www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ. Τι λέει σήμερα η επιστήμη για την εξέλιξη;

Σήμερα γίνεται πολύς λόγος για το Δαρβινισμό και το νεο-Δαρβινισμό. Μάλιστα ο νεο-Δαρβινισμός σημείωσε τέτοια επιτυχία, ώστε έγινε αιτία να ξεχαστεί ο αυθεντικός Δαρβινισμός! Σχεδόν να ξεχαστεί και αυτή ακόμη η προσωπικότητα του Δαρβίνου!
Η θεωρία του Δαρβίνου έχει υποστεί πολλαπλές αναθεωρήσεις από τον Weisman (Βάϊσμαν), τον πρώτο που αμφισβήτησε (στηριζόμενος σε επιστημονικά δεδομένα) τη θεωρία του Λαμάρκ «περί κληρονομικότητος επικτήτων χαρακτήρων», μέχρι τον Jacques Monod (Ζάκ Μονό), που έγινε περίφημος με το έργο του «Τύχη ή Αναγκαιότητα;» Οι αναθεωρήσεις της Δαρβινικής θεωρίας ήσαν τόσο πολλές, ώστε έχει τροποποιηθεί, εξελιχθεί και παραμορφωθεί σε σημείο που να γίνεται αγνώριστη.
1. Σήμερα λοιπόν γίνεται λόγος για κλασσικό νεο-Δαρβινισμό (ή συνθετική θεωρία) με κυριότερους εκπροσώπους τον διάσημο γενετιστή των νεωτέρων χρόνων Theodosius Dobzhansky (Θεοδόσιο Ντομπζάνσκυ, 1900-1975), τον Ernst Mayr (Ερνστ Μάϋρ, γεννήθηκε το 1904), και τον George G. Simpson (Γεώργιο Γ. Σίμπσον). Οι κλασσικοί νεοδαρβινιστές χρησιμοποιούν σαν βάση την αρχική θεωρία της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου. Πρόκειται για μια μηχανιστική ή καλύτερα ντετερμινιστική θεώρηση της εξελίξεως και γενικά της φύσεως.
2. Επίσης σήμερα γίνεται λόγος για συντηρητικό νεο-δαρβινισμό (ή δαρβινισμό των κοινωνιοβιολόγων). Το ρεύμα αυτό αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1970 με κυριότερους εκπροσώπους τον κοινωνιοβιολόγο Ε. Ο. Wilson (Ουίλσον) και R. L. Trivers (Τράϊβερς) του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ (ΗΠΑ) και τους Βρεταννούς R. Dawkins (Ντάουκινς) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και J. Smith (Σμιθ) του Πανεπιστημίου του Σάσσεξ (Sussex). Ο συντηρητικός νεο-δαρβινισμός φιλοδοξεί να εξηγήσει κάθε συμπεριφορά και σχέση στο ζωντανό κόσμο, ακόμα και μεταξύ των ανθρώπων, σύμφωνα με την ακόλουθη αρχή: Όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί είναι μηχανές επιβιώσεως, οι οποίες βλέπουν τους ομοίους τους σαν εμπόδια, που πρέπει να υπερνικήσουν ή σαν πηγές εκμεταλλεύσεως (1). Με μια τέτοια βιοθεωρία, είπε σωστά ο P. Thuillier (Τυϊγιέρ), δε θα ’ταν παράξενο αν από ’δω και στο εξής την κοινωνιοβιολογία του Ντάουκινς διεκδικήσει... το εθνικό νεο-ναζιστικό μέτωπο της Βρεταννίας (2)!
Ανεξάρτητα του πόση απήχηση έχουν στους βιολογικούς κύκλους οι απόψεις των κλασσικών νεο-δαρβινιστών και των συντηρητικών νεο-δαρβινιστών, η ουσία είναι αυτή: τα δυό αυτά ρεύματα θέλουν ν’ αναγάγουν την εξέλιξη των ειδών σε «μια μεταβολή της συχνότητας των γονιδίων»• η μεταβολή όμως αυτή «μπορεί να οδηγήσει σε μια προσαρμογή του πληθυσμού στο περιβάλλον του», ποτέ όμως δε θα οδηγήσει «στη δημιουργία νέων ειδών» (3).
3. Στην αρχή της περασμένης δεκαετίας έκανε την εμφάνιση του ένα τρίτο ρεύμα, μια νέα θεωρία. Εισηγητές της είναι ο Stephen Jay Gould (Γκούλντ) και ο Niles Eldredge (Έλντρετζ) (1970-1971). Αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι που ακολούθησαν στη συνέχεια, διατύπωσαν ένα νέο μοντέλο εξελίξεως των ειδών• το ονόμασαν μοντέλο των «διαλειπουσών ισορροπιών» (punctuated equilibria η equilibres intermittents). Το μοντέλο αυτό το συνεδύασαν «με μια σπουδαία κι επαναστατική προέκταση στην αντίληψη του είδους», το οποίο οι οπαδοί της συνθετικής θεωρίας (δηλαδή του κλασσικού νεο-δαρβινισμού) θεωρούσαν σαν μια έννοια ρευστή και αφηρημένη...
Οι εισηγητές και δημιουργοί του πιο πάνω νέου μοντέλου θα πρέπει να θεωρούνται ότι αποκλίνουν μάλλον προς τη θεωρία της τύχης• γιατί αυτήν επικαλούνται για να ερμηνεύσουν τη λειτουργία του μοντέλου τους. Πέρα όμως απ’ αυτές τις προσωπικές τους πεποιθήσεις• πέρα από το κατά πόσο η τύχη μπορεί να επιστρατευθεί για να στηρίξει τη λειτουργία ενός συστήματος, το μοντέλο, που προτείνουν οι Γκούλντ και Έλντρετζ, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Και τούτο οφείλεται σε δυο στοιχεία εξαιρετικής σημασίας:
α) το μοντέλο των Γκούλντ- Έλντρετζ ούτε λίγο ούτε πολύ αντιτίθεται στη λειτουργία της φυσικής επιλογής• έρχεται δηλαδή σε αντίθεση με τον πυρήνα του κλασσικού νεο-δαρβινισμού. Οι Γκούλντ - Έλντρετζ δεν αναγνωρίζουν στη φυσική επιλογή τη δυνατότητα δημιουργίας νέων ειδών, με μιά βαθμιαία και προοδευτική μετάβαση από τη μια μορφή στην άλλη. Η αντίθεση όμως αυτή είναι σημαντικότατο γεγονός• είναι μιά επανάσταση στο κατεστημένο της φυσικής επιλογής, που είχε σαν βάση του ο Δαρβίνος. Η επανάσταση αυτή είναι γεγονός κατ’ εξοχήν εξαιρετικό, τεράστιου ενδιαφέροντος και μοναδικής σημασίας, γιατί έρχεται σε ανοιχτή αντίθεση με μια θεωρία, που μεσουρανούσε πάνω από εκατό χρόνια• με μια θεωρία, που υποστηριζόταν από ερευνητές του κύρους και του ύψους ενός Dobzhansky και των συνεργατών και μαθητών του• με μια θεωρία που είχε, όπως είπε ο σύγχρονος παλαιοντολόγος και ανθρωπολόγος Τεϊλάρ ντε Σαρντέν (Teilhard de Chardin), αναχθεί ατυχώς σε «γενικό δόγμα»• και μάλιστα σε τέτοιο δόγμα, «που θα ’πρεπε να υποκλίνονται μπροστά του από δω και πέρα όλες οι θεωρίες!» Να, γιατί χαρακτηρίσαμε το γεγονός της διατυπώσεως του νέου μοντέλου σαν γεγονός μοναδικής σημασίας.
β) Το δεύτερο στοιχείο, που κάνει τη νέα θεωρία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, είναι το ότι οι Γκούλντ- Έλντρετζ επιμένουν στη σταθερότητα των ειδών. Επιμένουν δηλαδή ότι τα είδη παραμένουν αμετάβλητα για μακρά χρονική περίοδο — περίοδο πέντε έως δέκα εκατομμυρίων χρόνων. Ακόμη επιμένουν ότι η εμφάνιση νέων ειδών είναι ξαφνική, απότομη, χωρίς μεταβατικές μορφές. Στα συμπεράσματα αυτά κατέληξαν ύστερα από παλαιοντολογική μελέτη πάνω σε τριλοβίτες (4).
Για τον πιστό Χριστιανό επιστήμονα μια τέτοια αντίληψη εμφανίσεως των ειδών θυμίζει αμέσως το Αγιογραφικό πρότυπο (μοντέλο) της Δημιουργίας. Δηλαδή τον τρόπο δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, όπως μας την ιστορεί ο θεόπνευστος Μωϋσής στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως της Παλαιάς Διαθήκης. Όποιος μελετά το κείμενο του κεφαλαίου αυτού προσεκτικά και απροκατάληπτα, διαπιστώνει εύκολα τούτο: Παρά την έλλειψη επιστημονικής ακρίβειας (η Αγία Γραφή δεν είναι επιστημονικό βιβλίο• έχει σκοπό ν’ αποκαλύψει τον άγιο Θεό και το σωτήριο νόμο του στον άνθρωπο και να οδηγήσει τον άνθρωπο στο Θεό και στη θέωση) παρουσιάζει την εμφάνιση των οργανισμών κατά τρόπο ασυνεχή και διακεκομμένο. Σ’ όλο το πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως βλέπει κανείς μια εξελικτική τάση, που αρχίζει από τους απλούστερους οργανισμούς και προχωρεί στους πολυπλοκότερους. Πρώτα δημιουργούνται τα φυτά (στιχ. 11), ύστερα τα ερπετά και τα πτηνά (στιχ. 20), κατόπιν τα τετράποδα και τα θηρία και γενικά τα θηλαστικά (στιχ. 24).
4. Πριν δέκα χρόνια ήταν αδιανόητο να αμφισβητεί κανείς ότι η φυσική επιλογή δημιουργεί είδη. Σήμερα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα τείνουν να αποδείξουν ότι η δημιουργία ειδών (speciation) είναι ένα φαινόμενο εντελώς διαφορετικό από την προσαρμογή των πληθυσμών διά μέσου της φυσικής επιλογής (5).
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του εισηγητή και θεμελιωτή της θεωρίας της φυσικής επιλογής, δηλαδή το βιβλίο του Καρόλου Δαρβίνου «Περί της Καταγωγής του ανθρώπου», συναντούμε μια παράξενη θέση, την οποία αναφέραμε και σε προηγούμενο κεφάλαιο. Γράφει ο Δαρβίνος:
«Παραδέχομαι τώρα (...) ότι στις πρώτες εκδόσεις του έργου μου «Η Καταγωγή των Ειδών» είχα ίσως αποδώσει υπερβολική σημασία στο ρόλο της φυσικής επιλογής ή της επιβίωσης του ικανότερου. Γι’ αυτό κι άλλαξα την πέμπτη έκδοση του, έτσι που να περιορίσω τις παρατηρήσεις μου στις προσαρμογές κατασκευής» (6).
Είναι ευτύχημα ότι ο Δαρβίνος, σε ώρα ασφαλώς ειλικρινούς αυτοκριτικής αντιλήφθηκε, με την επιστημονική του οξυδέρκεια, την προσωρινότητα και την ανεπάρκεια της δράσεως της φυσικής επιλογής. Και είναι σημαντικό πως ο Δαρβίνος, που ήταν ο πρώτος, ο οποίος υποστήριξε με πείσμα τη φυσική επιλογή, είναι κι ο πρώτος, που την αμφισβήτησε τόσο ανοιχτά. Επομένως το νέο μοντέλο της εξελίξεως των ειδών των Gould και Eldredge (Γκούλντ και Έλντρετζ), όπως το είδαμε πιο πάνω, έχει δίκαιο με το να δέχεται ότι τα είδη δεν τα δημιουργεί η φυσική επιλογή.
5. Αλλά οι Gould και Eldredge πρόσφεραν και άλλη σημαντική προσφορά στο όλο θέμα της θεωρίας της εξελίξεως. Η προσφορά αυτή είναι οι θέσεις τους σχετικά με την αντίληψη του «είδους». Βέβαια τα όσα λένε δεν είναι καινούργια• όμως αυτά που ήσαν γνωστά θεωρητικά, τα επαλήθευσαν και πειραματικά.
Στις αρχές του 19ου αιώνα ο Γάλλος Γεώργιος Cuvier (Κυβιέ, 1769-1832), ο πατέρας της Παλαιοντολογίας και ο ιδρυτής της συγκριτικής Ανατομίας, είχε δώσει το σωστότερο ορισμό του «είδους». Είπε ότι «είδος» είναι ομάδα ατόμων, που έχουν κοινή καταγωγή (έχουν τους ίδιους γονείς) και σχεδόν όμοιους τους δεσπόζοντες χαρακτήρες (7). Τον ορισμό αυτό υιοθέτησαν και οι νεοδαρβινιστές, χωρίς ν’ αντιληφθούν, ότι ο ορισμός αυτός ερχόταν σε αντίφαση προς τις αρχές της εξελικτικής θεωρίας τους. Πρέπει όμως να προσθέσουμε ακόμη ότι για τον Κυβιέ το «είδος» είναι οντότητα εντελώς καθορισμένη, στερεή, συγκεκριμένη. Εξάλλου ο Κυβιέ απεδείκνυε και δεχόταν την εμφάνιση και εξαφάνιση ειδών και γενών, που ήσαν ανεξάρτητα μεταξύ τους και ήσαν πλήρως διαμορφωμένα από τη στιγμή που εμφανίστηκαν κατά τις διάφορες γεωλογικές περιόδους. Σαν παράδειγμα στον ισχυρισμό αυτό του Κυβιέ σημειώνουμε τούτο: Όλοι οι Κέδροι του ‘Ατλαντικού (Cedrus atlantica) αποτελούν ένα σαφώς διακρινόμενο είδος από τα άλλα είδη Κέδρος του Λιβάνου (Cedrus libani) και Κέδρος δεοδάρα (Cedrus deodara), που ανήκουν στο ίδιο γένος, το γένος Cedrus.
Ο Δαρβίνος είχε αρνηθεί κατηγορηματικά ότι το «είδος» είναι κάτι το εντελώς υπαρκτό, καθορισμένο και συγκεκριμένο μέσα στο χρόνο. Τούτο βέβαια ερχόταν σε κτυπητή αντίφαση με το όλο «πιστεύω» του. Γιατί αν το «είδος» δεν είναι κάτι το πραγματικό, τότε γιατί ο Δαρβίνος έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Περί της Καταγωγής των Ειδών» για να εξηγήσει την καταγωγή του είδους; Αλλά δεν είναι η μόνη αντίφαση, που παρατηρείται στο όλο έργο του Δαρβίνου. Έχουμε επισημάνει κι άλλες στα προηγούμενα κεφάλαια.
Πρέπει να πούμε ότι οπαδοί της σταθερότητας των ειδών υπήρχαν και πριν από τους Γκούλντ και Έλντρετζ (8). Ωστόσο μόνο την τελευταία δεκαετία οι απόψεις του Κυβιέ και του μαθητή του d’ Orbigny (ντ’ Ορμπινί, 1802 - 1857) συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον πολλών φιλοσόφων και βιολόγων. Έτσι και πάλι το «είδος» άρχισε να θεωρείται σαν διακεκριμένη μονάδα, εντελώς υπαρκτή, η οποία παίζει σπουδαίο και ιδιαίτερο ρόλο στη φύση, σαν οντότητα με συγκεκριμένη ιστορία, καταγωγή και σκοπό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κι αυτός ακόμη ο Ζακ Μονό (Jacques Monod), που μιλάει για «τύχη», είναι απολογητής του νεοθετικισμού και θερμός οπαδός της τελεονομίας (9), τονίζει πως υπάρχει ένα γεγονός πολύ πιο παράδοξο κι απ’ αυτή την εξέλιξη. Τονίζει τη σταθερότητα ορισμένων ειδών, που, όπως λέει, γνωρίζουν ν’ αναπαράγονται χωρίς σπουδαίες μεταβολές εδώ και μερικά εκατομμύρια χρόνια (10). Γράφει συγκεκριμένα:
«..Ορισμένα είδη δεν έχουν υποστεί καμιά αισθητή εξέλιξη εδώ κι εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Η λίγκουλα (= είδος μαλακίων), λόγου χάρη, εδώ και 450 εκατομμύρια χρόνια• όσο για το στρείδι, και πριν 150 εκατομμύρια χρόνια είχε την ίδια εμφάνιση και, χωρίς άλλο, την ίδια γεύση με τα στρείδια που μας σερβίρουν σήμερα στα εστιατόρια» (11)!
Ή ίδια αντίληψη υιοθετήθηκε και από τους Γκουλντ και Έλντρετζ, οι οποίοι λένε: Κάθε νέο είδος εμφανίζεται απότομα μέσα στις σειρές των απολιθωμάτων στη συνέχεια παραμένει αμετάβλητο για μεγάλη χρονική περίοδο, μια περίοδο που διαρκεί εκατομμύρια χρόνια. Τελικά αυτό το είδος απότομα πάλι και χωρίς να περάσει από κανένα μεταβατικό στάδιο δίνει τη θέση του σ’ ένα άλλο είδος. Μέσα στις σειρές των απολιθωμάτων τα είδη εμφανίζονται «κατά φάσεις διαρκείας», στις οποίες τα είδη παραμένουν σταθερά και αμετάβλητα• φάσεις, που διακόπτονται περιοδικά από απότομα επεισόδια (12), κατά τα οποία τα νέα είδη παίρνουν τη θέση των παλαιών (13). Εκτός απ’ αυτά οι Γκούλντ και Έλντρετζ υποστηρίζουν πως δεν είναι αλήθεια, ότι ένα αρχικό είδος μετατρέπεται σ’ ένα νέο είδος κατά τρόπο βραδύ, συνεχή και βαθμιαίο, όπως το ήθελε ο Δαρβίνος και η θεωρία του νεο-δαρβινισμού. Έτσι η Παλαιοντολογία, που πάντα εθεωρείτο αξιόλογος βοηθός της θεωρίας της εξελίξεως, φαίνεται ότι τελευταία την εγκαταλείπει (14). Οι Γκουλντ και Έλντρετζ φέρνουν σαν παράδειγμα των απόψεών τους αυτών τους Τριλοβίτες του γένους Phacaops. Τα είδη του γένους Phacaops διατηρούν τα βασικά τους χαρακτηριστικά σταθερά χωρίς κανένα είδος εξελίξεως κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων ετών.
Το συμπέρασμα λοιπόν είναι τούτο. Οι Γκουλντ και Έλντρετζ μπορεί να αφήνουν περιθώρια αμφισβητήσεως και συζητήσεως για το ποιος μηχανισμός είναι ο και επικρατέστερος για τη δημιουργία των ειδών (speciation)• όμως για την έννοια του «είδους», για το τι σημαίνει «είδος» είναι κατηγορηματικοί. Λένε απερίφραστα: Το «είδος» είναι κάτι το σταθερό, το υπαρκτό. Η σταθερότητα δε αυτή δεν επιτρέπει την εφαρμογή της θεωρίας των Δαρβίνου - Σίμπσον - Ντομπζάνσκυ για την εξήγηση της προελεύσεως του «είδους» από τα απλούστερα ως τον άνθρωπο, με συνεχείς, βραδείς και βαθμιαίες μεταβολές.
Ύστερα από τις πιο πάνω θέσεις των συγχρόνων επιστημόνων — βιολόγων και παλαιοντολόγων — για την εξέλιξη των ειδών, η σκέψη κάθε αντικειμενικού ερευνητή ανατρέχει στο θεόπνευστο βιβλίο της Γενέσεως. Εκεί ο θεόπτης Μωϋσής, 1500 περίπου χρόνια π.Χ., έγραψε: «Και είπεν ο Θεός• βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ’ ομοιότητα (...) Και εποίησεν ο Θεός τα κήτη τα μεγάλα και πάσαν ψυχήν ζώων ερπετών (...) κατά γένη αυτών, και παν πετεινόν πτερωτόν κατά γένος (...). Και έποιησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά γένος, και τα κτήνη κατά γένος (αυτών) και πάντα τα ερπετά της γης κατά γένος αυτών» (Γεν. α’ 12,21,25).
Αν οι κατά κόσμον σοφοί και επιστήμονες μελετούσαν με φρόνημα ταπεινό και πνεύμα μαθητείας τον Αγιογραφικό αυτό λόγο, η επιστήμη θα κέρδιζε, αν μη τι άλλο, τουλάχιστο χρόνο...
6. Ο Δαρβίνος έδινε μεγάλη σημασία στη φυσική επιλογή, σαν κινητήρια δύναμη της εξελίξεως και γι’ αυτή είπαμε όσα είχαμε να πούμε. Ίσως χρειάζεται να προσθέσουμε μερικά πράγματα για τις μεταλλάξεις.
Γνωρίζουμε πως κάθε αλλαγή στο κληρονομικό υλικό (γενότυπος ή γονότυπος) του οργανισμού είναι μια μετάλλαξη. Η μετάλλαξη αυτή έχει σαν συνέπεια την εμφάνιση ενός νέου μορφολογικά ή ανατομικά ή φυσιολογικά ή ακόμη και βιοχημικά οργανισμού (φαινότυπος), με κληρονομήσιμες τις καινούργιες του ιδιότητες (15). Πατέρας της θεωρίας της μεταλλάξεως θεωρείται ο Ολλανδός βοτανικός Ούγος ντε Βρις (Hugo de Vries, 1848-1935). Αυτός υποστήριζε ότι μια απλή μετάλλαξη δίνει ένα καινούργιο είδος.
Σήμερα όμως η επιστήμη υποστηρίζει ότι η μετάλλαξη σαν εξελικτική δύναμη έχει μικρή σημασία. Η μετάλλαξη αναφέρεται στο ελάχιστο των αλλαγών πάνω σε λεπτομέρειες δομής και οργανώσεως των ειδών. Γι’ αυτό δεν μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά την εξέλιξη. Η δε εξελικτική της δύναμη, όπως τη θέλουν και την αντιλαμβάνονται οι οπαδοί της εξελίξεως, είναι σχεδόν μηδέν (16). Ο Γάλλος ακαδημαϊκός P. - P. Grassé (Γκρασσέ), παγκόσμια γνωστός βιολόγος και ζωολόγος, αποφαίνεται: Η. μετάλλαξη είναι πολύ περιορισμένη από απόψεως δομικής δυνατότητας και είναι γι’ αυτό που ο σχηματισμός του τριχώματος από μετάλλαξη στα λέπια των ερπετών φαίνεται σαν φαινόμενο με πιθανότητα ελάχιστη, ασήμαντη (infime). Ακόμη, η εμφάνιση της μορφής των θηλαστικών ξεκινώντας από μετάλλαξη των υμενοειδών αδένων στα ερπετά είναι ελάχιστα πιθανή (17). Η μετάλλαξη είναι μονάχα ένας παράγοντας ποικιλομορφίας του είδους, με αποτέλεσμα την εμφάνιση ποικιλιών, φυλών κλπ. μέσα στα όρια του «είδους». Η μετάλλαξη είναι ένα γεγονός, το οποίο αφορά εκείνο που οι Βιολόγοι ονομάζουν μικροεξέλιξη.
7. Όπως αναφέραμε, η Παλαιοντολογία με τα συμπεράσματα των Γκούλντ- Έλντρετζ αρνείται σήμερα να βοηθήσει τη θεωρία της εξελίξεως. Αλλά το ίδιο κάνει κι η Γενετική. Γιατί τα ευρήματα και συμπεράσματά της δεν είναι τόσο ενθαρρυντικά για τη συνεχή και βαθμιαία εξέλιξη, όπως την ήθελε ο Δαρβίνος και όπως τη θέλουν οι οπαδοί του. Το 1975 ο Hampton L. Carson (Κάρσον), βετεράνος οπαδός του Δαρβίνου και γενετιστής περιωπής, απέδειξε ότι δεν μπορεί να εμφανισθεί ένα νέο είδος παρά μονάχα με άλματα και ασυνέχειες από άλλο είδος, το οποίο προϋπήρχε. Δεν μπορεί να εμφανισθεί παρά με μια σειρά από γεγονότα, που χωρίζονται σε δυο φάσεις: α) η πρώτη φάση είναι μια γρήγορη και έντονη δημογραφική αύξηση του πληθυσμού (ένα flush), που απαιτεί αρκετό χρόνο, β) η δεύτερη φάση, που ακολουθεί, είναι μια απότομη εξαφάνιση, μια δραστική καταστροφή του πληθυσμού (ένα crash) (18). Τα σπουδαία αυτά πειραματικά ευρήματα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε το μοντέλο του Carson, ελέγχθηκαν και επιβεβαιώθηκαν από έρευνες που έκαμαν το 1978 ο J. R. Powell (Πάουελ), το 1979 ο Κ. Υ. Kaneshiro (Κένισιηρο) και ο L. Η. Arita (Αρίτα) και το 1980 ο J. N. Ahearn (Έϊαρν) (19).
Ο Καθηγητής και Ακαδημαϊκός Θεμ. Διαννελίδης, μιλώντας στην Ακαδημία Αθηνών το 1982 (έκτακτος συνεδρία της 16ης Νοεμβρίου 1982) με την ευκαιρία των 100 χρόνων από το θάνατο του Δαρβίνου, επισήμανε:
«(Ακόμη) και οπαδοί του συνεχούς της εξελίξεως σημειώνουν πολλές φορές την ύπαρξη χασμάτων (D. Ε. Rosen, Περιοδ. «Nature», 105, Jan. 1981)». Εξάλλου, συνέχισε ο ίδιος ομιλητής, «η αντίληψη των δαρβινιστών και των νεοδαρβινιστών περί του συνεχούς της εξελίξεως (...) υπέστη μείωση από μια έκθεση στο φυσιογνωστικό τμήμα του Βρεταννικού Μουσείου το 1980 (...). Η έκθεση αυτή προκάλεσε σάλον. Οι εκτεθέντες πίνακες πρόβαλαν τον κλαδισμό, δηλαδή την ασυνεχή κατά κλάδους μεταβολή των οργανισμών» (20).
Ο σάλος γύρω από το πιο πάνω ζήτημα εκδηλώθηκε εντονότερος στο τελευταίο συνέδριο Γεωλόγων και Ζωολόγων της Βρεταννικής Ενώσεως (British Association), που έγινε στο Λίβερπουλ (Liverpool) της Αγγλίας στις 8 Σεπτεμβρίου 1982. Οι Τάϊμς του Λονδίνου («Times» 9.9.1982) έγραψαν:
«Διαπρεπείς επιστήμονες και ανώτεροι ερευνητές της εποχής μας χωρίστηκαν σε δυό στρατόπεδα (παρατάξεις)» (21).
Ύστερα απ’ αυτά είναι φανερό τούτο: Η επιστήμη κατά τη δεκαετία του 1970 και αρχές της δεκαετίας του 1980 στα πρόσωπα παλαιοντολόγων και γενετιστών, οι οποίοι ακολουθούν διάφορους δρόμους έρευνας, συγκλίνει σ’ ένα σπουδαίο συμπέρασμα: το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να συνηγορεί για μια εξέλιξη ασυνεχή. Μια εξέλιξη που προχωρεί με άλματα (22). Δηλαδή παλαιοντολόγοι (οι ανέκαθεν αξιόλογοι βοηθοί της θεωρίας του Δαρβίνου) και γενετιστές, ειδικοί στα θέματα της Βιολογίας και εξελίξεως των ειδών, συμφωνούν στο ίδιο συμπέρασμα, που ανατρέπει το βασικό πυρήνα της θεωρίας του Δαρβίνου και κατά συνέπεια κλονίζει από τα βάθρα τον Κ. Δαρβίνο και τους Δαρβινιστές.
Το πιο θαυμαστό όμως απ’ όλα, όσα γράψαμε μέχρι τώρα, είναι αυτό που για κάθε πιστό είναι αποδεκτό εδώ και αιώνες. Ότι δηλαδή πέρα και πάνω από την ανθρώπινη επιστήμη, την οποία ο Θεός έδωκε στους ανθρώπους για να δοξάζονται με τα θαυμαστά έργα του (Σοφ. Σειρ. λη’ 6)• πέρα και πάνω απ’ αυτή την ανθρώπινη γνώση, ο θεόπτης Μωϋσής χωρίς να ’χει σπουδάσει Παλαιοντολογία και Βιολογία, χωρίς να ’χει κάνει καμμιά παλαιοντολογική έρευνα ή κανένα πείραμα απ’ αυτά των γενετιστών κ.τ.ό., αλλά φωτιζόμενος από τον πάνσοφο Δημιουργό Θεό γράφει στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως, πως ο φυσικός και ζωικός κόσμος δημιουργήθηκε με χαρακτηριστικές ασυνέχειες• μας πληροφορεί ότι η δημιουργία προχώρησε από τα ατελέστερα στα τελειότερα! Μ’ αυτή την αλήθεια έρχεται σήμερα να συμφωνήσει και η επιστήμη.
Όσοι χρησιμοποιούν μονάχα τη λογική τους και στηριζόμενοι μονάχα σ’ αυτήν αρνούνται να δεχθούν το θαύμα της δημιουργίας, αν είναι ειλικρινείς και αντικειμενικοί ερευνητές, μπορούν να κάνουν κάτι που τιμά το λογικό τους: να σκύψουν ταπεινά και να υποκλιθούν με σεβασμό, σιωπή και δέος μπροστά στο μεγαλείο της υπερφυσικής αλήθειας, που αποκάλυψε στον κόσμο ο Θεός πριν 3.500 χρόνια!...
Εδώ κλείνουμε την έκθεση, την κριτική, την αναίρεση της θεωρίας του Δαρβίνου, όπως επίσης και το τι πιστεύει σήμερα η επιστήμη για τη θεωρία της εξελίξεως.
Επειδή όμως παλαιοί και σύγχρονοι εκμεταλλεύθηκαν τη θεωρία αυτή για πολλούς λόγους, συνεχίζουν δε να την εκμεταλλεύονται και σήμερα, πρέπει να κάνουμε λόγο και γι’ αυτούς.



Το βίντεο των «ψυχών»

Περισσότερα >>

Η μούγκα των ευρωπαϊκών ΜΜΕ...