www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ''Ταπεινοφροσύνη-Υποταγή-Δοκιμασίαι''



 ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ

ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ πού τοϋ περνούσε τό φελόνι, τήν ήμερα πού τόν χειροτονούσε Πρεσβύτερο, είπε φιλικά στον Άββα Μωϋσή, τόν Αιθίοπα, ό Πατριάρχης Αλεξανδρείας:
— Αϊ Μωϋσή, τώρα έγινες κατάλευκος σάν περιστέρι.
— Άπό τό εξωτερικό κρίνει ό δεσπότης μου ή άπό τό
εσωτερικό; είπε εκείνος ταπεινά.
Θέλοντας ΰστερα νά τόν δοκιμάση ό Πατριάρχης, αν έχη
πραγματική ταπεινοσύνη, είπε κρυφά στους κληρικούς νά τόν διώχνουν άπό τό σκευοφυλάκιο. "Ετσι, μόλις παρουσιάστηκε μέσα, μετά τή Λειτουργία, τοΰ φώναξαν όλοι μαζί άποδοκιμαστικά:
— Τί θέλεις εδώ, Αράπη, πήγαινε έξω.
"Ενας άπ' αυτούς, πού κρυφά τόν ακολούθησε γιά νά ίδή αν τοϋ κακοφάνηκε, τόν άκουσε νά μονολογή:
— Καλά σου κάνανε, μελανέ. Άφοΰ δεν εϊσαι άνθρωπος,
τί γυρεύεις μέ τους ανθρώπους;
***
ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ σ' εκείνον πού τόν τιμούν πιό πολύ άπό τήν αξία του, λέγει κάποιος Πατήρ. Ή ψυχική ζημία πού παθαίνει είναι ανεπανόρθωτη. Ευτυχισμένος εκείνος πού καταφρονείται άπό τους ανθρώπους, γιατί τόν περιμένει δόξα στον Ουρανό.
***
ΕΝΑΣ αρχάριος αδελφός ζήτησε μιά συμβουλή άπό κάποιο Γέροντα, γιά νά τήν κράτηση σ' όλη του τή ζωή.
— Μάθε νά δέχεσαι ευχαρίστως τίς προσβολές καί τίς
περιφρονήσεις   των  ανθρώπων.   Αυτό   είναι  ταπεινοσύνη   και ξεπερνά όλες τίς άλλες αρετές, τοΰ αποκρίθηκε ό Γέρων.
***
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ταπεινός στ' αλήθεια εκείνος πού εξευτελίζει τόν εαυτό του μόνος του, λέγει άλλος Πατήρ. Αυτό δέν είναι τόσο δύσκολο. Ταπεινοσύνη είναι νά δέχεσαι μ' ευχάριστησι νά σέ εξευτελίζουν άλλοι.
Ό ϊδιος πάλι συμβουλεύει:
"Αν σ' επαινέσουν, μή δεχθής τόν έπαινο, θυμίσου παρευθύς πόσες αμαρτίες έχεις, πού αν τίς γνώριζαν οί άνθρωποι, όπως τίς γνωρίζει ό Θεός, δέ θά σ' εγκωμίαζαν καθόλου. Παρακάλεσε τόν Κύριο, μέ τήν καρδιά σου, νά σέ σκεπάση, γιά νά μή ζημιωθής άπό τόν έπαινο.
***
ΚΑΘΟΤΑΝ μιά Κυριακή στό κατώφλι τής Εκκλησίας ό Άββάς Ιωάννης ό Κολοβός υστέρα άπό τή θεία Λειτουργία. Οί αρχάριοι Μοναχοί τΐ|ς σκήτης τόν περικυκλώσανε και τοΰ έκαναν διάφορες ερωτήσεις γύρω άπό τήν ασκητική ζωή.
"Ενας όμως άπό τους γεροντότερους Μοναχούς φαίνεται πώς φθόνησε καί εϊπε πικρόχολα στον "Οσιο:
- Τό σκεϋος σου, Ιωάννη, είναι γεμάτο δηλητήριο.
- Δίκιο έχεις, αδελφέ, τοΰ αποκρίθηκε ταπεινά ό "Οσιος,
καί κρίνεις μόνο άπό τά έξω. Τι θα έλεγες άραγε, αν μποροΰσες νά ΐδής καί τά πιό μέσα;
***
ΕΓΙΝΕ σύναξι στή σκήτη καί πήγε τελευταίος ό 'Αββάς Μωϋσής. Οί Πατέρες, γιά νά τόν δοκιμάσουν, είπαν τάχα μεταξύ τους, αλλά δυνατά γιά ν' ακουστή:
- Τί γυρεύει ανάμεσα μας τοΰτος ό Αράπης;
Ό Μωϋσής δέχτηκε σιωπηλά τήν προσβολή. Έμεινε όμως στή θέσι του ήρεμος.
- Δέν ταράχτηκες καθόλου Μωϋσή; τόν ρώτησαν ϋστερα
οί Γέροντες.
- Ταράχτηκα, είπε εκείνος ταπεινά, αλλά αγωνίστηκα να μή μιλήσω.
***
ΟΠΟΙΟΣ πειρασμός κι' άν βρή τόν ταπεινόφρονα, λέγει ό 'Αββας Ποιμήν, νικά γιατί σωπαίνει.
***
ΛΕΝΕ γιά κάποιο Γέροντα, πώς έδειχνε εξαιρετική αγάπη σ' εκείνους πού τόν καταφρονούσαν και μέ κάθε τρόπο τόν ατίμαζαν.
Αυτοί είναι φίλοι μας, συνήθιζε νά λέγη, γιατί μας όδηγοϋνε στην ταπεΐνωσι. Εκείνοι πού μας τιμούν και μας εγκωμιάζουν ζημιώνουν τήν ψυχή μας. Τό λέει καί ή Γραφή: «οί μακαρΐζοντες ύμας, πλανώσιν ύμας».
***
ΕΦΕΡΑΝ κάποτε ξερά σύκα στη σκήτη κι' ό Πρεσβύτερος τά μοίρασε στους αδελφούς. Επειδή όμως δέν ήσαν τόσο καλά, δέν έστειλε στον "Οσιο Αρσένιο, γιά νά μήν τόν προσ-βάλη. Εκείνος όμως, σάν τό έμαθε, παραπονέθηκε:
- Γιατί μέ χώρισες από τους αδελφούς μου καί δέ μοΰ
έστειλες ευλογία; είπε τήν Κυριακή στον Πρεσβύτερο. "Ισως
νά σέ πληροφόρησε ό Θεός πώς δέν ήμουν άξιος νά πάρω.
Ό Πρεσβύτερος, θαυμάζοντας τήν ταπεινοσύνη τοϋ 'Αγΐου, τοΰ ζήτησε συγγνώμη κι' άπό τότε τοΰ έστελνε κι' άπό τά πιό τιποτένια πράγματα, πού τύχαινε νά φέρνουν οί έπισκέπται στή σκήτη.
***
ΣΕ ΚΑΠΟΙΑ σύναξι τών Γερόντων, γιά μιά σοβαρή ύπόθεσι, ύστερα άπό πολλούς όμιλητάς πήρε τό λόγο κι' ό 'Αββάς Εύάγριος, πού ήταν νεοφερμένος στή σκήτη. Κακοφάνηκε όμως στον Πρεσβύτερο καί τοϋ είπε μέ άποτομία:
- Τό ξέρομε δά πώς αν έμενες στον τόπο σου, 'Αββα, θά
ήσουν τώρα Επίσκοπος, επικεφαλής πολλών ανθρώπων. Έδώ όμως καλά θά κάνης νά φέρνεσαι σάν ξένος.
Ό 'Αββας Εύάγριος δέν ταράχτηκε καθόλου, ύστερα άπό τέτοια προσβολή. Έσκυψε ταπεινά τό κεφάλι του καί αποκρίθηκε:
- Έχεις δίκιο, Πάτερ, έτσι πρέπει νά συμπεριφέρωμαι.
Συγχώρεσέ μου τήν απερισκεψία.  "Αλλη  φορά θά είμαι πιό
προσεκτικός.
***
ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ιστορία μας τή διηγείται ό Παλλάδιος.
Στή γυναικεία μονή τής Ταβέννης, πού μόναζαν τήν εποχή εκείνη περισσότερες άπό τετρακόσιες καλόγρηες, έλαμψε μέ τήν αρετή της καί ή παρθένος Ίσιδώρα. Αυτή ή μακαριά, γιά τήν αγάπη τοΰ Χρίστου υποκρινόταν τήν σαλή, εξευτελίζοντας κάθε μέρα τόν εαυτό της. Φορούσε κουρέλια κι' έκανε τις πιό ταπεινωτικές δουλειές τοΰ Μοναστηρίου, εξυπηρετώντας σαν αγορασμένη δούλη, όλες τίς Αδελφές, χωρίς έξαΐρεσι. Εκείνες πάλι, σαν νά γύρευαν μ' αυτό νά τήν ανταμείψουν, τήν περιφρόνησαν τόσο, πού κι' άπό τήν τράπεζα κι’ άπό τήν Εκκλησία ακόμη τήν έδιωχναν. "Ετσι ή Ίσιδώρα έτρωγε τ' άποφάγια πού περίσσευαν στά πιάτα, ζαρωμένη στό τζάκι τοΰ μαγειριοϋ κι' άκουγε τήν ακολουθία της χειμώνα-καλοκαίρι στά σκαλοπάτια της Εκκλησίας. Ήταν αδύνατο νά περάση ήμερα χωρίς νά τή βρίσουν, νά τήν κτυπήσουν ή τό λιγώτερο νά τήν περιπαίξουν οί άλλες καλόγρηες. Κι' αυτή τά δεχόταν όλα αυτά, σάν δροσάτη ανθοδέσμη με τήν οποία έπλεκε τό αμάραντο στεφάνι της δόξης της. Ποτέ δέν άντιλόγησε, δέ φιλονίκησε, δέν έδειξε σημάδι ανυπομονησίας.
Καί νά πώς ό Θεός έκανε φανερή σ' όλους τήν αρετή της: Στό απέναντι βουνό άσκήτευε ένας "Αγιος Ερημίτης, ό Άββάς Πιτηροϋν. Περνούσε μέ μεγάλη στέρησι καί παίδευε πολύ τό σώμα του. Θά ήταν αυτό ϊσως αφορμή πού τοΰ ήλθε κάποτε λογισμός: Άραγε είναι άλλος σ' αυτό τόν τόπο πού νά σέ φτάνη στην αρετή;
Τήν νύχτα είδε στον ΰπνο του Άγγελο Κυρίου.
- Σήκω καί πήγαινε στό γυναικείο Μοναστήρι, τόν πρόσταξε. Έκεΐ θά βρής μιά παρθένο μέ διάδημα στό κεφάλι. Αυτή είναι ασύγκριτα ανώτερη σου.
Ό Άββας Πιτηροϋν δέν έχασε καιρό. Μόλις ξημέρωσε, πήρε τό ραβδάκι του καί τράβηξε γιά τό γυναικείο Μοναστήρι. Οί καλόγρηες τοΰ έκαναν μεγάλη υποδοχή, γιατί είχε φήμη Άγιου σ' όλον εκείνο τόν τόπο. Ό Άββάς πήγε στην Εκκλησία καί ζήτησε άπό τήν Προεστώσα νά τοΰ παρουσίαση όλες τίς αδελφές, νά τίς γνωρίση προσωπικά. Τοϋ έγινε αμέσως ή επιθυμία. Μία-μία περνοΰσαν μπροστά άπ' τόν Άββά όλες οί καλόγρηες, έβαζαν μετάνοια και στέκονταν στά στασίδια τους. Εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά, μά δέν έμεινε ευχαριστημένος. Δέν είδε ανάμεσα τους εκείνη, πού τοΰ είπε ό Άγγελος, καί λυπήθηκε.
Σάν πέρασε κι' ή τελευταία, ρώτησε ό Άββας, αν υπήρχε άλλη.
— "Οχι, τοΰ αποκρίθηκαν, εδώ είμαστε όλες.
— Αδύνατον, είπε ζωηρά ό Άββάς. Πρέπει νά ύπάρχη
ακόμη  μία.  Εκείνη,  χάριν της  οποίας έκανα όλη  αύτη  την
όδοιπορία.
— " Εχομε ακόμη μία καλόγρηα στό Μοναστήρι, αναγκάστηκε νά φανέρωση ή προεστώσα μπροστά στην επιμονή τοΰ Γέροντος, αλλά είναι σαλή, γι' αυτό δεν τήν λογαριάζομε με τήν Αδελφότητα.
"Ας έλθη κι' αυτή, είπε ό Άββας.
Με πολλή βία ώδήγησαν τήν ταπεινή Ίσιδώρα μπροστά στον "Οσιο, ξυπόλυτη, κουρελιασμένη, κατάμαυρη από τους καπνούς τοΰ μαγειριοΰ. Μόλις τήν άντίκρυσε εκείνος, έμεινε σάν μαρμαρωμένος από τήν έκπληξι. Τό παλιομάντηλο πού σκέπαζε τήν κεφαλή της και πού οί αδελφές της τό αηδίαζαν, έλαμψε στά μάτια του σάν ολόχρυση κορώνα. "Υστερα έπεσε στά γόνατα και της είπε, μέ φωνή πού έτρεμε από συγκίνησι:
— Ευλόγησε με, Όσία.
Άλλα ή ταπεινή Ίσιδώρα έσκυψε και τοΰ φίλησε τά πόδια.
— Έσύ ευλόγησε με, Άγιε Πάτερ.
Παραξενέμες οί καλόγρηες άπ' όσα έβλεπαν μπροστά τους, είπαν στον Άββα:
— Μήν έξευτελίζης έτσι τόν εαυτό σου. Αυτή είναι σαλή.
Εκείνος  όμως  τις  κατακευραύνωσε  μέ  τό αυστηρό  του βλέμμα:
— Σεΐς όλες είσθε σαλές καί ανόητες.  Αυτή  εδώ εϊναι
πολύ ανώτερη κι' από σας κι' από μένα. Της αξίζει νά λέγεται
Άμμας. Εϊθε νά μας άξιώση ό Θεός νά βρεθοΰμε στό πλευρό της στή Δευτέρα Παρουσία.
Κατόπιν διηγήθηκε τι τοϋ είχε αποκαλύψει ό Θεός γιά τήν μακαριά Ίσιδώρα.
Σάν τ' άκουσαν οί καλόγρηες, έπεσαν στά γόνατα κι' έζήτησαν συγχώρησι από τήν Αδελφή τους κι' εξομολογήθηκαν στον "Οσιο τά μαρτύρια πού ώς τή στιγμή εκείνη της είχαν κάνει.
"Αλλη τήν κορόιδευε από τό πρωί ώς τό βράδυ, άλλη τήν περιέλουζε μέ ακάθαρτα νερά, άλλη της έτριβε τή μύτη μέ σινάπι. Δέν βρέθηκε ούτε μία, πού νά μήν τήν είχε μέ κάποιο τρόπο βασανίσει.
Ό "Οσιος έκανε προσευχή γι' αυτές νά συγχώρηση ό Θεός τίς απερισκεψίες τους.
Ύστερα γύρεψε τήν Όσια Ίσιδώρα νά τήν παρακάλεση νά δώση κι' αυτή τή συγχώρησι στις "Αδελφές της, μά δέν τήν βρήκαν πουθενά. Πρόλαβε κι' έφυγε κρυφά από τό Μοναστήρι, γιά ν' άποφύγη τόν ανθρώπινο έπαινο, καί κανείς δέν έμαθε ποτέ ποϋ τελείωσε τή ζωή της.
***
    ΝΑ ΠΩΣ δοκίμαζαν τους υποτακτικούς των οί παλαιοί άγιοι Γέροντες, ώσπου νά μορφωθούν μέσα τους οί αρετές τοΰ Χριστού καί πάνω άπ' όλες ή ταπεινοφροσύνη. Τό ακόλουθο περιστατικό μας τό διηγείται ό "Οσιος Κασσιανός:
."Ένα αρχοντόπουλο άπό τήν πόλι πήγε σ' ένα γειτονικό Κοινόβιο και ζήτησε νά γΐνη Καλόγερος. Ό Ηγούμενος, γιά νά τόν δεχτή, τοϋ έκανε αυτή τή δοκιμασία: Τοΰ φόρεσε κουρέλια, τοΰ φόρτωσε στην πλάτη καμμιά εικοσαριά πανέρια και τόν έστειλε νά τά πούληση στην πόλι. Τόν πρόσταξε νά μήν τά δώση ολα μαζί σέ κανένα μαγαζί, μά ένα-ένα, γυρνώντας καί διαλαλώντας τό εμπόρευμα του στους πιό κεντρικούς δρόμους.
Τό αρχοντόπουλο έκανε κατά γράμμα τήν προσταγή τοΰ Ηγουμένου του. "Ετσι τόν είδαν οί συγγενείς κι' οί φίλοι του καί τόν  ρεζίλεψαν  μέ τήν καρδιά τους.  Μά σάν γύρισε τό
βράδυ στό Κοινόβιο, ό Άββάς τόν κούρεψε αμέσως μοναχό. Ήταν άξιος, γιατί έδειξε ταπεινοσύνη.
***
ΕΝΑΣ νέος Μοναχός ρώτησε κάποιο γέροντα, πώς θά μπορούσε νά γίνη μωρός γιά τήν αγάπη τοϋ Χριστού. Εκείνος τότε τοϋ διηγήθηκε αυτό τό περιστατικό:
"Ενας γείτονας μου Ερημίτης περιμάζεψε ένα έγκατελιμμένο παιδί στην καλύβα του και τό μεγάλωσε. Μιά μέρα τόν άκουσα νά τό συμβουλεύη:
— "Αν τύχη νά σέ βρίση κανείς, γυιέ μου, εσύ ευλόγησε
τον. Όταν σέ προσκαλέσουν σέ τραπέζι, φάγε τά χειρότερα κι’
άφησε γιά τους άλλους τά καλλίτερα. "Αν πρέπει νά διάλεξης
μόνος τά φορέματα σου, προτίμησε τά παλιά κι' άφησε στους
άλλους τά καινούργια. "Αν σέ στείλουν...
Δέν πρόφτασε νά τελείωση τή φράσι του ό Γέροντας, τό παιδί βιάστηκε νά τόν διακόψη:
— Μά γιά κουτό μέ περνάς,  Άββά, νά κάνω όλα τούτα
πού μοϋ αραδιάζεις;
— Ναί, παιδί μου, αποκρίθηκε ό καλός Άββάς, γίνε μωρός,
γιά τήν αγάπη τοϋ Χρίστου μας, νά βρής γαλήνη στή ζωή σου.
***
ΘΕΑΟΝΤΑΣ νά βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός καί πράος ό Άββάς Άγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μιά μέρα τάχα θυμωμένοι στό κελλί του καί τοϋ φώναξαν:
— Έσύ είσαι ό Άγάθων, ό φαΰλος κι' υπερήφανος;
— Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος,
χωρίς κάν νά ταραχθή.
— Καί τολμάς νά φλύαρης καί νά κατακρίνης τους αδελφούς; εξακολούθησαν οί άλλοι.
— Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τόν Θεό νά μ' έλεήση,
είπε πάλι ό ταπεινός Άγάθων.
— Και δέ φτάνουν όλα αυτά, έγινες τώρα κι' αιρετικός.
— "Α, όχι, αιρετικός δέν έγινα ακόμη, ύψωσε ζωηρά τή
φωνή ό Άββας, προς μεγάλη έκπληξι των ανακριτών του.
— Γιά εξήγησε μας, Άγάθων, τοΰ είπαν χαμογελώντας οί
Γέροντες, γιατί δέχτηκες ευχαρίστως όλες τις άλλες κατηγορίες
καί τούτη τήν τελευταία δέν θέλησες νά τήν παραδεχτής;
— Καλό είναι γιά τήν ψυχή μου, κι' ούτε κανένα βλάπτει,
νά μέ νομίζουν οί άλλοι φαϋλο καί φλύαρο, υπερήφανο καί
φιλοκατήγορο,  αποκρίθηκε ό Όσιος.  Άλλα νά μέ νομίζουν
αιρετικό, ζημιώνονται, καί μένα χωρίζουν άπό τόν Κύριο μου.
Οί Γέροντες θαύμασαν τή διάκρισί του καί παραδέχτηκαν
πώς είχε δίκιο.
***
ΟΠΟΙΟΣ  επαινεί μπροστά του άνθρωπο,  έλεγε κάποιος Γέροντας, τόν παραδίνει στό διάβολο γιά νά τόν πολεμάη.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ επισκέπτης μιά μέρα επαίνεσε τό εργόχειρο τοΰ Άββα Ιωάννη. Εκείνος έκανε πώς δέν άκουσε κι' εξακολούθησε τή δουλειά του. Ό ξένος τόν επαίνεσε γιά δεύτερη φορά καί πάλι ό Γέροντας σιώπησε. Μά σάν πήγε γιά τρίτη φορά νά τόν έγκωμιάση, παραμέρισε τό εργόχειρο του ό Άββας καί τοΰ είπε ενοχλημένος:
— Άπό τή στιγμή πού μπήκες έδώ μέσα, άνθρωπε μου, κοντεύεις νά διώξης τόν Θεό.
***
Η ΤΑΠΕΙΝΟΣΥΝΗ είναι ή πύλη τ' ούρανοΰ, συνήθιζε νά λέγη ό παραπάνω Άββάς Ιωάννης. Διά μέσου αυτής μπήκαν οί Πατέρες μας στην πόλι τοΰ Θεοϋ.
***
ΛΕΝΕ πώς ό Άββάς Μακάριος φερνόταν μέ ψυχρότητα καί  σπάνια  μιλοΰσε σ' εκείνους πού τόν τιμούσαν καί τον εγκωμίαζαν. Οί αδελφοί πού τόν ήξευραν σάν ήθελαν νά τόν συμβουλευτούν, τοΰ έπιαναν έτσι κουβέντα:
— Τί έκανες, Άββά, τόν καιρό πού ήσουν καμηλιέρης κι' έκλεβες νίτρο καί τό πούλαγες κρυφά; "Ετρωγες πολύ ξύλο άπό τους φύλακες;
Ό Γέροντας χαμογελούσε ευχαριστημένος, γιά τά προσβλητικά λόγια, καί συνωμιλοϋσε μέ τους αδελφούς.
***
ΠΡΟΣΚΑΛΕΣΑΝ στην πόλι έναν "Αγιο Ερημίτη νά θεραπεύση μέ την προσευχή του ένα δαιμονισμένο νέο. Σάν τόν είδαν νά πλησιάζη, οί συγγενείς τοΰ αρρώστου, βγήκαν μέ λαμπάδες αναμμένες νά τόν υποδεχτούν. Αυτό όμως κακοφάνηκε στον ταπεινό Γέροντα καί βρήκε αυτό τό τέχνασμα νά τους διώξη: "Εβγαλε όλα του τά ροΰχα κι' έμεινε γυμνός. "Υστερα κάθησε νά τά πλένη στό ποτάμι. Οί άνθρωποι πού τόν είδαν, έφυγαν σκανδαλισμένοι.
— Πώς  τό   έκανες  αυτό,   Άββα;   τόν   ρώτησε  αργότερα
κάποιος φίλος του. "Οσοι σε είδαν νά γυμνώνεσαι, είπαν πώς
έχεις δαιμόνιο.
- Αυτό γύρευα κι' έγώ, αποκρίθηκε ό ταπεινός Γέροντας.
***
Η ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ δέν είναι ταπεινοφροσύνη, έλεγεν ό Άββας Σεραπίων, καί διηγεϊτο στους αδελφούς τό παρακάτω περιστατικό:
Ήλθε κάποτε στό κελλί μου ένας νέος Μοναχός νά μέ συμβουλευτή. Θέλησα νά τοΰ πλύνω τά πόδια, όπως έκανα σ' όλους τους ξένους μου. Στάθηκε όμως αδύνατο νά τόν πείσω. Εξευτέλιζε τόν εαυτό του κι' έλεγε πώς δέν είναι άξιος νά τόν αγγίσω. Στήν τράπεζα τόν παρακάλεσα νά είπή τήν προσευχή.
— Είμαι αμαρτωλός, μου έλεγε, δέν είμαι άξιος νά ευλογήσω τό τραπέζι.
Σάν άποφάγαμε, μοΰ είπε πώς είχε επιθυμία νά γυρίση όλη
τήν έρημο νά συνομιλήση μέ τους άναχωρητάς.
— Είσαι πολύ νέος ακόμη γιά τέτοιες περιοδείες, αδελφέ.
"Αν θές τή σωτηρία σου, κλεΐσου στό κελλί σου καί πρόσεχε
τόν εαυτό σου, τόν συμβούλεψα. Καμμιά ωφέλεια δέν έχεις νά
γυρίζης στην έρημο.
Πρόσεξα πώς μέ άκουε ενοχλημένος. Ή όψι του άρχισε ν' άγριεύη. Νόμιζε ό δυστυχής πώς ήθελα νά τόν ελέγξω μ' αυτά πού τοΰ έλεγα καί μέσα του αγανακτούσε.
— Μέχρι τώρα, αδελφέ, αναγκάστηκα τότε νά τοϋ ειπώ,
κατηγορούσες τόν εαυτό σου γιά αμαρτωλό κι' ανάξιο γιά νά
ζής ακόμη.  Καί  τώρα,  πού από αγάπη  σοϋ  έκανα αυτή  τή
μικρή  ύπόδειξι, αναστατώθηκες.  Μάθε νά έχης ταπεινοσύνη
στην καρδιά κι' όχι στά λόγια μόνο.
Ό αδελφός ένοιωσε ευτυχώς τό σφάλμα του κι' έφυγε ωφελημένος.
***
ΟΤΑΝ σέ τιμοΰν οί άνθρωποι, τότε νά ταπεινώνεσαι περισσότερο καί νά λές στό λογισμό σου' αν ήξεραν ποιος είμαι στ' αλήθεια, δέ θά μου έδειχναν καμμιά ύπόληψι. Έτσι δέ θά ζημιωθή ή ψυχή σου, έλεγε   σοφός Πατήρ. 
  

 

ΥΠΟΤΑΓΗ

Ο ΑΒΒΑΣ Δούλας έζησε σαράντα χρόνια σέ Κοινόβιο κι' ήταν, καθώς λένε, υπόδειγμα καλοΰ υποτακτικού. Αργότερα πήγε στην έρημο κι' έγινε Ασκητής. Μέ τήν πλούσια πείρα, πού είχε αποκτήσει, ήταν σέ θέσι νά δίνη ορθές συμβουλές στους νέους Μοναχούς.
- Δοκίμασα όλους τους τρόπους της μοναχικής πολιτείας, τους έλεγε, καί βρήκα πώς οί κοινοβιατες προκόβουν πιό πολύ στην αρετή, αν βάλουν πρόθυμα τόν εαυτό τους στό ζυγό της υποταγής.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ αδελφός ρώτησε τόν "Οσιο Παΐσιο:
— Τί νά κάνω,  Άββά, πού έχω σκληρή  καρδιά και δέ
φοβούμαι τόν Θεόν;
— Πήγαινε νά ύποταχτής σέ Γέροντα που έχει θείο φόβο,
τόν συμβούλεψε ό Όσιος.  Κοντά του θά μάθης κι' εσύ νά
φοβήσαι τόν Θεόν.
***
ΥΠΑΚΟΗ συνδυασμένη μέ εγκράτεια υποτάσσει καί θηρία, έλεγε ό Μέγας Αντώνιος.
***
ΕΛΑ, τέκνον μου, νά γευθής τήν μακαριά ζωή της υπακοής, έλεγε ό Άββας Μωϋσής σ' ένα νέο πού ήταν έτοιμος ν' άκολουθήση τό μοναχικό βίο. Σ' αυτή θά βρής ταπεινοσύνη, δύναμι, χαρά, υπομονή, μακροθυμία. Μ' αυτή γεννιέται ή κατάνυξι κι' ανθίζει ή αγάπη. Αυτή βοηθεΐ τόν καλό υποτακτικό νά τηρή σ' όλη του τή ζωή όλες τις θείες εντολές.
***
ΘΗΣΑΥΡΟ ανεκτίμητο του Μοναχού ονομάζει τήν υπακοή καί ό 'Αββας Ύπερέχιος. Όποιος τήν αποκτήσει, ας είναι βέβαιος πώς θ' ακούγεται πάντοτε ή προσευχή του καί θά παρουσιαστή μέ θάρρος στό βήμα Εκείνου, πού έγινε μέχρι
θανάτου υπήκοος.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ροϋφος πάλι λέγει πώς πιό μεγάλη δόξα περιμένει τόν καλό υποτακτικό, από τόν Ερημίτη, πού ζή μέ τό θέλημα του στή μοναξιά της Έρημου.
***
ΤΡΙΑ πράγματα αρέσουν ιδιαιτέρως στό Θεό, έλεγεν ό ' Αββας Ιωσήφ ό Θηβαίος. Αρρώστια μέ υπομονή, έργα χωρίς έπΐδειξι, μόνο γιά τήν αγάπη Του, καί υποταγή σέ Πνευματικό Πατέρα μέ τελεία αύταπάρνησι. Αυτό τό τελευταίο έχει ένα στεφάνι περισσότερο.
***
ΜΗ ξεγελαστής νά νομίζης τόν εαυτό σου ίκανό νά κυβερνηθή στά πνευματικά, συμβουλεύει καί ό Άββας Ποιμήν. Ύποτάξου σέ έμπειρο Γέροντα κι' άφησε τον νά σέ κυβέρνηση σ' όλα.
***
ΑΛΛΟΣ Πατήρ δίνει αύτη τή συμβουλή σ' εκείνους πού αποφάσισαν ν' ακολουθήσουν τή ζωή της υποταγής:
Γίνου, αδελφέ, σάν τήν καμήλα. Φορτωμένος τις ατέλειες σου, άφησε νά σέ τραβήξη στό δρόμο του Θεοϋ ό πνευματικός σου Όδηγός, πού τόν γνωρίζει καλλίτερα άπό σένα.
***
ΤΕΣΣΕΡΕΙΣ ξένοι Μοναχοί πήγαν κάποτε νά συμβουλευτούν τόν "Οσιο Παμβώ. Ό πρώτος ήταν μεγάλος νηστευτής, ό δεύτερος εντελώς άκτήμων, ό τρίτος είχε αφιερώσει τόν εαυτό του στην έξυπηρέτησι τών γερόντων καί ό τέταρτος ήταν είκοσι χρόνια υποτακτικός.
Σάν άκουσε τις αρετές τους ό Όσιος τους είπε αυτά τά λόγια:
— Τοϋτος εδώ ό τελευταίος σας έχει όλους ξεπεράσει, γιατί εσείς οί άλλοι ό,τι κάνετε, τό κάνετε μέ τό θέλημα σας. Ένώ αυτός κάθε μέρα θυσιάζει τό δικό του και, χωρίς άλλο, θά στάζη αίμα ή καρδιά του. Γι' αυτό οί καλοί υποτακτικοί συγκαταλέγονται μέ τους όμολογητάς τής Πίστεως.
***
ΕΝΑΣ άπό τους παλαιούς μεγάλους Γέροντας, καθώς προσηύχετο μιά μέρα, ήλθε σέ έκστασι κι' ανέβηκε μέ τό πνεϋμα του στον ουράνιο κόσμο. Έκεϊ ξεχώρισε τέσσερα διαφορετικά τάγματα δικαίων. Στό πρώτο είχαν καταταχθή εκείνοι πού βασανίστηκαν   στή   ζωή   τους  άπό   σωματικές   ασθένειες  και ύπόμειναν άγόγγυστα, ευχαριστώντας τόν Θεόν. Στό δεύτερο όσοι έξήσκησαν τήν αρετή της αγάπης και ανακούφιζαν με κάθε τρόπο τόν πλησίον .τους. Τό τρίτο τάγμα αποτελείτο από έρημίτας καί άναχωρητάς πού έζησαν με υπερβολική κακοπάθεια καί σκληραγωγία. Τό τέταρτο τό αποτελούσαν όλοι οί υποτακτικοί. Αυτοί έδειχναν νά υπερβάλλουν όλους τους άλλους σέ δόξα. Σάν διακριτικό τοϋ αξιώματος τους φορούσαν ολόχρυσα έπιμανίκια.
— Πώς συμβαίνει τοΰτοι οί μικρότεροι νά έχουν μεγαλύτερη δόξα από τους άλλους; ρώτησε ό Γέροντας τόν "Αγγελο πού τόν συνόδευε.
- Γιατί όλοι οί άλλοι, εξήγησε ό "Αγγελος, ζήσανε μέ τό
θέλημα τους, ενώ αυτοί κάθε ήμερα τό θυσίαζαν γιά τήν αγάπη
τοΰ Θεοΰ, σταυρώνοντας διαρκώς τόν εαυτό τους.
***
ΔΥΟ αδέλφια άφησαν τόν κόσμο γιά τήν αγάπη τοΰ Χρίστου κι’ άκολουθήσανε τό μοναχικό βίο. Ό ένας έγινε Ερημίτης. Ό άλλος διάλεξε τόν ασφαλή ζυγό της υποταγής γιά νά σώση τήν ψυχή του κι’ έγινε υπόδειγμα υπακοής. "Εκανε πρόθυμα καί μέ χαρά ό,τι τόν πρόσταζαν οί άλλοι καί γι' αυτό τόν αγαπούσαν καί τόν σέβονταν.
Κάποτε ό Ερημίτης θέλησε νά δοκιμάση τοΰ άδελφοΰ του τήν υπακοή, γιά νά βεβαιωθή πώς ο,τι τοΰ έλεγαν γι' αυτόν ήταν αλήθεια. Τόν πήρε μιά μέρα νά κάνουνε ένα μικρό περίπατο κι' επίτηδες τόν παραπλάνησε ώς τό ποτάμι, πού ήταν γεμάτο από κροκόδειλους.
- Πέσε μέσα καί βγές στην απέναντι όχθη, πρόσταξε τόν αδελφό του σάν έφτασαν κοντά, βέβαιος πώς δέ θά τό κατώρθωνε ποτέ, γιατί θά τόν έτρωγαν οί κροκόδειλοι.
Ό καλός υποτακτικός όμως, χωρίς νά βάλη κακό στό νοΰ του, ρίχτηκε στό ποτάμι καί πέρασε στην άλλη όχθη. Κανένα κακό δέ τοΰ συνέβηκε. Τά θηρία, ημερωμένα τοΰ έγλυφαν τά πόδια. Ό Ερημίτης τά έβλεπε και απορούσε.
Σάν κίνησαν νά γυρίσουν πίσω στό Κοινόβιο, βρήκαν στό δρόμο ένα νεκρό γυμνό.
— "Ας βγάλωμε από ένα ροϋχο νά τόν ντύσωμε, πρότεινε
ό Ερημίτης.
— Δεν προσευχόμεθα καλλίτερα, μήπως τόν αναστήσει ό
Θεός; είπε ό υποτακτικός.
Στάθηκαν κι' οί δυό σε προσευχή και πραγματικά αναστήθηκε ό νεκρός. Ό Ερημίτης τό πήρε απάνω του:
— Χωρίς άλλο, γιά τή μεγάλη μου ασκησι έγινε αυτό τό
θαϋμα, συλλογιζόταν.
Μά σάν έφτασαν στό Μοναστήρι, ό Ηγούμενος, πού ήταν άγιος άνθρωπος και τοϋ τά είχε αποκαλύψει όλα ό Θεός, δεν άργησε νά τόν βγάλη από τήν πλάνη του.
— Γιατί εξέθεσες τόν αδελφό σου σε τέτοιο κίνδυνο; είπε
στον Ερημίτη επιτιμητικά. Μάθε όμως πώς χάρι στην υπακοή
του αναστήθηκε ό νεκρός.
Ό Ερημίτης αναγνώρισε τό σφάλμα του και ζήτησε συγχώρεση από τόν Θεόν καί από τόν αδελφό του.
***
ΕΝΑΣ νέος μοναχός πήγε νά συμβουλευτή κάποιον, πνευματικό Γέροντα.
— Κάνω όλα μου τά μοναχικά καθήκοντα, τοΰ είπε, και
κάτι παραπάνω, κι' όμως δεν αναπαύεται ή ψυχή μου. Καμμιά
παρηγοριά δέ παίρνω από τόν Θεό.
— Ζής στό θέλημα σου, γι' αυτό σου συμβαίνουν όλα αυτά
τοΰ εξήγησε ό Γέροντας.
— Τί πρέπει τότε νά κάνω, Άββά γιά νά βρω άνάπαυσι;
— Πήγαινε νά βρής ένα Γέροντα, πού νά έχη φόβο Θεοϋ
στή ψυχή του. Παράδωσε του τόν εαυτό σου μ' όλα του τά
θελήματα  κι'  άφησε  τον  νά  σέ  όδηγήση,  όπως  ξέρει,   στό
δρόμο τοΰ Θεοΰ. Τότε ή ψυχή σου θά βρή παρηγοριά.
Ό νέος άκουσε τή συμβουλή τοϋ Γέροντος κι' αναπαύτηκε
ή ψυχή του.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Μάρκος, ό ασκητής, δίνει αυτή τή χρήσιμη οδηγία στους νέους, πού θέλουν νά βαδίσουν τό δρόμο της υποταγής:
- Μή γίνου μαθητής εκείνου πού συνηθίζει νά έγκωμιάζη τόν εαυτό του,  γιά νά μή  διδαχθής,  αντί ταπεινοφροσύνης,
ύπερηφάνειαν.
***
ΓΝΩΡΙΣΑ Μοναχούς, έλεγε κάποτε μέ θλΐψι τό καύχημα της ερήμου, ό Μέγας Αντώνιος, πού, υστέρα από υπερβολικούς κόπους κι' ασκητικούς αγώνας, ξεγλίστρησαν στην αμαρτία κι' έχασαν τό λογικό τους. Αιτία του ξεπεσμού τους ήταν ή πεποίθησι πού είχαν αποκτήσει γιά τόν εαυτό τους και γιά τά έργα τους. Λησμόνησαν οί δυστυχείς τή φρόνιμη συμβουλή της Γραφής: «Έπερώτησον τόν πατέρα σου καί άναγγελεΐ σοι, τους πρεβυτέρους σου και έροϋσΐ σοι».
"Αλλοτε πάλι έλεγε:
Ό καλός υποτακτικός πρέπει νά άναφέρη στό Γέροντα του πόσα βήματα κάνει καί πόσες σταγόνες νερό έχει πιή, μήπως σφάλλει καί σ' αυτά.
***
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος βρήκε βαθειά στην έρημο έναν όμορφο τόπο, ιδεώδη γιά ησυχαστήριο.
— "Αφησε με, 'Αββά, τοΰ έλεγε, νά πάω νά μείνω εκεί κι'
ελπίζω πώς έχω πολύ νά προκόψω.
— Ό   τόπος   δέ  δίνει   προκοπή   στον  άνθρωπο,   άλλ'   ό τρόπος της ζωής, τοϋ αποκρινόταν ό σοφός Γέροντας. Οί νέοι έχουν ανάγκη πρώτα από υπακοή γιά νά προοδέψουν.
***
ΤΗΝ ϊδια γνώμη έχει κι' ό Άββάς Μωϋσής ό Αϊθίοψ.
- Αρχάριος Μοναχός, έλεγε, πού δεν έμαθε υπακοή και ταπεινοσύνη, αλλά νηστεύει ή κάνει άλλη άσκησι άφ' έαυτοΰ του, μή περιμένης νά προκόψη. Αυτός δεν έχει ιδέα τί πάει νά πή Μοναχός.
***
Η ΑΡΕΤΗ, πού άποκτά ό μοναχός άφ' έαυτοϋ του, έλεγε ο Άββας Θεωνάς, μή περιμένης νά μείνη σ' αυτόν γιά πολύ καιρό. Τοΰ αφαιρεί ό Θεός τή Χάρι Του, γιατί γνωρίζει πώς θά πλανηθή μέ τό νά εμπιστεύεται μόνο στον εαυτό του. Μόνιμη αρετή βρίσκεις στους μακάριους υποτακτικούς, πού ίχουν παραδώσει σώμα και ψυχή στον Πνευματικό τους Πατέρα.
***
ΛΕΝΕ γιά τόν Άββα Ιωάννη τόν Κολοβό, πώς προτοϋ γίνει Ερημίτης, έζησε πολλά χρόνια στην υποταγή κάποιου Γέροντος στή Θηβαΐδα. Όταν πρωτοπήγε, γιά νά τόν δοκιμάση ό Άββάς του, τόν πήρε μιά μέρα κι' άφοΰ περπάτησαν δώδεκα ώρες δρόμο από τήν καλύβα τους, έφτασαν σ' ένα τόπο άνυδρο. Πήρε τότε ό Γέροντας τό ραβδί του, τό έμπηξε στή γή και πρόσταξε τό νεαρό Ιωάννη νά πηγαΐνη κάθε μέρα μ' ένα κάδο νερό νά τό ποτίζη. Ό καλός υποτακτικός έκανε πρόθυμα τόν ορισμό τοΰ Γέροντος. Ύστερα άπό τρία χρόνια τό ξερό ξύλο βλάστησε κι' έκανε καρύδια. Τά πήρε τότε ό Γέροντας καί τά πήγε τήν Κυριακή στην Εκκλησία. Μετά τή Λειτουργία τά μοίρασε στους Έρημίτας, λέγοντας τους:
— Έλατε, αδελφοί, νά γευτήτε τους καρπούς τής υπακοής.
***
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποιος κοσμικός άπό τή Θηβαΐδα στή σκήτη τοϋ 'Αββα Σισώη καί τοϋ ζήτησε νά τόν κάνη Μοναχό.
— Άφησες στον κόσμο κανένα στενό συγγενή; τόν ρώτησε
ό Γέροντας.
— Ναι, ένα γυιό, Άββά.
— Πήγαινε νά τόν ρΐξης πρώτα στό ποτάμι κι' υστέρα έλα
νά σε κάνω Μοναχό, του είπε ό Άββας Σισώης.
Χωρίς δισταγμό ό άνθρωπος έφυγε νά εκτέλεση την προσταγή του. Ό Όσιος όμως έστειλε πίσω του τό μαθητή του νά τόν παρακολούθηση καί νά τόν εμπόδιση από ένα τέτοιο εγχείρημα. Μόλις τόν πρόφθασε εκείνος, έτοιμο νά ρίξη τό παιδί του στό ποτάμι καί τόν εμπόδιζε.
— Μή μ' εμποδίζεις, αδελφέ, τοϋ έλεγε ό άνθρωπος. Αυτή
εϊναι ή προσταγή τοΰ Άββά μου.
Ό αδελφός τότε τοϋ εξήγησε πώς ήθελε μ' αυτό τόν τρόπο νά τόν δοκιμάση ό Γέροντας και μετά βίας τόν έπεισε. Μόλις επέστρεψαν στή σκήτη, ό Άββας Σισώης τόν έκανε αμέσως Μοναχό, γιατί αποδείχτηκε τέλειος υποτακτικός.
***
ΕΝΑΣ νέος, ευγενής και πλούσιος, έπεθύμησε ν' άκολουθήση τήν ερημική ζωή. "Εψαξε καί βρήκε τόν πιό αυστηρό Γέροντα στην έρημο καί τοϋ ζήτησε νά τόν δεχθή στην υποταγή του.
— Πήγαινε πρώτα νά μοιράσης τά υπάρχοντα σου στους
φτωχούς, γιά νά εκτέλεσης τήν εντολή τοϋ Χριστού, τόν συμβούλεψε εκείνος κι' ΰστερα θά σέ δεχτώ.
Ό νέος έκανε πρόθυμα, όπως τοΰ είπε ό 'Αββάς, κι' ελευθερωμένος πιά από υλικές μέριμνες, γύρισε πίσω.
— Τώρα θά μένης σ' εκείνο τό κελλί, τοϋ υπέδειξε πάλι ό
Γέροντας, χωρίς νά μιλάς σέ κανένα.
Πέντε ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν ό νέος στό κελλί του και λέξι δέν έβγαζε από τό στόμα του. Βλέποντας τήν ευλάβεια καί τήν υπομονή του οί άλλοι αδελφοί, τόν σέβονταν καί τόν τιμούσαν. Μιά μέρα τόν φώναξε στό κελλί του ό Γέροντας του και τοϋ είπε αυστηρά:
— Βλέπω πώς, οχι μόνο δέν ωφελείσαι, παραμένοντας σέ
τοϋτο τόν τόπο, μά κινδυνεύεις νά χάσης τήν ψυχή σου από
τους επαίνους πού σοϋ λένε οί αδελφοί, άφοϋ μάλιστα δέν τους
αξίζεις. Έτοιμάσου νά φύγης άπό τήν Αίγυπτο. Θά σέ στείλω
νά μείνης σέ Κοινόβιο.
Ό καλός υποτακτικός, χωρίς πάλι νά βγάλη λέξι από τό στόμα του, έκλινε τό κεφάλι του γιά νά δείξη τήν υποταγή του, κι’ ετοιμάσθηκε παρευθύς γιά τό μακρινό ταξίδι. Ό Γέροντας του τοΰ έδωσε ένα συστατικό γράμμα γιά τόν Ηγούμενο τοΰ Κοινοβίου, πού τόν παρακαλούσε νά τόν δεχτή, μά λησμόνησε νά τοΰ ειπή, αν έπρεπε ή όχι, νά μιλήση εκεί πού θά πήγαινε. "Ετσι ό νέος, τηρώντας πιστά τήν εντολή τοΰ Γέροντος, δέν άνοιξε τό στόμα του νά βγάλη μιλιά εκεί πού πήγε. Οί πιό πολλοί τόν περνούσαν γιά άλαλο. Ό Ηγούμενος τοΰ Κοινοβίου, γιά νά βεβαιωθή, τόν έστειλε μιά μέρα, πού ήξερε πώς ό ποταμός ήταν πλημμυρισμένος, νά περάση στην άλλη όχθη. Θ' άναγκαστή νά γυρίση νά είπή πώς δέν μπορεί νά περάση, συλλογίσθηκε. "Εστειλε κι' άλλον αδελφό ξωπίσω του νά ίδή τί θά κάνη.
Σάν έφθασε στό ποτάμι ό υποτακτικός καί είδε πώς ήταν αδύνατο νά περάση, γονάτισε καί προσευχήθηκε. Τότε πλησίασε ένας κροκόδειλος από τόν ποταμό καί στάθηκε μπροστά του. Ό νέος ανέβηκε στην πλάτη του καί τό θηρίο τόν έβγαλε στην άλλη όχθη.
"Εκπληκτος ό αδελφός πού τόν παρακολουθούσε, γύρισε στό κοινόβιο καί διηγήθηκε όσα είχαν γίνει μπροστά στά μάτια του. Άπό' τότε ό Ηγούμενος καί όλοι οί αδελφοί τόν εύλαβοΰντο σάν "Αγιο.
"Υστερα από λίγα χρόνια πέθανε ό καλός υποτακτικός κι' ό Ηγούμενος έγραψε στό Γέροντα του: «"Αν καί μας έστειλες άνθρωπο άλαλο, όμως έζησε σάν "Αγγελος ανάμεσα μας». Ποια ήταν ή έκπληξί του όμως, όταν ό Γέροντας τοΰ απήντησε, πώς ό μακάριος εκείνος άνθρωπος δέν ήταν καθόλου άλαλος, αλλά, χάρι στην εντολή τοΰ Πνευματικού του, είχε μείνει τόσα χρόνια αμίλητος!
***
ΕΝΑΣ Γέροντας είχε μαθητή τόσο πρόθυμο στην υπακοή,
πού έκανε αμέσως καί μέ ακρίβεια ο,τι τόν πρόσταζε. Μιά μέρα ό 'Αββας, γιά νά τόν δοκιμάση, τοΰ είπε νά πάρη τό βιβλίο πού διάβαζαν στην Εκκλησία καί νά τό πετάξη στον αναμμένο φοΰρνο. Χωρίς δισταγμό ό υποτακτικός έκανε ό,τι του είπε ό Γέροντας. Μά χάρι στην υπακοή του, μόλις έρριξε τό βιβλίο, ό φούρνος παρευθύς έσβυσε.
***
ΕΝΑΣ πατέρας μιά φορά πήρε τό μικρό του γυιό καί πήγε στην έρημο νά γίνη καλόγερος. "Εγινε υποτακτικός σ' ένα σοφό Γέροντα. Εκείνος μιά μέρα, γιά νά δοκιμάση τήν υπακοή του, τήν στιγμή πού άναβε τό φοΰρνο νά ψήση τά ψωμιά, τοΰ φώναξε νά ρίξη μέσα τό μικρό γυιό του. Ό καλός υποτακτικός, χωρίς χρονοτριβή, άρπαξε τό παιδί καί τό πέταξε στό φοΰρνο. Μά γιά τήν υπακοή του ή φωτιά σχημάτισε καμάρα γύρω ά«ό τό παιδί καί τ' άφησε τελείως ανέγγιχτο.
***
ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ό Όσιος Ποιμήν πώς ό 'Αββας Νισθερώ ήταν παράδειγμα καλοΰ ύποτακτικοΰ στό γειτονικό Κοινόβιο, πήγε νά βεβαιωθή μέ τά μάτια του. Είδε πράγματι πώς ό Νισθερώ, όχι μόνο υπακοή τελεία είχε στό Γέροντα του, μά καί υπομονή στους πειρασμούς καί σιωπή μεγάλη.
- Πώς απόκτησες τόσες αρετές, αδελφέ; τόν ανάγκαζε ό Όσιος Ποιμήν νά όμολογήση.
— Όταν πρωτοήλθα στό Κοινόβιο, 'Αββά, είπα στό λογισμό μου: Σύ καί τό άλογο, ταπεινέ, πού γυρίζει τό μαγγανοπήγαδο, είσαστε ένα πράγμα. Εκείνο τό βρίζουν, τό δέρνουν, το αναγκάζουν νά δουλεύη καί νά φορτώνεται καί δέν άντιλογεΐ.
Κάνε  κι'  εσύ τό  ϊδιο.  Δέν λέγει άλλωστε  κι'  ό ψαλμωδός:
«κτηνώδης έγενήθην παρά σοι κάγώ διά παντός μετά σοΰ»;
***
ΘΕΑΕΙΣ νά σώσης τήν ψυχή σου, αδελφέ; λέγει στους υποτακτικούς ό 'Αββας Ποιμήν. Γίνε σάν πέτρινη στήλη. Οΰτε όταν σε βρίζουν νά εξοργίζεσαι, οΰτε δταν σε έπαινοΰν να ύψηλοφρονής.
***
ΔΩΔΕΚΑ χρόνια βασανίστηκε από τήν αρρώστια του ό 'Αββας Άμμώης. Όλο αυτό τό διάστημα στάθηκε δίπλα του, σάν αναμμένη λαμπάδα, ό Ιωάννης, ό καλός του υποτακτικός, καί τόν υπηρετούσε σ' όλα. Ό Γέροντας ήταν αυστηρός καί ποτέ δέν είπε λόγο γλυκό στό μαθητή του, οΰτε ένα «εϊθε νά σωθής». Μά στίς τελευταίες του στιγμές, ένώ τόν είχαν περικυκλώσει όλοι οι συνασκηταί του, πήρε μέ συγκίνησι ό Γέροντας στά τρεμάμενα χέρια του τά χέρια τοΰ υποτακτικού του, τά φίλησε καί ψιθύρισε:
— Τέκνον μου,  νά είσαι  βέβαιος πώς σώθηκες γιά την
καλή υπακοή σου.
Ύστερα γύρισε στους Πατέρας καί, δείχνοντας τόν Ιωάννη, τους είπε:
— Αυτός πού βλέπετε, είναι "Αγγελος καί όχι άνθρωπος.
***
ΕΧΟΥΝ καθήκον οί υποτακτικοί, έλεγε ό 'Αββας Ισίδωρος, καί σάν πατέρας ν' άγαποϋν τους Γέροντας των καί σάν άρχοντας νά τους φοβούνται. Ούτε χάριν τής αγάπης ν' άψηφοϋν  τόν  φόβο  οϋτε πάλι  μέ τό  φόβο ν'  αμαυρώνουν την αγάπη.
***
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ, ό μαθητής τοϋ 'Αββά Παύλου, ήταν παράδειγμα υπακοής. Οί πατέρες διηγούνται γι' αυτόν τό ακόλουθο περιστατικό: Λΐγο πιό πέρα από τήν καλύβα τους βρισκόταν μιά σπηλιά, πού είχε φωλιάσει μέσα μιά ΰαινα. Μιά μέρα είδε ό Γέροντας έκεΐ γύρω φυτρωμένα άγριοκρεμμύδια κι' έστειλε τόν Ιωάννη νά τά ξερριζώση, γιά νά τά μαγειρέψουν.
— Τί νά κάνω, 'Αββά, αν τύχη καί βγή ή ϋαινα; ρώτησε
ό νέος.
— Δέσε την καί φέρε την έδώ, είπε στ' αστεία ό Γέροντας.
Πήγε ό καλός υποτακτικός νά κάνη  τήν προσταγή τοΰ
Γέροντος του. Μά, καθώς τό πρόβλεψε, τοΰ έπετέθηκε ξαφνικά τό φοβερό θηρίο. Ό νέος, όχι μόνο δέ δείλιασε, άλλ' ώρμησε νά τό δέση. Τότε έγινε τοΰτο τό παράδοξο: Αντί νά φοβηθή ό υποτακτικός, φοβήθηκε τό θηρίο κι' έτρεχε στην έρημο νά σωθή. Ό Ιωάννης τό κυνήγησε ξωπίσω καί φώναξε:
— Στάσου λοιπόν. Ό Άββάς μου πρόσταξε νά σε δέσω.
Ύστερα από πολύ κόπο, έφτασε τήν ΰαινα, τήν έδεσε καί
τήν έφερε στό Γέροντα του. Εκείνος στό μεταξύ ανήσυχος, πού έβλεπε ν' αργή, είχε βγή πιό έξω νά τόν συνάντηση. Τόν είδε τότε νά έρχεται, φέρνοντας πίσω του δεμένο τό θηρίο, καί θαύμασε τή δύναμι τής υπακοής.
Στόν Ιωάννη όμως δέν έδειξε καμμία έκπληξι. Αντίθετα μάλιστα, γιά νά τόν ταπείνωση, τοΰ φώναξε δήθεν αυστηρά:
— Ανόητε, γιατί έφερες έδώ τοΰτον τόν λυσσασμένο σκύλο;
"Ελυσαν έτσι τό άγριο θηρίο και τό άφησαν ελεύθερο νά
γυρίση στή φωλιά του.
***
ΠΗΓΕ κάποτε νά έπισκεφθή ένά Μοναστήρι τής επαρχίας του ό Μέγας Βασίλειος κι' άφοΰ έδίδαξε γιά πολλή ώρα τους μοναχούς, γύρισε στόν Ηγούμενο καί τόν ερώτησε:
— Βρίσκεται κανείς ανάμεσα στους αδελφούς, πού νά έχη υπακοή;
— Όλοι δοΰλοι τής αγιοσύνης σου είμεθα, αποκρίθηκε ό
Άββάς, κι' αγωνιζόμαστε γιά τή σωτηρία τής ψυχής μας.
— Υπάρχει κανείς, πού νά ξεχωρίζη γιά τήν υπακοή του;
επέμενε νά έρωτα ό Ιεράρχης.
Ό Ηγούμενος τότε υπέδειξε ένα νέο μοναχό καί τόν πρόσταξε νά υπηρέτη τόν "Αγιο, όσο θά βρισκόταν στό Μοναστήρι. Ύστερα από τό φαγητό έφερε δοχείο μέ νερό στόν Άγιο ό νέος καί τοΰ έχυνε νά πλύνη τά χέρια του.  Άφοΰ
τελείωσε τό πλύσυμό του ό Επίσκοπος, πήρε στά χέρια του τό λαγήνι και πρότεινε στό μοναχό νά τοΰ χύνη ό ϊδιος νά πλυθή κι' αυτός. Ό υποτακτικός, χωρίς άντίρρησι και ψευτοταπεινώσεις, τό δέχτηκε.
- Όταν τό πρωΐ θά μπαίνω στην Εκκλησία γιά νά λειτουργήσω, του εϊπε ό "Αγιος, νά μου υπενθύμισης νά σέ χειροτονήσω Διάκονο.
Ό καλός υποτακτικός τήν επομένη έκανε όπως είχε διαταχθή.
— Ό Μοναχός αυτός έχει πραγματική υπακοή, είπε στον Ηγούμενο ό "Αγιος, καί δίχως άλλο θά προοδέψη.
Έτσι τόν χειροτόνησε Διάκονο καί Πρεσβύτερο καί τόν πήρε μαζί του νά τόν έξυπηρετή.
***
ΑΒΒΑΣ Σιλουανός ήταν Ηγούμενος σ' ένα μικρό Μοναστήρι πάνω στό όρος Σινά, πού εϊχε όλους-όλους δώδεκα μοναχούς. Άπ' αυτούς ξεχώριζε, γιά τήν αδιάκριτη υπακοή του, ένας. νέος από αρχοντική γενιά, πού τά είχε θυσιάσει όλα γιά τήν αγάπη τοϋ Χριστού. Μέ τίς αρετές του ό νέος είχε γίνει πολύ αγαπητός στον Άββά Σιλουανό. Οί άλλοι μοναχοί όμως φθόνησαν τόν Μάρκο - έτσι έλεγαν τόν καλό νέο - και παραπονέθηκαν στους Πατέρες τοϋ Σινά πώς τάχα ό Γέροντας του έκανε άδικες διακρίσεις.
Εκείνοι τότε πήγαν νά ελέγξουν τόν 'Αββα Σιλουανό.
— Ελάτε, τους εϊπε ταπεινά ό Άγιος Γέροντας, νά βεβαιωθήτε  μόνοι  σας,  τι  είναι  εκείνο πού κάνει  τόν Μάρκο  να ξεχωρΐζη άπό τους άλλους.
Τους πήρε κι' έκαναν ένα γΰρο σ' όλο τό Μοναστήρι. Ό Άββας στεκόταν έξω άπό κάθε κελλΐ, χτυπούσε τήν πόρτα καί φώναζε τόν αδελφό μέ τ' ονομά του. Άπό μέσα ακουγόταν ή φωνή εκείνου:
— Τώρα αμέσως, Άββά. Άλλα κανείς δέν παρουσιαζότανε.
Και λίγο πιό πέρα:
— Αύτη τή στιγμή δέ μπορώ, είμαι απασχολημένος.
Σέ άλλο κελλί πάλι:
— Σέ λίγο, 'Αββά, μόλις τελείωση ή σειρά πού πλέκω.
"Εφτασαν τέλος και στό κελλί τοΰ Μάρκου. Μόλις άκουσε
τή φωνή τοΰ Γέροντα του, ό καλός υποτακτικός πετάχτηκε ευθύς έξω. Ό 'Αββας Σιλουανός βρήκε μιά πρόφασι νά τόν άπομακρύνη κι' ϋστερα είπε στους Πατέρας:
— Ποΰ είναι οί άλλοι μοναχοί πού φώναξα; Οΰτε ένας δέν
ήλθε, εκτός από τό ευλογημένο τοϋτο τέκνο της υπακοής.
Μπήκαν στό κελλί τοΰ Μάρκου. Ζωγράφιζε καί είχε αφήσει ατελείωτη μιά μικρή καμπύλη, γιά νά ύπακούση στό κάλεσμα τοΰ Γέροντος του.
— Αξίζει πραγματικά τήν αγάπη σου, είπαν οί Πατέρες
στον 'Αββα Σιλουανό.  Άπό σήμερα θά έχη ξέχωρη καί τή
δική μας έκτΐμησι, γιατί κι' ό Θεός τόν άγαπα καί τόν έχει
χαριτώσει.
"Αλλη φορά πάλι περπατούσαν στην έρημο οί Πατέρες μαζί με τόν 'Αββα Σιλουανό. Πιό πίσω ερχόταν ό Μάρκος με άλλους αδελφούς. Ό Γέροντας, γιά νά δεΐξη στους Πατέρας τήν αδιάκριτη υποταγή τοΰ υποτακτικού του, φώναξε κοντά τό Μάρκο καί, δείχνοντας του ένα σάλιαγκο, πού σερνόταν λίγο πιό εμπρός, τοΰ είπε:
— Βλέπεις, παιδί μου, αυτό τό βουβάλι;
— Ναι, 'Αββα, αποκρίθηκε εκείνος.
— Βλέπεις   καί   τά   κερατά  του,   πού   είναι   σχεδόν   δυό
πιθαμές;
— Ναί, 'Αββα, έκανε ό Μάρκος, πού έβλεπε μόνο με τά
μάτια τοΰ Γέροντος του. Καί έτσι άλλη μιά φορά οί Πατέρες
τοΰ Σινά βρήκαν αφορμή νά θαυμάσουν τόν άφωσιωμένο υποτακτικό.
***
ΕΝΑΣ γέρος Ερημίτης έπεσε σέ οκνηρία, παραμέλησε τά καθήκοντα του καί κοντά στ' άλλα κακά απόκτησε τή συνήθεια νά πίνη καί νά μεθά. Όλη μέρα έπλεκε πανέρια στην καλύβα του. Μόλις βράδυαζε όμως, κατέβαινε στό πιό κοντινό χωριό, έδινε τό εργόχειρο του καί καθόταν ώς τό πρωΐ στό καπηλειό.
Κάποτε ένας νέος από ξένο τόπο πήγε στον Ερημίτη καί τοΰ ζήτησε νά τόν κάνη Μοναχό και νά τόν κράτηση στην υποταγή του. Ό οκνηρός Γέροντας δέ δίστασε, κράτησε τό νέο και τόν έμαθε νά πλέκη κι' αυτός πανέρια. "Ετσι θά είχε περισσότερα νά ξοδεύη στό καταραμένο ποτό. "Αρχισε νά πΐνη διπλά από πριν καί νά σπαταλά αλύπητα τόν κόπο του άδελφοϋ. Τό πρωΐ έφτανε παραπατώντας στην καλύβα του, φέρνοντας στό ταγάρι του ένα ξεροκόμματο γιά τόν δυστυχή υποτακτικό του.
Τρία ολόκληρα χρόνια πέρασαν μ' αυτό τόν τρόπο. Ό αδελφός περνούσε μεγάλες στερήσεις, ψωμί δέ χόρταινε και τά ροΰχα του έπεφταν κουρέλια από πάνω του. Υπόμεινε όμως άγόγγυστα καί ποτέ δέν παραπονέθηκε στό Γέροντα του.
Κάποτε όμως τόν πολέμησε ό λογισμός.
— Τι ωφελήθηκα από τόν άνθρωπο αυτό; συλλογιζόταν.
Ξοδεύει άσπλαγχνα τόν κόπο μου κι' εγώ κοντεύω νά πεθάνω
από τήν πείνα. Τι κάθομαι λοιπόν και δέ φεύγω άπό δώ;
Μ' όλο πού τό δίκιο ήταν μέ τό μέρος του, αντιστεκόταν μέ γενναιότητα.
— Που θά πας; έλεγε στον εαυτό του. Δέν έδωσες ύπόσχεσι
στον Κύριο σου, πώς θά ύπομένης όλους τους πειρασμούς;
Καθώς αγωνιζόταν έτσι, παρουσιάστηκε μπροστά του "Αγγελος, σταλμένος άπό τόν Θεό, νά τοΰ φέρη χαρμόσυνο μήνυμα.
— Μή φύγης, αδελφέ. Αΰριο θά έλθη ένα τάγμα άπό μας
γιά νά σέ παραλαβή.
Τήν άλλη μέρα είπε στό Γέροντα του ό υποτακτικός:
— Μή φύγης απόψε άπό τό κελλί, Άββα, γιατί θά έλθουν
εκείνοι πού θά μέ παραλάβουν.
Ό γερο-Έρημίτης υποσχέθηκε, μά σάν έφτασε ή ώρα τοΰ
πιοτού, δεν ήταν τίποτε ίκανό νά τόν συγκράτηση. Ύστερα δεν είχε πολυπιστέψει τά λόγια τοΰ υποτακτικού του.
- Δεν θά έλθουν σήμερα, μοϋ φαίνεται. Δε βλέπεις πώς
άργοϋνε; "Ισως νά άλλαξαν γνώμη, τοΰ είπε περιπαιχτικά καί
πήγε προς τήν πόρτα.
- "Ω, νά, έρχονται, Άββά, φώναξε μέ χαρά ό νέος. Καθώς
έλεγε αυτά, σταύρωσε τά χέρια στό στήθος και παρέδωσε τήν
ψυχή του.
Ό γερο-Έρήμίτης έμεινε πολλή ώρα σαστισμένος άπ' αυτό τό ξαφνικό. "Υστερα ήλθε σε συναίσθησι και, θρηνώντας πικρά γιά τήν κατάστασΐ του, έλεγε στον υποτακτικό του, σάν νά τόν είχε ζωντανό μπροστά του:
— Άλλοΐμονο σέ μένα τόν δυστυχή, πού γέρασα στην οκνηρία. Έσύ, παιδί μου, γιά μικρή υπομονή έσωσες τήν ψυχή σου.
Μά από τότε έκοψε μέ μιας τήν κακή συνήθεια κι' έβαλε αρχή νά περάση μέ σωφροσύνη κι' επιμέλεια τό υπόλοιπο της ζωής του.
***
ΣΤΑ περίχωρα τής Αλεξάνδρειας ζοϋσε κάποτε ένας Ερημίτης. "Ανθρωπος σκληρός στό χαρακτήρα, οξύθυμος καί ιδιότροπος, πού ήταν αδύνατο νά συγκατοίκηση άλλος μαζί του. Μά ένας νέος ευσεβής, πού είχε πόθο νά μονάση, ακούγοντας τήν κακή φήμη τοΰ Γέροντος, έκανε μέ τό Θεό αυτή τή συμφωνία.
— Κύριε, εϊπε στην προσευχή του, γιά νά συγχώρησης
όλες τις αμαρτίες πού έχω κάνει από τά παιδικά μου χρόνια,
πηγαίνω θεληματικά νά υπηρετήσω αυτόν τόν Έρήμίτή  καί
υπόσχομαι νά μείνω στην υποταγή του μέχρι τέλους.
Τό εϊπε καί τό έκανε. Υποτάχτηκε στό σκληρό Γέροντα καί δεχόταν κάθε μέρα άγόγγυστα τίς ιδιοτροπίες του, βρισιές και ταπεινώσεις κι' αφάνταστη κακομεταχείριση.
Ύστερα από έξι χρόνια, βλέποντας τήν υπομονή του ό Θεός, τοΰ έστειλε από τόν Ουρανό παρηγοριά. Είδε στον ύπνο του "Αγγελο Κυρίου νά κρατή μεγάλο κατάστιχο στό χέρι, πού τό μισό ήταν σβυσμένο εντελώς κι' απόμεινε πυκνογραμμένο τ' άλλο μισό.
— Τό μισό χρέος σου έχει έξοφληθή, τοΰ είπε ό "Αγγελος,
δείχνοντας του τό κατάστιχο. Δέν έχεις παρά νά αγωνιστής
τώρα γιά τό υπόλοιπο.
Κάποιος άλλος Γέροντας πνευματικός, πού άσκήτευε εκεί κοντά, παρακολουθούσε μέ συμπάθεια τους αγώνας τοϋ άδελφοϋ κι' είχε συνδεθή πολύ στενά μαζί του. Σάν άκουγε τόν ιδιότροπο Ερημίτη νά τόν βρίζη και νά τόν κτυπά, τόν ρωτοϋσε μέ αγάπη:
— Πώς πέρασε ή  ήμερα σου,  τέκνον;  Κέρδισες τίποτε;
"Εσβυσες καμμιά σειρά άπό τό κατάστιχο;
"Αν καμμιά φορά - πολύ σπάνια γινότανε αυτό - δέν τόν έβριζε καί δέν τόν χτυπούσε ό Γέροντας του, πήγαινε τό βράδυ λυπημένος στον καλό γείτονα ό αδελφός και τοΰ παραπονιόταν:
— Κακή μέρα σήμερα,  'Αββά πέρασε μέ άνάπαυσι. Δέν
έχω κανένα κέρδος.
Ύστερα άπό έξι χρόνια βασανισμένης ζωής, κοιμήθηκε ό αδελφός. Αποκαλύφτηκε τότε στον πνευματικό Γέροντα πώς κατατάχθηκε μέ τους αγίους Μάρτυρας και παρακαλούσε μέ παρρησία τόν Θεό γιά τόν Άββά του.
— Κύριε, έλεγε, καθώς γιά κεΐνον ελέησες εμένα, ελέησε
τώρα κι' εκείνον γιά τους πολλούς Σου οικτιρμούς.
Ή προσευχή τοΰ υπομονετικού υποτακτικού ακούστηκε. Ό σκληρόκαρδος Γέροντας μετανόησε, άλλαξε ζωή καί σώθηκε ή ψυχή του.
***
ΕΝΑΣ άπό τους μεγάλους Πατέρας τής ερήμου συλλογίστηκε κάποτε:
— Άραγε σέ ποιου άγιου μέτρα έχω φτάσει;
Μά ό αγαθός Θεός, γιά νά τόν προλάβη άπό τήν ύψηλοφροσύνη,  τοΰ φανέρωσε πώς στό γειτονικό Κοινόβιο ζοΰσε κάποιος μοναχός πολύ ανώτερος του στην αρετή, πού θεωρούσε εν τούτοις τόν εαυτό του πολύ αμαρτωλό και τελευταίο από όλους.
Εκίνησε έτσι ένα πρωί ό Γέροντας νά έπισκεφθή τό Μοναστήρι και ζήτησε άπό τόν Ηγούμενο νά ίδή όλους τους μοναχούς. Εκείνος έδωσε ευθύς διαταγή νά παρουσιαστούν στον "Αγιο όλοι οι μοναχοί. Ό Γέροντας παρατηρούσε έναν-έναν μέ προσοχή, μά δεν έμεινε ικανοποιημένος. Δεν είδε άνάμεσά τους εκείνον πού τοΰ είχε αποκαλύψει ό Θεός.
— Πρέπει νά ύπάρχη κι' άλλος αδελφός στό Κοινόβιο,
είπε στον Ηγούμενο.
— Ναι,   αποκρίθηκε   εκείνος,   είναι   ακόμη   ένας,   λιγάκι
βλαμμένος στό μυαλό, πού δουλεύει στό χωράφι.
— Φέρετε κι' αυτόν, παρακάλεσε ό Όσιος.
Ώδήγησαν μέ τή βία τόν αδελφό στον Γέροντα. Εκείνος
μόλις τόν είδε, τόν αγκάλιασε καί τόν φίλησε, γιατί γνώρισε στό πρόσωπο του εκείνον, πού τοΰ είχε φανερώσει ό Θεός. Ύστερα τόν πήρε παράμερα καί τόν παρακαλούσε νά τοΰ είπή ποια ήτο ή κρυφή του εργασία.
— Δέν  κάνω  τίποτε,   Άββά,   έλεγε  εκείνος.   Έγώ  είμαι
άνθρωπος ανόητος, καθώς βλέπεις.
Μά ό Γέροντας δέν εννοούσε νά τόν άφήση, αν δέν τοϋ φανέρωνε τήν αρετή του. Τότε ό αδελφός άναγκάστηε νά τοΰ έμπιστευθή:
— Ό Γέροντας μου, Άββά, άφ' ότου ήλθα στό Κοινόβιο,
πρίν πολλά χρόνια, έβαλε τό βόδι της Μονής στό κελλί πού
δουλεύω καί κοιμάμαι. Αυτό μοϋ σπάζει κάθε μέρα τό σχοινί
πού πλέκω. Τριάντα χρόνια υπομένω αυτή τή δοκιμασία κι'
οΰτε μιά φορά δέν άφησα τόν εαυτό του νά βάλη κακό λογισμό εναντίον τοΰ Άββά μου. Οΰτε τό ζώο έδειρα ποτέ. Πλέκω διαρκώς άπό τήν αρχή τό σχοινί μου, ευχαριστώντας τό Θεό
γιά τόν μικρό τοΰτο πειρασμό.
Θαύμασε ό Άγιος τήν υπομονή τοΰ καλοΰ εκείνου ύποτακτικοΰ κι' άπ' αυτή κατάλαβε και τίς υπόλοιπες αρετές του.
***
ΕΝΑΣ νέος μοναχός, κατεβαίνοντας από τή σκήτη γιά τήν πόλι, πέρασε άπό τήν καλύβα τοϋ 'Αββα Άμμοϋν καί τοΰ έξωμολογήθηκε:
— Ό  Γέροντας μου,   'Αββα,  μέ στέλνει  στην πόλι γιά
δουλειά. Έγώ όμως, πού είμαι άνθρωπος μέ αδυναμίες, φοβούμαι τους πειρασμούς.
— Κάνε υπακοή, τόν συμβούλεψε ό Όσιος, κι' άν σοΰ
συμβή πειρασμός, πές αυτά τά λόγια: Ό θεός των δυνάμεων,
δι' ευχών του Πατρός μου, λύτρωσε με.
Ό αδελφός πήρε θάρρος άπό τά λόγια τοϋ 'Αββα και πήγε πρόθυμα στην υπηρεσία του. Ό διάβολος όμως, πού καιροφυλακτούσε νά τόν βλάψη, έβαλε μιά γυναίκα κακής διαγωγής νά τόν κλείση μέ τή βία στό αμαρτωλό άντρο της. Στήν απελπισία του ό νέος, θυμήθηκε ξαφνικά τή συμβουλή τοΰ 'Αββα 'Αμμοΰν και φώναξε μέ πίστι: «Ό θεός των δυνάμεων, δι' ευχών τοΰ Πατρός μου, λύτρωσε με».
Τότε βρέθηκε, χωρίς νά καταλάβη πώς, στό δρόμο πού
ώδηγοΰσε στήν έρημο.
***
ΕΛΕΓΕ στους αδελφούς ό Αβραάμ, ό μαθητής τοΰ 'Αββα Σισώη, πώς κάποτε είχε μεγάλο πόλεμο στή σάρκα. Βλέποντας τον ανήσυχο και λυπημένο ό Γέροντας του, τό κατάλαβε καί, σηκώνοντας τά χέρια του στον ουρανό, προσευχήθηκε μ' αυτά τά λόγια:
— Κύριε, σύ πού δέ θέλεις τόν θάνατο τοΰ άμαρτωλοΰ,
ελέησε τόν δοΰλο σου τοΰτον καί λύτρωσε τον άπό πειρασμό.
Προτοΰ ακόμη κατεβάση τά χέρια του ό Όσιος, ό νέος είχε κι' όλας απαλλαγή άπό τόν πόλεμο του.
                      ***
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου Γέροντος πήγε νά φέρη νερό
από τό πηγάδι, πού ήταν τρεις ώρες μακριά από την καλύβα τους. Σάν έφτασε εκεί, θυμήθηκε πώς δεν είχε πάρει τό σχοινί μαζί του.
- Κύριε, βοήθησε με σέ τούτη τήν ανάγκη, δι' ευχών τοϋ αγίου μου Γέροντος, προσευχήθηκε ό νέος με πίστι στό Θεό καί εμπιστοσύνη στις ευχές του Άββα του.
Είδε τότε μέ έκπληξι τό νερό τοϋ πηγαδιού ν' άνεβαΐνη ώς τό χείλος. Όταν γέμισε τά δοχεία του, τό νερό ξανακατέβηκε πάλι στην κανονική του στάθμη.
***
Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ενός άλλου Γέροντος πολεμήθηκε πολύ από σαρκική επιθυμία καί, μή μπορώντας πιά ν' άντισταθή, κατέβηκε στον κόσμο καί βρήκε γυναίκα νά νυμφευθή.
Ό Γέροντας του ήταν απαρηγόρητος γιά τό πέσιμο του άδελφοϋ και παρακάλεσε τό Θεό νά τόν σκεπάση νά μή χάση τήν αγνότητα πού είχε ύποσχεθή όταν έγινε Μοναχός. Ό Θεός άκουσε τήν προσευχή τοΰ δούλου του και παραχώρησε νά πεθάνη ό αδελφός τήν ϊδια μέρα πού είχε ορίσει γιά τό
γάμο, χωρίς νά μολυνθή.
***
ΕΝΑΣ Γέροντας έμενε μέ τό μαθητή του σέ μιά καλύβα στην έρημο της Θηβαΐδος. Κάθε βράδυ, ύστερα από τό Απόδειπνο, φώναζε κοντά του τόν υποτακτικό του ό Άββάς, άκουγε τήν έξομολόγησΐ του, τόν συμβούλευε και, τέλος, τοΰ έδινε τήν ευχή του νά πάη νά κοιμηθή.
Μιά μέρα έτυχε νά πάνε πολλοί έπισκέπται νά συμβουλευθούν τόν Γέροντα. Εκείνος έμεινε ολη τήν ημέρα κοντά τους γιά νά τους νουθέτηση καί νά τους ξεκούραση ψυχικά. Σάν βράδυασε κι’ έφυγαν οί ξένοι, μ' όλο πού ήταν κατάκοπος, ό γέροντας δέν παρέλειψε νά φωνάξη τόν υποτακτικό του γιά τά συνηθισμένα τους καθήκοντα. Καθώς όμως τοΰ μιλούσε, εξαντλημένος, έπεσε σέ βαθύ ϋπνο. Ό νέος στάθηκε ακίνητος στή
θέσι του, με τά χέρια σταυρωμένα στό στήθος και περίμενε νά ξυπνήση ό Γέροντας του, γιά νά δώση ευχή νά πάη νά πλαγιάση. Μά εκείνος δέν ξυπνούσε. Ή νύχτα προχωρούσε. Ό αδελφός άρχισε νά κουράζεται και νά νυστάζη. Σκέφτηκε νά φύγη χωρίς ευλογία, μά πάλι δέν αποφάσιζε. "Εφτασαν τά μεσάνυχτα κι' εφτά φορές ως τότε τόν πολέμησαν οι λογισμοί νά σηκωθή νά φύγη, αλλά αντιστάθηκε μέ γενναιότητα.
Τέλος, σάν άρχισε νά ξημερώνη, ξύπνησε ξαφνικά ό Γέροντας και, βλέποντας τό μαθητή του όρθιο στην ϊδια θέσι, παραξενεύτηκε.
— Δέν πήγες νά πλαγιάσης ακόμη; τόν ρώτησε.
— Όχι, Άββά, δέν μοΰ έδωσες ευλογία.
— Γιατί δέ μέ ξυπνούσες, τέκνον μου;
— Σέ λυπόμουν πού ήσουν κουρασμένος.
Είπαν μαζί τόν όρθρο κι' έστειλε τόν νέο ό Γέροντας ν' άναπαυτή γιά λίγο. Εκείνος συνέχισε τήν προσευχή του. Μά ξάφνου έπεσε σέ έκστασι κι' είδε μπροστά του θείο "Αγγελο νά τόν παίρνη άπό τό χέρι καί νά τόν όδηγή σέ τόπο πού δέν περιγράφεται ή ομορφιά του. Έκεϊ τοΰ έδειξε ό "Αγγελος ένα θρόνο πού ακτινοβολούσε ουράνιο φως κι' επάνω του εφτά ολόχρυσα στεφάνια.
— Σέ ποιόν ανήκουν αυτά; ρώτησε μέ θαυμασμό ό Γέροντας.
— Στό μαθητή σου, αποκρίθηκε ό "Αγγελος. Τόν τόπο και
τόν   θρόνο   τοϋ   έχει   ετοιμάσει   πρό   πολλοΰ,   γιά  τήν  καλή
υπακοή του, ό Θεός. Μά τά εφτά στεφάνια, τά κέρδισε μέ μιας
αυτή τή νύκτα.
Σάν ήλθε στον εαυτό του ό Γέροντας φώναξε τό μαθητή του καί τόν εξέταζε τί λογισμούς είχε τήν περασμένη νύχτα πού είχε μείνει άγρυπνος.
Ό νέος βασάνισε τό μυαλό του γιά πολύ, μά υστέρα θυμήθηκε:
Εφτά φορές, Άββά μου, μέ πολέμησε ό λογισμός μου νά
πάω νά πλαγιάσω χωρίς ευχή, μά αντιστάθηκα σ' αυτόν καί τελικά δεν πήγα.
Έθαύμασε τήν καρτερία τοϋ υποτακτικού του ό Γέροντας, μά δεν τοϋ φανέρωσε τό δράμα, γιά νά μή τόν ζημιώσει. Στούς άλλους όμως υποτακτικούς τό διηγόταν συχνά γιά νά πάρουν καλό παράδειγμα. 
 



ΔΟΚΙΜΑΣΙΑΙ

ΚΑΝΕΝΑΣ άνθρωπος, πού δέν πέρασε από θλίψεις καί δοκιμασίες, δέ θά γίνη δεκτός στη Βασιλεία τοΰ Θεοϋ, συνήθιζε νά λέγη ό Μέγας Αντώνιος.
***
ΑΝ είχαμε αποκτήσει ταπεινοφροσύνη, έλεγε άλλος Πατήρ, δέ θά είχαμε ανάγκη παιδαγωγικής μάστιγος εκ μέρους τοΰ Θεοΰ. Όλα τά κακά προέρχονται από τήν υπερηφάνεια. "Αν στό εκλεκτό σκεΰος τοΰ Χριστού, στον Μέγα Παΰλο, δόθηκε άγγελος σατάν νά τόν θλίβη γιά νά μήν ύπερηφανευθή, πόσο μάλλον σέ μας τους υπερήφανους δέν θά παραχώρηση ό Θεός νά μας ρΐξη πολλές φορές ό σατανάς σέ σφάλματα, για νά ταπεινωθοΰμε;
***
ΕΝΑΣ Ερημίτης ρώτησε τόν Άββα Σισώη, τί έπρεπε νά κάνη στην περίπτωσι πού θά τοΰ έπετΐθετο κάποιος βάρβαρος στην ερημιά πού έμενε:
— Επιτρέπεται νά τόν φονεύσω αμυνόμενος;
— "Οχι, αποκρίθηκε ό Όσιος. Παράδοσέ τον καλλίτερα στον Θεό. Όποιος πειρασμός κι' άν σέ βρή, νά σκέπτεσαι πώς προέρχεται από τις αμαρτίες σου. Τό κακό πού σοΰ συντυχαΐνει, νά τό θεωρής δώρο της θείας Εύσπλαγχνίας.
***
Τό δέντρο πού δέ σείεται από τόν άνεμο, οΰτε ρίζες γερές κάνει, ούτε μεγαλώνει όπως πρέπει, έλεγε κάποιος από τους Γέροντας. Κι' ό άνθρωπος πού δέ σαλεύεται από τους πειρασμούς, δέν αποκτά δυνατό χαρακτήρα.
***
ΑΛΛΟΣ Πατήρ συνήθιζε νά λέγη συχνά στους νεωτέρους: —  Απομάκρυνε τους πειρασμούς και κανείς δέ θά γίνη "Αγιος. "Οποιος αποφεύγει τίς δοκιμασίες, απομακρύνεται από τήν ουράνιο ζωή.
***
ΟΤΑΝ κουράζεται ή ψυχή σου από τό βάρος των δοκιμασιών, ας ψάλλουν τά χείλη σου θείους ύμνους κι' ή καρδιά σου ας μελετά τά ουράνια, γιά νά βρίσκης άνακούφισι. Μιμήσου τόν κουρασμένο οδοιπόρο, πού μέ τό τραγούδι, πού σιγολένε τά χείλη του, διασκεδάζει τόν κόπο της όδοιπορίας, έλεγε ό Άββας Ύπερέχιος.
***
ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΕ κάποτε ό Θεός νά δοκιμαστή σκληρά ένας αδελφός στή σκήτη, γιά νά ωφεληθούν οι άλλοι από τήν υπομονή του. Χωρίς δική του υπαιτιότητα, τόν περιφρόνησαν όλοι οί άλλοι αδελφοί. Τόν απόφευγαν. Δέν ήθελαν ούτε νά τόν χαιρετήσουν. "Αν ζητούσε καμμιά φορά ψωμί ή τίποτε άλλο απολύτως αναγκαίο, δέν βρισκόταν κανείς νά τοΰ δώση. Τήν Κυριακή δέν τόν φώναζαν ποτέ νά φάγη μέ τους άλλους αδελφούς στην αγάπη. Μιά φορά γύρισε κατάκοπος στό κελλΐ του από τό θέρος και δέ βρήκε οϋτε ένα ξεροκόμματο νά ξεγελάση τήν πείνα του. Ούτε λίγο νερό νά δροσίση τά φλογισμένα χείλη του. Κανένας από τους γείτονες του δέν τόν λυπήθηκε νά τόν ανακούφιση. Μ' όλα αυτά όμως δέ μικροψύ-χισε, οϋτε αγανάκτησε εναντίον των άλλων, ούτε τους κατηγόρησε γιά μισαδελφία. Υπόφερε μέ γενναιότητα τή δοκιμασία του, λέγοντας στον εαυτό του πώς γιά τίς αμαρτίες του ήταν  άξιος γιά χειρότερα.
Βλέποντας ό Θεός τήν υπομονή του, τόν απάλλαξε ευθύς άπ' αυτόν τόν πειρασμό. Τό ϊδιο βράδυ χτύπησε τήν πόρτα τοϋ κελλιοϋ του ένας ξένος, περαστικός από τή σκήτη, καί του άφησε ένα φορτίο από ψωμιά καί άλλα φαγώσιμα πού είχε στην καμήλα του. Προτοϋ προφτάση ό αδελφός νά τόν ευχαρίστηση εκείνος εξαφανίστηκε. Ό μοναχός τότε άρχισε νά κλαΐη καί νά λέη στην προσευχή του:
— Κύριε μου, δέν ήμουν άξιος νά θλίβωμαι λίγο γιά τήν αγάπη σου, γι' αυτό μοΰ πήρες τή δοκιμασία;
Και πράγματι τοΰ τήν πήρε, γιατί από τήν άλλη μέρα κιόλας έπαψαν νά τοΰ φέρωνται μέ σκληρότητα οί αδελφοί.
***
ΕΝΑΣ Γέροντας Ερημίτης ξεκίνησε γιά τό πιό κοντινό χωριό νά πούληση τά πανέρια του. Στό δρόμο πού πήγαινε, τόν βρήκε ό διάβολος κι' άπ' τήν πολλή κακία πού τοϋ είχε, άρπαξε τά πανέρια από τά χέρια του κι' έγινε άφαντος.
Τότε ό Γέροντας, χωρίς νά στενοχωρηθή καθόλου, σήκωσε τά μάτια στον Ουρανό καί είπε:
— Σ'   ευχαριστώ,   Θεέ   μου,   πού   μέ  απάλλαξες  από  το φορτίο μου κι' άπό τόν κόπο νά κατέβω στό χωριό.
Τότε ό διάβολος, μή υποφέροντας τήν αταραξία τοΰ Ερημίτη, τοϋ πέταξε κατάμουτρα τά πανέρια, φωνάζοντας:
— Πάρτα πίσω, παλιόγερε.
Ό Ερημίτης τά μάζεψε πάλι και συνέχισε τό δρόμο του γιά τό χωριό.
***
ΜΙΑ μέρα, πού καθόταν έξω άπό τήν καλύβα του ό Άββάς Μωϋσής μέ επτά άπό τους μαθητάς του καί συζητούσαν γιά πνευματικά ζητήματα, τους είπε ξαφνικά ό Γέροντας:
— Σήμερα θά μας έπιτεθοΰν Βεδουίνοι. Σας συμβουλεύω
λοιπόν νά σηκωθήτε νά φύγετε, γιά νά σωθήτε.
— Έσύ, Άββά, τι θά κάνης; τόν ρώτησαν εκείνον.
Ό Γέροντας φάνηκε μιά στιγμή συνεπαρμένος από βαθειά συγκίνησι.
— Έγώ, τους είπε ϋστερα από μικρή σιωπή, χρόνια τώρα περιμένω αυτή τήν ευλογημένη ώρα πού θά εξιλεώσω τις περασμένες   αμαρτίες   μου.   Πώς   άλλοιώς   θά   πραγματοποιηθή   ό
λόγος τοϋ Δεσπότου  μου:  «πάντες οί λαβόντες μάχαιραν έν μαχαίρα άπολοϋνται».
— Οϋτε κι εμείς φεύγομε τότε, τοΰ δήλωσαν μ' ένα στόμα
εκείνοι. Θά μείνωμε έδώ νά πεθάνωμε μαζί σου.
— Έγώ δέ φέρνω καμμία ευθύνη. Γι' αυτό ακριβώς σάς το προεΐπα, τους αποκρίθηκε ό Όσιος. "Ας κάνη ό καθένας ό,τι νομίζει.
— Νά, έφτασαν κιόλας οί βάρβαροι.
Τή στιγμή εκείνη περικυκλώσανε τήν καλύβα άραβες λησταί κι' έσφαξαν τόν "Αγιο Γέροντα καί έξη από τους μαθητάς του. Ό ένας πρόλαβε και κρύφτηκε. Έτσι γλίτωσε τή σφαγή καί είδε επτά στεφάνια νά στεφανώνουν τους Όσιομάρτυρας.



α. ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ (Μ. Λαύρας)
Είναι η αρχαιότερη και μεγαλύτερη σκήτη του Αγίου ...
Περισσότερα >>
Πνευματική - καλλιτεχνική - προσφορά των Μονών

ΤΑ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ από τη βυζαντινή ήδ ...
Περισσότερα >>