με τις ευλογίες του Οσίου Δαβίδ, συγχωρεί. Να είσαι πιο προσεκτικός». Κι άρχισε να τον νουθετεί περί της προσοχής των οφθαλμών.
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο περιστατικό αυτό.
πρ.Χρ.Δ.: Το επόμενο, που θα σας αφηγηθώ, αφορά εμένα τον ίδιο προσωπικά. Για μένα ο Γέρων Ιάκωβος ήταν πατέρας. Έτσι, δυο φορές του είχα ζητήσει να βγάλουμε μια φωτογραφία μαζί, ως ενθύμιο. Αλλά κάθε φορά μου έλεγε, λόγω της μεγάλης ταπείνωσης του: «Τι να την κάνεις τη φωτογραφία; Ποιος είμαι εγώ, για να βγάλεις φωτογραφία μαζί μου»; Την τρίτη φορά, που του διατύπωσα ξανά την ίδια επιθυμία -είμαστε έξω στον κήπο της Μονής, τον οποίο υπεραγαπούσε- μου είπε πάλι: «Παιδί μου, ποιος είμαι εγώ ο ανάξιος, που θέλεις να μ' έχεις στη φωτογραφία; Είμαι και κουρασμένος τώρα. Θα βγάλουμε κάποτε μια φωτογραφία».
Εγώ, κύριε Ιωαννίδη, πικράθηκα. Κι έκανα τις εξής σκέψεις: «Ποιος είσαι εσύ, που θα βγάλεις φωτογραφία μ' ένα άγιο; Ποιος είσαι εσύ, που θα καυχάσαι ίσως κάποτε ότι φωτογραφήθηκες μαζί μ' ένα άγιο»; Αυτές κι άλλες σκέψεις έκαμνα κι ήμουν πράγματι πολύ πικραμένος, τόσο πικραμένος, που δάκρυσα.
Ο Γέρων Ιάκωβος ο οποίος είχε ήδη αρχίσει ν' ανεβαίνει τη σκάλα προς το κελί του, σταμάτησε, γύρισε πίσω και μου είπε:
-Πάτερ Χριστόδουλε, αυτά που σκέφτεσαι είναι λάθος. Έλα να βγάλουμε φωτογραφία, να μην επιστρέψεις πικραμένος στην Κύπρο και να λες ότι ο πατήρ Ιάκωβος δεν σ' αγαπά. Κι όχι μια φωτογραφία να βγάλουμε, αλλά και δυο και τρεις.
Έτσι βγάλαμε μαζί φωτογραφίες, οι οποίες τώρα είναι για μένα μια ευλογία.
Κ.Ι.: Όπως είναι γνωστό, ο Γέρων Ιάκωβος είχε μεγάλη παρρησία στον Όσιο Δαβίδ. Μήπως θα είχατε να μας αναφέρετε κάτι σχετικό μ' αυτό το θέμα;
πρ.Χρ.Δ.: Ναι, ήταν πολύ μεγάλη η παρρησία του στον Όσιο Δαβίδ, στον οποίο μιλούσε «ενώπιος ενωπΐω», κατά τη γνωστή έκφραση της Αγίας Γραφής. Ήταν σαν να μιλούσε στον αδελφό του, στο φίλο του. Ήταν πολύ μεγάλη η οικειότητα, με την οποία μιλούσε στον Όσιο Δαβίδ. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό, που θα σας αναφέρω τώρα.
Είχαν καλέσει το Γέροντα Ιάκωβο σ' ένα χωριό, να κάνει μια λιτανεία με τη θαυματουργική κάρα του Οσίου Δαβίδ, για να βρέξει.
Προτού ξεκινήσει για το χωριό, πήγε μπροστά στην εικόνα του Οσίου και του είπε τα εξής:
-Σε παρακαλώ, τώρα που θα πάμε στο χωριό να μπουμπουνίσεις, Όσιε μου. Μη με προσβάλεις.
Τόση ήταν η παρρησία του στον Όσιο Δαβίδ, που μας έλεγε: «Εγώ τα λέω στο αυτί του Οσίου κι αυτός μου ανοίγει απευθείας γραμμή με τον Κύριο».
Κ.Ι.: Είναι θαυμάσιο αυτό.
πρ.Χρ.Δ.: Το πνευματικό μεγαλείο του Γέροντος Ιακώβου φαινόταν κυρίως στη Θεία Λειτουργία και στην Εξομολόγηση. Όταν λειτουργούσε, ήταν ένας άγγελος. Όταν εξομολογούσε, ήταν ένας αληθινός πατέρας, που αγαπούσε τα παιδιά του υπεράνω και του εαυτού του. Στη διάρκεια της Εξομολόγησης έβλεπες πράγματι την οσιότητά του. Ουδέποτε έθιξε άνθρωπο και ουδέποτε -ας γραφτεί με κεφαλαία γράμματα αυτό- πίκρανε άνθρωπο. Δίκαια, λοιπόν, τον ονόμασαν πολλοί «ο Γέρων Ιάκωβος ο γλυκύς».
Κ.Ι.: Μια από τις πιο γνωστές αρετές του Γέροντος Ιακώβου ήταν η ελεημοσύνη. Σύμφωνα δε με τα λόγια του Κυρίου μας, «μακάριοι οί ελεήμονες, ότι αυτοί έλεηθήσονται».
πρ.Χ.Δ.: Ο Γέρων Ιάκωβος διέκρινε ποιοί από τους επισκέπτες της Μονής είχαν οικονομικές δυσκολίες. Τους φώναζε τότε ιδιαιτέρως, τους έδινε χρήματα και τους ζητούσε να μη το πουν σε κανένα. Δεν ήθελε ποτέ να γίνονται γνωστές οι ελεημοσύνες, που έκανε.
Κ.Ι.: Ήταν άλλωστε τόσο ταπεινός.
πρ.Χρ.Δ.: Όταν κάποτε μας περιέγραφε διάφορες ταλαιπωρίες, που είχε από τις ασθένειες του, κάποιος απ' αυτούς που είμαστε εκεί, ένας νεαρός, έκανε την εξής σκέψη: «Αυτός που έχει τόση παρρησία στον Όσιο Δαβίδ, ο οποίος κάμνει τόσα θαύματα, πώς γίνεται να υποφέρει από τόσες ασθένειες; Γιατί δεν τον θεραπεύει ο Όσιος»;
Ο Γέρων Ιάκωβος, διορατικός, διάβασε αμέσως τη σκέψη εκείνου του νέου και του είπε: «Παιδί μου, ο Θεός επιτρέπει να ταλαιπωρηθεί το σαρκίον μου, το οποίο επί εβδομήντα τόσα χρόνια φέρω, για ένα και μόνο λόγο' για να ταπεινωθώ».
Ποιος μιλούσε για ταπείνωση! Ο ταπεινός. Σημειώστε δε ότι στις ασθένειες του πάντοτε έλεγε: «Ζη Κύριος ο Θεός μου».
Όπως ο κάθε άγιος βλέπει πολύ πιο μπροστά απ' ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, έτσι και ο Γέρων Ιάκωβος προείδε την κοίμηση του.
Ήταν η 21η Νοεμβρίου 1991, η ημέρα που τιμούμε τα Εισόδια της Θεοτόκου. Ο Γέρων Ιάκωβος, αδιάθετος ων, δεν τέλεσε τη Θεία Λειτουργία. Έψαλλε, όμως, και κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Μετά τη Θεία Λειτουργία άρχισε να εξομολογεί.
Την ημέρα εκείνη γινόταν η χειροτονία ενός αδελφού της Μονής και ο Γέρων Ιάκωβος με χαρά περίμενε να μάθει νέα από τη χειροτονία.
Προϊούσης της ημέρας, αφού εξομολογούσε συνεχώς, αισθάνθηκε την ανάγκη να πάει να ξεκουραστεί. Ο τελευταίος, που εξομολόγησε, ήταν ένας αγιορείτης μοναχός, ο οποίος μετά την Εξομολόγηση θα έφευγε από τη Μονή. Ο Γέρων Ιάκωβος, όμως, του είπε:
-Σε παρακαλώ, μείνε, διότι θα σε χρειαστώ το απόγευμα. Πρέπει να μ' αλλάξεις, να μ' ετοιμάσεις.
Στις τέσσερις το απόγευμα, την ώρα ακριβώς που περνούσαν την πύλη της Μονής οι μοναχοί, που είχαν πάει για τη χειροτονία, ο Γέρων Ιάκωβος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο. Μετέβη είς κόλπους Αβραάμ, απ' όπου με παρρησία -είμαστε σίγουροι γι' αυτό όλοι όσοι τον γνωρίσαμε- πρεσβεύει στο Θεό για τα πνευματικά παιδιά του και για τον κόσμο όλο.
Είναι γεγονός και ευρέως γνωστό ότι ο Γέρων Ιάκωβος, ενόσω ακόμη ήταν εδώ στη γη μαζί μας, θαυματουργούσε με τη δύναμη και την καθαρότητα της προσευχής του. Αλλά και αμέσως μετά την κοίμηση του άρχισε να πραγματοποιεί νέα θαύματα.
Ο Γέρων Πορφύριος, ο άλλος πνευματικός γίγας της Ορθοδοξίας του εικοστού αιώνα, είπε την ημέρα της κοίμησης του Γέροντος Ιακώβου: «Εκοιμήθη ο Γέρων Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε το διορατικό και το προορατικό χάρισμα, τα οποία έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται ο ίδιος».
Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος,
Επίκουρος Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κ.Ι.: Κύριε Παπαζάχο, ανάμεσα στους άλλους Μεγάλους Γέροντες των ημερών μας, που γνωρίσατε, ήταν κι ένας γίγας του ασκητισμού, ο Γέρων Ιάκωβος Τσαλίκης.
Γ.Π.: Το Γέροντα Ιάκωβο, όπως και το Γέροντα Πορφύριο, τον γνώριζε όλη η Ελλάδα. Την ημέρα της κηδείας του, όπως πηγαίναμε στην Εύβοια, ακούγαμε τα ραδιόφωνα, που μιλούσαν συνεχώς γι' αυτόν κι ήταν το κάτι άλλο. Χιλιάδες ήταν οι άνθρωποι, που πήγαν στην κηδεία του, την οποία πραγματικά δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Κ.Ι.: Σεις πώς τον γνωρίσατε;
Γ.Π.: Είχε έρθει στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Αθηνών για τα προβλήματα, που είχε με την καρδιά του. Μόλις έμαθα ότι ήταν εκεί, πήγα να τον δω. Ήταν η μέρα, που τον είχαν μετακινήσει από τη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης σ' ένα δωμάτιο με τρία κρεβάτια κι ένα ράντζο, πάνω στο οποίο είχαν βάλει το Γέροντα Ιάκωβο.
Η πρώτη εντύπωση μου μόλις τον είδα είναι κάτι, που δεν περιγράφεται. Αν σας πω ότι ο άνθρωπος αυτός ακτινοβολούσε, θα είναι λίγο. Η μορφή του ήταν το κάτι άλλο' πράγματι ακτινοβολούσε.
Την ώρα, που μπήκα στο δωμάτιο του, ήταν εκεί οι γιατροί, που έκαναν την καθημερινή επίσκεψη τους στους θαλάμους των ασθενών. Κατά σύμπτωση οι γιατροί εκείνοι ήσαν πρώην φοιτητές μου στο Πανεπιστήμιο. Έτσι, μόλις με είδαν, ήρθαν κοντά μου και με ενημέρωσαν για την κατάσταση της υγείας του Γέροντα. Όταν τελείωσαν κι έφυγαν οι γιατροί, πήγα και κάθησα δίπλα στο Γέροντα Ιάκωβο, ο οποίος, μόλις με είδε, μου είπε το εξής, το οποίο μ' έκανε πραγματικά ν' ανατριχιάσω, γιατί ήταν κάτι, που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ:
-Δεν σε ξέρω. Πρώτη φορά σε βλέπω. Αλλά βλέπω ότι πίσω σου
στέκεται ο άγγελος σου. 
Με συγκλόνισε κυριολεκτικά αυτό, που μου είπε. Δεν το λέγω για υπερηφάνεια. Και πρόσθεσε:
-Όλοι οι άνθρωποι έχουν άγγελο. Αλλά το δικό σου τον είδα. Πρόσεξε να μη τον διώξεις από κοντά σου.
Ανατριχιάζω ολόκληρος κάθε φορά, που το σκέφτομαι, το ίδιο όπως την ώρα εκείνη. Κι ολοκλήρωσε ο Γέρων Ιάκωβος:
-Αυτός ο άγγελος έχει κατονομασθεί την ημέρα της βαπτίσεώς σου. Από την ημέρα της βαπτίσεώς σου σε συνοδεύει και δεν πρέπει να φεύγει από κοντά σου. Είναι αυτός, ο οποίος τελικά θα πάρει την ψυχή σου στα χέρια του και θα την οδηγήσει την ημέρα της Κρίσεως. Κι όταν θα έρχονται οι δαίμονες και θα λένε «αυτός έκανε εκείνο, έκανε το άλλο, διέπραξε αυτή την αμαρτία και την άλλη», τότε ο άγγελος σου θα λέει «ναι, τα έκανε αυτά, αλλά ταυτόχρονα έκανε κι αυτό το καλό, έκανε και το άλλο καλό». Αυτός είναι ο δικηγόρος, που θα σε υποστηρίξει. Πρόσεξε, λοιπόν, να μη τον απομακρύνεις. Τον είδα να είναι κοντά σου.
Από εκείνη την ώρα, ουδέποτε σταμάτησα να έχω την αίσθηση ότι δίπλα μου υπάρχει ένας άγγελος, ο δικός μου, προσωπικός άγγελος. Αυτό είναι ένα μέγα μήνυμα προς όλους όσους βαπτιστήκαμε Ορθόδοξοι χριστιανοί.
Κ.Ι.: Αληθινά εντυπωσιακή εμπειρία αυτή, κύριε Παπαζάχο' να δει ο Γέρων Ιάκωβος το φύλακα άγγελο σας.
Γ.Π.: Όταν έβλεπες το Γέροντα Ιάκωβο είχες την αίσθηση ότι ήταν άλλου κόσμου, ότι μιλούσε μεν για τα προβλήματα σου, αλλά με μια άλλη προοπτική. Καταλάβαινες ότι, όντας δίπλα σου, ζούσε κάπου αλλού. Κι αυτό σε γέμιζε μ' ένα αίσθημα πανηγύρεως.
Κ.Ι.: Ήταν απ' αλλού φερμένος.
Γ.Π.: Και σου μετέδιδε ότι κι εσύ είσαι για αλλού πλασμένος, ότι δεν είσαι για εδώ.

Συνομιλητής: Αρχιμ. Παύλος Ιωάννου
Κ.Ι.: Σήμερα έχουμε την ευλογία από το Θεό να έχουμε μαζί μας τον Αρχιμανδρίτη Παύλο Ιωάννου, της Ιεράς Μητροπόλεως Ευβοίας, ο οποίος είχε τη μεγάλη ευλογία να γνωρίζει για είκοσι τόσα χρόνια τον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη, ο οποίος έζησε στη Μονή του Οσίου Δαβίδ στην Εύβοια.
Σας καλωσορίζω πατέρα Παύλο και ξεκινάμε αμέσως από την πρώτη σας γνωριμία και τις πρώτες σας εντυπώσεις από το Γέροντα.
Αρχ.Π.: Πραγματικά, ο Γέροντας με την όλη του παρουσία έχει σφραγίσει τη ζωή μας.
Τον θυμάμαι από παιδάκι ακόμα όταν μαθητής των Κατηχητικών Σχολείων πηγαίναμε εκδρομές. Η ανάμνηση που μ' έχει μείνει από κείνην την παιδική ηλικία είναι ότι, όταν έβγαινε να μας προϋπαντήσει, είχες την αίσθηση ότι πιο πολύ πετούσε παρά περπατούσε.
Στη συνέχεια όταν με τη χάρη του Θεού χειροτονήθηκα κληρικός και τοποθετήθηκα στην περιφέρεια του ως περιφερειακός επίτροπος, από την πρώτη κιόλας χρονιά ηθέλησα, στη μνήμη του οσίου Δαβίδ που είναι την 1η Νοεμβρίου, ως διάκονος ακόμα να πάω να λειτουργήσω στον Όσιο Δαβίδ. Από τότε και για 20 ολόκληρα χρόνια, τον έζησα από κοντά και γνώρισα προσωπικά τη ζωή του, αλλά, και άκουσα τους ανθρώπους που τον είχαν γνωρίσει.
Η πρώτη μου εντύπωση ήτανε ένας συγκλονισμός. Όταν νεαρότατος διάκονος, μόλις μηνών χειροτονημένος, πήγα να του φιλήσω το χέρι και να πάρω την ευχή του, εκείνος επέμενε να φιλήσει το δικό μου χέρι και δεν ησύχασε πραγματικά, παρά μόνον όταν συνέβη και τότε μου είπε, κι εγώ έμεινα άφωνος: «τώρα είσαι καλός μοναχός γιατί έκανες υπακοή».
Κ.Ι.: Ήταν ένα δείγμα της ταπείνωσης του.
Αρχ.Π.: Ένα δείγμα της ταπείνωσης που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σε όλη του τη ζωή. Όποιος είχε μια προσωπογραφία του ταπεινού η αναστροφή του με τον πατέρα Ιάκωβο μπορούσε να τον βοηθήσει να το καταλάβει καλά, γιατί, δεν ταπεινολογούσε, ήταν όντως ταπεινός.
Πρώτα πρώτα δεν εξομολογούσε. Πολλές φορές έπεφτε γονατιστός κάτω στο έδαφος. Κάποτε κάποιος τον ρώτησε: «γιατί πάτερ» η απάντηση του ήταν: «μα παιδί μου, άνθρωποι μεγάλοι, σπουδαίοι, έρχονται σε μένα το χωρικό για να εξομολογηθούνε. Εγώ δεν είμαι τίποτα». Γι' αυτό ακριβώς έπεφτε έμπρακτα κάτω και γονάτιζε.
Επίσης, θυμάμαι τον είχαμε καλέσει στο δικό μας μοναστήρι, τον Άγιο Γεώργιο Αρμα, που είναι κι αυτό στην Εύβοια. Ήταν τότε ηγούμενος ο πατήρ Γεώργιος Καψάνης. Μας απήντησε πάλι με μια φράση που μας αιφνιδίασε: «Πατέρες, εγώ είμαι ψόφιο σκυλί, τί νάρθω να κάνω σε σας να μολύνω τον αέρα;»
Κ.Ι.: Σε σας το είπε; Είναι γνωστή αυτή η φράση του.
Αρχ.Π.: Ναι, σε μας το είπε και τόλεγε βέβαια κι άλλες φορές.
Κ.Ι.: Γιατί τόλεγε;
Αρχ.Π.: Είχε αυτή την αίσθηση ότι όντως δεν είναι τίποτα.
Να σας πως και κάτι ακόμα. Επειδή, γενικά, τα νέα παιδιά πολύ τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν και πολλές φορές, με τα παιδιά των κατηχητικών, τους φοιτητές, πηγαίναμε στο μοναστήρι, είπα στα παιδιά μόλις είχαμε φύγει: «ρε παιδιά, βλέπετε όλοι τον τιμάμε, τον σεβόμαστε, τί νάχει κάνει στη ζωή του και νάχει τόση χάρη πάνω του;». Τα παιδιά είπαν: «να ρωτήσουμε». Τους είπα: ξέρετε, τον ρώτησα κάποτε τί σπουδαίο έκανε στη ζωή του. Με κοίταξε απορημένος και μου λέει: «εγώ, πάτερ μου, δεν έκανα τίποτα, είμαι ένα ψόφιο σκυλί».
Ποτέ του δεν διανοήθηκε να βάλει το δικό του θέλημα μπροστά στο θέλημα του Θεού.
Κ.Ι.: Αυτό είναι πολύ σημαντικό και το πιο σημαντικό, επίσης, είναι ότι αναγνώριζε την χοϊκότητά του. Εμείς δεν την αναγνωρίζουμε και νομίζουμε ότι είμαστε καμωμένοι από κάποια πολύτιμα υλικά και δεν ξέρω τί. Με το ψόφιο σκυλί που έλεγε, μήπως έκανε κάποιες συγκρίσεις για να νιώθει έτσι; Ίσως, με την Παναγία, με κάποιους άλλους αγίους;
Αρχ. Π.: Κοιτάχτε, ο πατήρ Ιάκωβος, όντας στο μοναστήρι του Οσίου Δαβίδ ποτέ δε θεώρησε ο,τιδήποτε συνέβαινε στο μοναστήρι ότι ήταν δικό του έργο και όσοι περνούσαν από εκείνο ξέρανε και το βλέ-παν. Δεν ήταν μια ταπεινολογία. Το έλεγε πάρα πολλές φορές: «παιδί μου, εδώ ηγούμενος είναι ο όσιος Δαβίδ».
Ξέρετε, πολλές φορές δεν ήθελε να σταθεί στο μέσο της Αγίας Τράπεζας για να λειτουργήσει. Αισθανόταν ένα δέος, πήγαινε στη γωνία. Επίσης, όταν συνέβαινε, που και σε όλους εμάς που ήμαστε πολύ νεότεροι από εκείνον να πάμε στο Μοναστήρι, ποτέ, μα ποτέ, δεν μας άφησε να σταθούμε δίπλα. Ήθελε εμείς να προστούμε και όχι εκείνος. Του λέγαμε: «Γέροντα, μα δεν είναι δυνατόν, είσαστε ο ηγούμενος της
Μονής». «Παιδί μου, παιδί μου, όχι, εδώ ηγούμενος είναι ο όσιος Δαβίδ».
Αυτό δεν ήταν μια τεχνική, ένα θέατρο, ήταν κάτι που πήγαζε από μέσα του. Αυτή την αίσθηση είχε και πραγματικά η σύγκριση του ήταν με την Παναγία, με τον άγιο Δαβίδ, με όλους του αγίους, με τον όσιο Ιωάννη τον Ρώσσο, στον οποίο είχε ιδιαίτερη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη και θα έλεγα, ιδιαίτερη επικοινωνία. Αυτό τον έκανε να έχει αληθινά ταπεινό φρόνημα, που φαινότανε στην όλη του αναστροφή.
Κ.Ι.: Πατέρα Παύλο, αναφερθήκαμε στον όσιο Δαβίδ, στον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο. Έχω την εντύπωση ότι ο Γέροντας ζούσε μαζί τους συνεχώς, δεν ήταν δηλαδή αόρατοι για κείνον, ήταν ορατοί, δηλαδή, είχε αισθητή την παρουσία τους. Νομίζω, εσείς, μπορείτε να μας πείτε κάτι επ' αυτού.
Αρχ.Π.: Κατ' αρχήν, ο πατήρ Ιάκωβος όντως ζούσε μαζί με τους αγίους και αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ζωής του. Ζούσε με τους αγίους, συνομιλούσε μαζί τους, τους έβλεπε. Κάποτε, είχε μια παρρησία μαζί τους, η οποία μας ξάφνιαζε. Δεν ξέρω, εάν έχετε υπόψη ένα περιστατικό όπου κάποτε κάποιος έκοψε 30 ελιές από τον ελαιώνα της μονής. Τότε ο πατήρ Ιάκωβος πήγε μπροστά στην εικόνα του αγίου Δαβίδ και του είπε: «Γέροντα, τί κάθεσαι και καμαρώνεις εκεί; εγώ άφησα τα δικά μου πράγματα κι ήρθα να υπηρετήσω εσένα και συ δε φροντίζεις τα πράγματα σου; Εάν μέχρι το απόγευμα στον Εσπερινό δεν μου φέρεις εδώ εκείνον που έκοψε τις ελιές, ούτε καντήλι θα σου ανάψω, ούτε θα σε ξαναθυμιατίσω».
Κ.Ι.: Τόσο πολύ;
Αρχ.Π.: Τέτοια παρρησία. Και ξέρω ότι το απόγευμα πριν τον Εσπερινό, ο άνθρωπος που είχε κάνει τη ζημιά, πήγε και τον βρήκε και του ομολόγησε την πράξη.
Κ.Ι.: Πήγε ο άγιος και του τράβηξε το αυτί.
Αρχ.Π.: Ακριβώς. Επίσης, ο πατήρ Ιάκωβος ζούσε με τον άγιο Ιωάννη τον Ρώσσο. Πολλές φορές που περνούσε απ' εκεί σταματούσε και μας το έλεγε. Δεν έλεγε ότι είναι ο ίδιος (τουλάχιστο στον πολύ κόσμο), έλεγε για κάποιον ιερομόναχο, που τον είδε να βγαίνει από τη λάρνακα του και να του κάνει ένα σημείο: «μην ανησυχείς, πάω να βοηθήσω κάποιον που με φώναξε και να επιστρέψω».
Είναι πολύ χαρακτηριστικό το τέλος του. Τελειώθηκε τη στιγμή που εξομολογούσε. Σηκώνεται όρθιος, λέει στο πρόσωπο που εξομολογούσε: «σήκω, παιδί μου, επάνω, γιατί στο κελλί μας μπήκε η Παναγία, ο όσιος Δαβίδ, ο όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος και ο άγιος Ιάκωβος». Λέει: «Γέροντα, τί ήρθαν να κάνουνε;» «ήρθαν, παιδί μου, να με
πάρουνε». Και την ίδια στιγμή έκλεισε τα γόνατα κι έπεσε κάτω. Όπως το είχε προειπεί: «εγώ θα φύγω σαν πουλάκι», με μια αναπνοή σαν του πουλιού, έφυγε από τον κόσμο αυτόν, την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου. Το πρωί λειτουργήθηκε. Λειτούργησε εκείνος, και πραγματοποίησε τα δικά του εισόδια στη βασιλεία του Θεού.
Κ.Ι.: Πατέρα Παύλο, ξέρετε, αυτό που λέτε για την παρουσία των αγίων στη ζωή του πατρός Ιακώβου και που τους είδε, προτού ακόμα αναχωρήσει μαζί τους, έρχεται η επιστήμη σήμερα να το επικυρώσει. Όσοι ασχολούνται με τις παραθανάτιες εμπειρίες, έρχονται και μας λένε ότι οι άνθρωποι που πάνε στην άλλη πλευρά και καμιά φορά γυρίζουν ή είναι κλινικώς νεκροί, αναφέρουν τα πρόσωπα που ήρθαν και τους προϋπάντησαν. Είναι συγκλονιστικό. Αυτό που λέει η Εκκλησία εδώ και 2000 χρόνια, έρχεται σήμερα η επιστήμη να το επικυρώσει.
Αρχ.Π.: Ακριβώς. Η Εκκλησία έχει την αλήθεια από την Αποκάλυψη του Θεού.
Κ.Ι.: Σίγουρα.
Αρχ.Π.: Η ανθρώπινη επιστήμη την ερευνά και κάπου εδώ φτάνει.
Κ.Ι.: Να δούμε κάποιες φράσεις του και κάποιες άλλες συμπεριφορές του. Πατέρα Παύλο, 20 χρόνια μαζί του, θα θυμάστε κάποια ψυχωφελή πράγματα.
Αρχ.Π.: Ο πατήρ Ιάκωβος ήταν άνθρωπος απέραντης αγάπης. Αγάπης που εκδηλωνότανε με την πλούσια φιλοξενία του. Αγάπης που εκληδωνότανε με μια κρυφή, αλλά διαρκή φιλανθρωπία. Κάποτε, ξέρετε, μου έδωσε κάποια χρήματα για να τα δώσω σε κάποιον και μου είχε ξαναδώσει πολύ πρόσφατα. Του λέω, «Γέροντα, μου δώσατε». Λέει: «Πάτερ μου, 5 δίνω, 10 μου στέλλει ο Θεός». Εσιώπησα.
Σε μια ανάλογη πάλιν περίπτωση πήγα να του πω το ίδιο και μου λέει! «Πάτερ μου, 5 δίνω, 50 μου στέλλει ο Θεός». Και τη στιγμή που τελειώνει την φράση του, έρχεται κάποιος και ακριβώς του δίνει το ποσό που μου είπε. Λέει: «βλέπεις παιδί μου;».
Ο πατήρ Ιάκωβος, αυτό που καταρχήν ήθελε και έλεγε ήταν για την αξία της άσκησης, της νηστείας, και της προσευχής στη ζωή του ανθρώπου.
Κ.Ι.: Πώς τα καταλάβαινε; Είναι πολύ βασικά και τα τρία.
Αρχ.Π.: Ήταν δικές του εμπειρίες. Γι' αυτόν η προσευχή ήτανε μια διαρκής κατάσταση. Τον θυμάμαι, ακόμα και τότε που η υγεία του είχε κλονιστεί και μου έκανε εντύπωση ότι συμμετείχε στη λατρεία της Εκκλησίας σαν παιδάκι. Δηλαδή, σηκωνότανε το πρωί, κατέβαινε πρώτος πάντοτε. Δεν ήρθε ποτέ δεύτερος. Ακόμα και τότε που ήτανε από τους γιατρούς επιβεβλημένο να μη σηκώνεται πρωί εκείνος κατέβαίνε πάντοτε. Η Θεία Λειτουργία ήταν γι' αυτόν μια συγκλονιστική εμπειρία και μάλιστα, όταν, λόγω πλέον προβλημάτων υγείας, αισθανόταν αδυναμία, λίγο πριν αρχίσει η Θεία Λειτουργία προσευχότανε και έλεγε: «Κύριε μου, βλέπεις, δεν μπορώ σαν άνθρωπος, αλλά βοήθησε με να λειτουργήσω. Απ' εκεί και πέρα, παιδί μου, λειτουργούσα σαν πουλάκι».
Επέμενε επίσης στη σημασία που έχει η άσκηση στη ζωή του ανθρώπου και η νηστεία. Καμιά φορά θεωρούμε μερικά πράγματα πως δεν έχουν και πάρα πολύ μεγάλη σημασία...
Κ.Ι.: Πώς δεν έχουν σημασία!
Αρχ.Π.: Ο πατήρ Ιάκωβος αποκάλυπτε την πνευματική αξία της νηστείας σαν κατ' αρχήν δρόμο υπακοής στο θέλημα του Θεού. Μας έλεγε πως από μια μικρή εντολή που παρέβη ο Αδάμ έχασε τη χάρη του Θεού κι έχασε τα πάντα.
Κ.Ι.: Ας σκεφτούμε τη φράση του Κυρίου πως το γένος αυτό εκπορεύεται μόνο εν προσευχή και νηστεία. Εν προσευχή μπορούμε να το καταλάβουμε καλύτερα, το νηστεία, οπωσδήποτε δεν είναι μόνο αποχή από τροφές. Μήπως θα πρέπει να νηστέψουμε τον κόσμο; Σας κάνω μια εξομολόγηση αυτή τη στιγμή. Ψες σκεφτόμουνα αυτή τη φράση κι έλεγα: γιατί να έρθει ο άρχων του κόσμου τούτου και να βρει σε μένα στοιχεία; Κι έλεγα, ίσως, πρέπει να νηστέψω τον κόσμο, τις φιλοδοξίες, τα πάθη, όλα εκείνα που μας δένουν και μας αλυσοδένουν στον κόσμο;
Αρχ.Π.: Το μεγαλύτερο από όλα που μας δένει πραγματικά είναι ο εγωισμός μας. Έβλεπε κανείς στον πατέρα Ιάκωβο προσωποποιημένη αυτού του είδους τη νηστεία. Όσοι τον έζησαν από κοντά έβλεπαν ότι αυτό δεν ήταν μια ταπεινολογία, δεν έκανε τον ταπεινό. Ήταν ένα φρόνημα το οποίο αληθινά είχε. Εκδηλωνότανε σε άπειρες ευκαιρίες, απέναντι σε όλους τους ανθρώπους. Συμπεριφερόταν πάντα ως ο μικρότερος, ο πιο ταπεινός. Δεν το έκανε έτσι. Ήταν το φυσικό του. Πολλές φορές μας έλεγε, κι έφερνε εμάς τους κληρικούς σε δύσκολη θέση, γιατί, σας είπα, εμείς ήμαστε νέοι, ήμαστε μικροί κι ήταν πραγματικά ο άνθρωπος που τον σεβόμαστε. Μας έλεγε: «εγώ, παιδί μου, έχω μάθει από την οικογένεια μου να σέβομαι τους ιερείς, ωσάν να μην ήταν εκείνος ιερέας και σεβόταν εμάς».
Πραγματικά, αυτό το ξερίζωμα των παθών, που είναι όντως η νηστεία, γιατί νηστεία, δεν είναι μονάχα η στέρηση της τροφής, είναι ένας δρόμος, αλλ' όχι ο μοναδικός.
Κ.Ι.: Είναι κακού αλλοτρίωση.
Αρχ.Π.: Εκριζώνουμε τις ρίζες όλων εκείνων που συνθέτουν τον εγωισμό του ανθρώπου, τον οποίον, πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε.
Επίσης, κάτι που πάρα πολύ τόνιζε ήταν η αξία της λειτουργικής ζωής.
Κ.Ι.: Να το εξηγήσουμε λίγο αυτό;
Αρχ.Π.: Ναι, να σας πω πρώτα ένα περιστατικό. Κάποτε είχε πάει ένα παλληκάρι να εξομολογηθεί. Είχε προηγουμένως κοινωνήσει. Τελείωσε η Θεία Λειτουργία και βγαίνοντας έξω τον πλησιάζει και του λέει: «παιδί μου, πώς αισθάνεσαι;» του λέει: «Γέροντα, είμαι πολύ χαρούμενος». Κι εκείνος του συμπληρώνει: «εγώ, παιδί μου, είμαι έτσι κάθε μέρα».
Κ.Ι.: Είναι πολύ ωραίο, πάρα πολύ ωραίο.
Αρχ.Π.: Είναι χαρακτηριστικό, όταν πλέον ανέλαβε την ευθύνη της Μονής, το χαρακτηριστικό της γνώρισμα ήτανε η Θεία Λειτουργία. Δεν υπήρξε μέρα που να μη γίνει Λειτουργία. Για χρόνια ολόκληρα και ακόμα, τότε, που δεν ήταν καλά στην υγεία του, τότε που ήταν μόνο δύο πατέρες ιερομόναχοι, εκείνος και ο πατήρ Κύριλλος, ο σημερινός ηγούμενος, καθημερινά, εκτός τις ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής, γινότανε Θεία Λειτουργία. Ήταν η πηγή από την οποία αντλούσε δύναμη.
Κ.Ι.: Ήταν η τροφή του.
Αρχ.Π.: Η τροφή του, η ζωή του, τα πάντα. Δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τη Θεία Λειτουργία.
Κ.Ι.: Να σταθώ σε ένα άλλο σημείο πατέρα Παύλο, εάν μου το επιτρέπετε. Η συμπεριφορά του παιδιού που είχε, του πουλιού, που είπαμε προηγουμένως, η αφελότητα της καρδίας, για την οποία ομιλεί η Αγία Γραφή, μας θυμίζει εκείνο που είπε ο Κύριος: «άφετε τά παιδία έλθεΐν προς με, αυτών γάρ έστι ή Βασιλεία των Ουρανών».
Αρχ.Π.: Ακριβώς.
Κ.Ι.: Δεν ήταν ένα παιδί της Βασιλείας;
Αρχ.Π.: Ήτανε ένα παιδί. Γι' αυτό σας είπα όταν κανείς τον συναντούσε εντυπωσιαζότανε από την απλότητα του, την αγάπη του, την πραότητα του. Φαινότανε, ακόμα και στην


Κατήχηση
Περισσότερα >>
Καινή Διαθήκη
Περισσότερα >>