www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ

Ο ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ
Συνομιλητής: Επίσκοπος Μαυροβουνίου και Παραθαλάσσιας κ. Αμφιλόχιος Ράντοβιτς,
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου
Κ.Ι.: «Εκείνο, που έχει περισσότερη σημασία απ' όλα τα βιβλία κι απ' όλες τις ιδέες, εΐνα να βρεις έναν Ορθόδοξο στάρετς», λέει πάρα πολύ σωστά ο Ρώσσος στοχαστής Κιριεέφσκι.
Υπάρχουν όπως μας βεβαιώνουν αυτοί που όντως γνωρίζουν, αρκετοί μεγάλοι Γέροντες, που μέχρι την κοίμηση τους θα παραμείνουν άγνωστοι σ' εμάς τους πολλούς, διότι έτσι το θέλησε η θεία Πρόνοια. Υπάρχουν, όμως, και μερικοί πολύ γνωστοί, ξακουστοί θα λέγαμε, που κοντά τους αναπαύεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Ένας απ' αυτούς στάθηκε και ο Αγιορείτης Γέρων Παΐσιος. Μιλήστε μας, Σεβασμιώτατε, γι' αυτή τη μεγάλη σας γνωριμία.
Α.Ρ.: Πρωτογνώρισα το μεγάλο Γέροντα το 1966, όταν ήμουν ακόμη λαϊκός. Κάποια δε περίοδο, ως ιερομόναχος πλέον, έμεινα δέκα σχεδόν μήνες κοντά στο κελλΐ του.
Κ.Ι.: Θα πρέπει να ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για σας να ζήσετε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δίπλα σ' ένα τέτοιο Γέροντα.
Α.Ρ.: Πάρα πολύ μεγάλη εμπειρία.
Την πρώτη φορά έμεινα εκεί μια εβδομάδα. Ήταν τότε μια κρίσιμη περίοδος για μένα. Μόλις είχα έρθει από την Ευρώπη, με τον ορθολογισμό της Δύσεως και όλα τα σχετικά. Με στήριξε, λοιπόν, βαθύτατα ο Γέρων Παΐσιος.
Κ.Ι.: Θυμάστε τι ακριβώς σας έλεγε; Έχει μεγάλη σημασία το πώς αντιμετώπισε ένα διανοούμενο, όπως είστε σεις.
Α.Ρ.: Πρώτα πρώτα, άκουε με προσοχή αυτά, που του έλεγα. Κι έβλεπα να τ' ακούει όχι μόνο με απλή προσοχή, αλλά με προσοχή εν προσευχή, πράγμα που είναι πολύ σημαντικό.
Τότί:, λοιπόν, του είπα:
-Γέρονπι, εμείς οι διανοούμενοι ερευνούμε τα πάντα και καμιά φορά σού έρχεται να θέσεις και το ερώτημα «υπάρχει Θεός;».
Μου έκανε τεράστια εντύπωση το πώς το αντιμετώπισε αυτό. Μου είπε συγκεκριμένα:
-Εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω πώς υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο, που ν' αμφιβάλλουν.
Είδα τότε πραγματικό πόνο στο Γέροντα, όπως βλέπεις σε μια μητέρα, η οποία πονά για το παιδί της, που κινδυνεύει να χαθεί. Με τέτοιο πόνο, με τέτοια θλίψη, διερωτάτο αν είναι δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι που να μην πιστεύουν. Πίσω απ' αυτήν την απορία του έβλεπες να κρύβεται μια πραγματική εμπειρία, μια συνάντηση με το πρόσωπο του Θεού. Και μου έλεγε, για να με στηρίξει:
-Μια φορά προσευχόμουν όλη τη νύχτα μέχρι το πρωί. Χαράματα, λοιπόν, ήρθε -τι να σου πω, είναι απερίγραπτα αυτά, δεν μπορούν να εκφραστούν με λόγο- ένα φως, που ανατέλλει από μέσα σου και σε καταλαμβάνει ολόκληρο. Κι αν είσαι κουρασμένος από τη γονυκλισία και τον αγώνα της νύκτας, σου έρχεται μια τέτοια ελαφρότητα, σαν ένας ήλιος που ανέτειλε όχι απ' έξω αλλά από μέσα σου και σε κρατά μέσα σ' αυτή την ανείπωτη, την αμέτρητη χαρά. Ξημέρωσε, βγήκα έξω, άρχισα να κάνω το εργόχειρο μου -ήμουν μαραγκός- και συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση της απέραντης ειρήνης και χαράς. Κι ο ήλιος ο επίγειος, που είχε ανατείλει στο μεταξύ, φαινόταν πολύ μικρό πράγμα, μπροστά στον ήλιο που είχε ανατείλει μέσα μου. Τρεις ημέρες και τρεις νύκτες έζησα έτσι και χρειάστηκε να πιέσω τον εαυτό μου, για να φάω κάτι. Πώς μπορεί, λοιπόν, κανείς, μετά από όλα αυτά, ν' αμφιβάλλει;
Μια άλλη φορά μου έλεγε:
-Μια φορά έτυχε να φύγω για τρεις μήνες κι εκεί που πήγα δεν είδα ανθρώπινο πρόσωπο όλο αυτό το διάστημα. Μετά τους τρεις μήνες δεν ήξερα πλέον τι ημέρα ήταν, πόσος καιρός είχε περάσει, ποια γιορτή ήταν την ημέρα εκείνη. Πήγα τότε να εκκλησιαστώ και ντρεπόμουν να ρωτήσω ποια ημέρα ήταν, γιατί σκέφτηκα ότι θα έλεγαν: «Τρελλάθηκε αυτός;». Και από την Ακολουθία προσπαθούσα να καταλάβω σε ποιο σημείο του έτους βρισκόμαστε.
Ευλογημένη ψυχή, αφοσιωμένη στο Θεό.
Εκείνη την αξέχαστη χρονιά, που πέρασα κοντά του και στο ευλογημένο Άγιον Όρος, το φυτώριο αυτό των αγίων, κάναμε Θεία Λειτουργία. Εγώ λειτούργησα, ο Γέρων έψαλλε. Αλλά πώς έψαλλε. Σαν πληγωμένη δορκάδα ενώπιον του Θεού' έτσι τουλάχιστον το αισθάνθηκα εγώ.
Κ.Ι.: Πολύ ωραία εικόνα αυτή, όπως μας τη δίνει και το Ασμα Ασμάτων.
Α.Ρ.: Όταν τελειώσαμε, ετοίμασε ο Γέρων το φαγητό" ρύζι, ντοματούλες που είχε στον κήπο του και ψωμί, το οποίο ξήραινε ο ίδιος. Γέμισε το δικό μου πιάτο, ενώ στο δικό του έβαλε πολύ λίγο φαγητό. Διαμαρτυρήθηκα, λέγοντας του ότι δεν ήταν σωστό αυτό' εκείνος να φάει ως ασκητής κι εγώ ως καλοφαγάς. Μου είπε τότε:
-Δεν είσαι μοναχός; Θα κάνεις, λοιπόν, υπακοή. Τόσο ανυπάκουος Μαυροβούνιος είσαι; Εδώ ο Μπαγιούμ μου είναι πιο υπάκουος από εσένα.
Τον ρώτησα με έκπληξη ποιος ήταν ο Μπαγιούμ, διότι ήξερα ότι δεν είχε κανένα υποτακτικό. Μου έδειξε τότε μια τριανταφυλλιά, την οποία είχε φυτέψει εκεί. Πήγε, στάθηκε μπροστά στην τριανταφυλλιά και είπε:
-Έλα, Μπαγιούμ, να καταλάβει αυτός ο άπιστος ο Αμφιλόχιος τι είναι η πραγματική υπακοή.
Όπως ήταν νωπό το χώμα εκεί γύρω από την τριανταφυλλιά, άρχισε τότε να σηκώνεται και βγήκε έξω ένας βάτραχος. Σας λέω αυτό, που είδα με τα μάτια μου. Στη συνέχεια είπε στο βάτραχο:
-Γύρνα τώρα, Μπαγιούμ, πίσω στη θέση σου και το βράδυ να πας να κάνεις την προσευχή σου.
Εξεπλάγην και τον ρώτησα τι είδους προσευχή έκαμνε ο Μπαγιούμ. Και μου εξήγησε ότι ο βάτραχος το βράδυ πήγαινε μπροστά σ' ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, που ο Γέρων είχε εκεί κι έλεγε την «ψαλμωδία» του. Παραξενεύτηκα και είπα μέσα μου: «Τώρα με κοροϊδεύει ο Γέρων; Για ποια ψαλμωδία του βατράχου μου μιλά»;
Την ίδια ημέρα, με τη δύση του ήλιου, είδα το βάτραχο μπροστά στο σταυρό να κοάζει: «Κοάξ, κουάξ».
Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτή η άμεση σχέση του Γέροντος με τα ζώα, όπως ακριβώς τη συναντούμε στους αγίους.
Ένα καλοκαίρι, που πέρασα απ' εκεί, επικρατούσε μεγάλη ξηρασία, διότι είχε μήνες να βρέξει. Και μου είπε ο Γέρων Παΐσιος:
-Βλέπεις, εμείς οι άνθρωποι αμαρτάνουμε και ορθά πάσχουμε. Δεν μας αξίζει και τίποτε καλύτερο να μας στείλει ο Θεός. Τα καημένα τα ζώα λυπούμαι, που υποφέρουν. Να, πριν από μερικές μέρες ήρθε ένα φίδι, που δεν έβρισκε πουθενά νερό το καημένο και σαν να μου ζητούσε να του δώσω λίγο νερό να πιει. Πήρα, λοιπόν, το ποτήρι μου και του έβαλα νερό να πιει.
Του είπα τότε, γελώντας:
-Γιατί δεν με φώναξες, Γέροντα, νάρθω να σπάσω το κεφάλι του φιδιού;
Μου απάντησε, γελώντας κι αυτός:
-Εσύ είσαι ένας άγριος Μαυροβούνιος.
Κ.Ι.: Βλέπει παντού τη Δημιουργία.

Λ.Ρ.: Και την παρουσία του Θεού.
Υπάρχουν και τσακάλια εκεί στο Άγιον Όρος. Και, ξέρετε, είναι ανατριχιαστική η φωνή τους, να τ' ακούς το βράδυ. Μου έλεγε, λοιπόν, ο Γέρων:
-Μην ανατριχιάζεις. Αρχίζει τώρα ο «Εσπερινός» των τσακαλιών. Αυτά είναι πιο πρόθυμα για προσευχή παρά εμείς οι μοναχοί. Πρέπει να μάθεις απ' αυτά πώς να υμνείς τον Ύψιστο.
Είχε μεγάλη διάκριση ο Γέρων Παΐσιος. Και δι' αυτού ο Θεός στήριξε και βοήθησε πολλές ψυχές. Κάποτε, που είχαν γράψει στις εφημερίδες ονομαστικά γι' αυτόν και τον επαινούσαν, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο στενοχωρήθηκε. Μου έλεγε:
-Βλέπεις, πάτερ, τι γράφουν για μένα; Εγώ να είμαι ο χειρότερος απ' όλους κι αυτοί να με παρουσιάζουν σαν να είμαι άγιος; Εγώ, που ζω εδώ στο Άγιον Όρος, ξέρω ποιοι άνθρωποι είναι όντως του Θεού. Ο Θεός, όμως, τους ελέησε αυτούς και κατόρθωσαν να κρυφτούν από τα μάτια των ανθρώπων κι έμεινα εγώ να με παρουσιάζουν ως δήθεν άγιο. Και να μη νομίσεις ότι αυτά τα λέω από ταπείνωση. Είμαι, όντως, το σκύβαλο της γης.
 
Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος,
Επίκουρος Καθηγητής Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κ.Ι.: Για τον Γέροντα Παΐσιο έχουμε τώρα και τη μαρτυρία του Καθηγητή κ. Γεωργίου Παπαζάχου.
Γ.Π.: Ήταν πολύ χαριτολόγος, που πραγματικά σε σκλάβωνε. Πήγα μια μέρα μ' έναν ηλικιωμένο φίλο μου, ο οποίος έχει μούσι, φορά γυαλιά, είναι φαλακρός και μοιάζει του Βενιζέλου. Μόλις τον είδε ο Γέροντας, άνοιξε την αγκαλιά του και του είπε: «Καλώς τον Βενιζέλο. Έλα εδώ, Βενιζέλε μου».
Καθήσαμε έξω από το κελλί του πάνω στα κούτσουρα, που είχε κομμένα εκεί. Να σας πω δυο τρία περιστατικά απ' εκείνα, που μας αφηγήθηκε.
Μια μέρα τον επισκέφθηκαν κάποιοι φοιτητές, οι οποίοι, όπως του είπαν, είχαν ακούσει ότι κάμνει και θαύματα, «Εμείς πιστεύουμε βέβαια», του είπαν, «αλλά βοήθει μοι τη απιστία. Δεν κάνεις και σ' εμάς ένα θαύμα, για να βεβαιωθούμε;».
Τους είπε τότε ο Γέρων ότι πίσω από το κελλί του είχε ένα τσεκούρι, με το οποίο έκοβε ξύλα. «Πηγαίνετε», τους είπε, «κόψτε τα κεφάλια σας κι εγώ θα σας τα κολλήσω αμέσως». Οι φοιτητές έφυγαν φυσικά, χωρίς... να κόψουν τα κεφάλια τους!
Μας είπε πάλι, με αφορμή ένα πλαστικό κανατάκι που είχε εκεί με νερό, σχετικά με την προσευχή: «Χάνουμε τον καιρό μας με ασήμαντα πράγματα, ενώ θα έπρεπε συνεχώς να επικοινωνούμε με το Θεό». Και συνέχισε:
-Πάρτε παράδειγμα μια γυναίκα. Οι γυναίκες, αν κάνανε κομποσχοίνι, αν κάνανε τη νοερά προσευχή, θα μπορούσαν να προσελκύσουν τη χάρη του Θεού και να κάνουν θαύματα σ' αυτό τον κόσμο. Με τι, όμως, ασχολούνται; Έχουν, για παράδειγμα, ένα κανατάκι κι αρχίζουν και λένε η μία στην άλλη: «Δεν μου αρέσει αυτό, με τα πράσινα φύλλα' ήθελα να έχει κόκκινα λουλούδια». Και συνεχίζει η άλλη: «Εγώ το πήρα πίσω και πήρα άλλο». Και μπαίνει στην κουβέντα η τρίτη καί λέει: «Εγώ το πήρα από το τάδε κατάστημα κι είναι, έτσι καί έτσι» Και πάει λέγοντας.
Και συνέχισε ο Γέρων:
-Τι πράγματα, καλέ, είναι αυτά; Κανάτι και το ένα, κανάτι και το άλλο. Την ίδια δουλειά δεν κάνουν; Άσε τα κανάτια, γονάτισε και κάνε προσευχή. Κι εδώ στον Άγιον Όρος συμβαίνουν αυτά. Πήγα προχθές σ' ένα κελλί κι είδα ένα μοναχό, που τίναζε τις κουβέρτες του. Του είπα: «Τι κάνεις μωρέ τάδε;» «Να», μου λέει, «τινάζω τα τούλια». Του λέω τότε εγώ: «Βρε συ, τούλια ήρθες να τινάξεις στο Όρος; Άστα, μωρέ, όπως είναι. Γονάτισε, προσευχήσου και κλάψε. Αυτή είναι η δουλειά μας εδώ πέρα' να προσευχόμαστε και μόνο να προσευχόμαστε».
Ο άνθρωπος της προσευχής έτσι βλέπει τα πράγματα. Μου έχουν πει άλλοι εκεί γύρω, κύριε Ιωαννίδη, ότι τη νύκτα ο Γέρων Παΐσιος πήγαινε μέσα σε μια σπηλιά και έκανε όλη τη νύκτα προσευχές. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ζούσε όλη τη νύκτα του εν προσευχή και το πρωί ερχόταν στο κελλί του, όπου τον επισκέπτονταν πάρα πολλοί άνθρωποι ολημερίς, πώς άντεχε; Κι ήταν γνωστό ότι κοιμόταν μια ώρα τα χαράματα και λίγο το απόγευμα σ' ένα παγκάκι.

Συνομιλητής: Παναγιώτης Σωτήρχος,
δημοσιογράφος, συγγραφέας
Κ.Ι.: Ο κ. Σωτήρχος είχε για άλλη μια φορά την καλοσύνη να μας δώσει μερικά στοιχεία από τη μεγάλη του εμπειρία περί Γερόντων, στους οποίους αφιέρωσε και μερικά από τα βιβλία του.
Να πούμε κατ' αρχήν, κύριε Σωτήρχο, τι είναι οι Γέροντες, τα ξεχωριστά αυτά, μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, πνευματικά όντα;
Π.Σ.: Η λέξη Γέρων δεν έχει σχέση, βέβαια, με την ηλικία' είναι όρος πνευματικός και αφορά πνευματική ευθύνη, διότι ο Γέρων είναι προπομπός ψυχών, είναι χειραγωγός σωτηρίας, είναι οδηγός εν Χριστώ. Γι' αυτό να θυμόμαστε ότι ο πρώτος Γέρων, ο οδηγός όλων μας, είναι ο ίδιος ο Κύριος.
Ο θεσμός των Γερόντων είναι θεμελιώδης στην Ορθόδοξη παράδοση μας. Πάντα η Εκκλησία μας είχε και έχει τους αγίους και τους Γέροντες οδηγούς.
Κ.Ι.: Ας μιλήσουμε τώρα για τον αγιορείτη Γέροντα Παΐσιο. Με ιδιαίτερη συγκίνηση θ' ακούσουμε κάποια περιστατικά κι από εσάς.
Π.Σ.: Όταν τον ρώτησε κάποιος πώς θα μπορούσε να έχει μέσα στον κόσμο μια πνευματική ζωή, ο Γέρων Παΐσιος απάντησε:
-Ο σκορπισμος του νου στα βιοτικά και μάταια πράγματα σκορπίζει και την ψυχή. Να στρέφεσαι προς τα έσω, προς την ακαλλιέργητη άμπελο της ψυχής, για να ξεριζώσεις όλα τ' αγκάθια των κακών της και να φυτέψεις στη θέση τους τις αρετές. Και πρόσεχε, διότι αυτή η εργασία δεν είναι καθόλου εύκολη. Είναι επίπονη και θέλει αρκετή υπομονή. Θα συναντήσεις πάρα πολλές δυσκολίες. Πολύ θα σε ωφελήσουν τα διάφορα πατερικά βιβλία, που στις μέρες μας ευτυχώς κυκλοφορούν κατά χιλιάδες. Σ' αυτά θα βρίσκεις ό,τι ποθείς, ό,τι θα σου χρειάζεται. Θα σε οδηγούν με ασφάλεια στον πνευματικό δρόμο. Μόνο να τα διαβάζεις με ταπείνωση και προσευχή.
Κ.Ι.: Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να μεταστρέψει τη ζωή του σε θεανθρωποκεντρική.
Π.Σ.: Ακριβώς.
Κ.Ι.: Και να σταματήσει αυτός ο άκρατος ανθρωποκεντρισμός, που επικρατεί.
II.Σ.: Κάποιος ζήτησε από το Γέροντα Παΐσιο να πεί κάτι για την προσευχή. Κι εκείνος είπε μερικά εισαγωγικά:
-Ο λόγος για την προσευχή δεν τελειώνει ποτέ, διότι και η προσευχή δεν τελειώνει ποτέ.
Υπαρξιακό χαρακτήρα έχει αυτή η φράση του Γέροντος, που σημαίνει ότι όσο ζούμε κι υπάρχουμε, βρισκόμαστε σε μια σχέση με το Θεό Πατέρα. Αυτή η διαλεκτική σχέση, έστω και εν σιωπή, έστω και με απλό βίωμα, είναι κατάσταση προσευχής. Αρκεί να υπάρχει μνήμη, αρκεί να υπάρχει συναίσθηση -αυτό, που λέμε βίωμα- δηλαδή να νιώθουμε μέσα μας την αδυναμία μας, τις αμαρτίες μας, τις ανάγκες μας και να έχουμε αναφορά προς το Θεό. Αυτός είναι ο ατελείωτος λόγος της προσευχής.
Και συνέχισε ο Γέρων:
-Η προσευχή είναι μια συνομιλία με το Θεό. Δεν μπορώ να πω τι νιώθει ο προσευχόμενος άνθρωπος. Μόνο, που πρέπει να γνωρίζετε ότι η ψυχή του χριστιανού θέλει να προσεύχεται συνεχώς.
Κ.Ι.: Κι ο απόστολος Παύλος άλλωστε μας κάλεσε στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Π.Σ.: Εκείνο, που θα ήθελα να πω στη συνέχεια, γιατί είναι και φαινόμενο της εποχής μας, αφορά τα δικαιώματα του ανθρώπου, για τα οποία έχουν αναπτυχθεί τόσες και τόσες θεωρίες. Έρχεται, λοιπόν, ο Γέρων και μας λέει μερικά λόγια πολύ σημαντικά:
-Όσο πιο πνευματικός άνθρωπος είναι κάποιος, τόσο λιγότερα δικαιώματα έχει σ' αυτή τη ζωή. Ένας πνευματικός άνθρωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα σ' αυτή τη ζωή. Είναι υποχρεωμένος να κάνει υπομονή και να δέχεται την αδικία. Τα δικά του δικαιώματα τα φυλάει ο Θεός για την άλλη ζωή.
Αλλά, όμως, εξηγεί ο Γέρων, πολλές φορές εμείς, από ανοησία, ζητούμε να δικαιωθούμε εδώ. Όμως, η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν σημαίνει τίποτε για ένα πνευματικό άνθρωπο. Είναι μόνο ένα φρένο για τους άδικους ανθρώπους.
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο αυτό και δείχνει και το ύψος, από το οποίο έβλεπε ο Γέρων Παΐσιος.
Π.Σ.: Ναι, διότι ξεπέρασε το φράγμα της λογικής του κόσμου τούτου.
Σε μια άλλη περίπτωση είπε ο μακαριστός Γέρων:
-Όταν ο άνθρωπος πιστεύει στο Θεό, στο Χριστό, στη μέλλουσα ζωή, τότε αυτή εδώ η ζωή είναι μάταιη. Σ' αυτήν εδώ τη ζωή πρέπει να ετοιμάσει το διαβατήριο για την άλλη. Κι αν τον αδικήσει ο άλλος, αυτός χαίρεται, γιατί έχει αποταμιεύσει κάτι στην ουράνια ζωή. Όσο ένας αδικείται σ' αυτή τη ζωή από άλλους ανθρώπους, τόσο αποταμιεύει στην άλλη ζωή.
Για τις θλίψεις έλεγε ο Γέρων ότι καθαρίζουν και λαμπικάρουν τον άνθρωπο, ότι δεν υπάρχει τίποτε ανώτερο από τις θλίψεις που περνάμε κι ότι ξεπερνούν ακόμη και το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», δηλαδή τη νοερά προσευχή.
Τρομερός λόγος. Στην περίπτωση των θλίψεων έχουμε την πράξη, η οποία καθαιρεί. Κι ανέφερε στη συνέχεια ο Γέρων τα λόγια του πατρός Τύχωνος, ενός ρωσσικής καταγωγής αγιορείτη, μιας αγίας ψυχής, που έχει κοιμηθεί προ καιρού: «Το 'Κύριε Ιησού Χριστέ' εκατό δραχμές" το 'δόξα τω Θεώ' χίλιες δραχμές». Ήθελε μ' αυτό τον τρόπο να τονίσει ότι η δοξολογία προς το Θεό έχει μεγαλύτερη αξία, ιδίως όταν υποφέρει ο άνθρωπος και λέει 'Δόξα σοι ο Θεός'. Κι αυτό, φυσικά, δεν είναι εύκολο.
 
Συνομιλητής: Μοναχός Νικόδημος Μπιλάλης (Αγιορείτης)
Θεολόγος - νομικός - συγγραφέας
Κ.Ι.: Ο π. Νικόδημος γνώρισε το Γέροντα Παΐσιο για 32 ολόκληρα χρόνια. Μεγάλο το κεφάλαιο του Γέροντος Παϊσίου και μεγάλη ευκαιρία για μας να έχουμε τη μαρτυρία του πατρός Νικόδημου Μπιλάλη για το μεγάλο αυτό Γέροντα.
Πατέρα Νικόδημε, να ξεκινήσουμε από την πρώτη σας γνωριμία και να δούμε πώς είδατε αυτό το μεγάλο Γεροντικό ανάστημα της σύγχρονης Ελληνικής Ορθοδοξίας.
Ν.Μ.: Αισθάνομαι μάλλον συγκλονισμένος με την έννοια ότι δεν ξέρω εάν είμαι άξιος να μιλήσω για τον πατέρα Παΐσιο. Πολλοί θεωρούν ότι τον είχαν Γέροντα ή καθοδηγητή. Εγώ δεν χρησιμοποιώ τη λέξη ο Γέροντας μου, γιατί τυπικώς δεν υπήρξε Γέροντας μου.
Βέβαια, όπως είπατε, με αξίωσε ο Θεός να γνωρίσω το Γέροντα Παΐσιο, επί 32 χρόνια και θα έλεγα, όχι αποσπασματικά, αλλά οργανικά, ώστε εάν είμαι Αγιορείτης μοναχός, το οφείλω στο Γέροντα Παΐσιο. Κι αν ο Θεός ήθελε θα ήμουν μοναχός υπό το Γέροντα Παΐσιο. Αρρώστησε όμως, έπαθε αιμόπτυση, γιατί είχε έναν πνεύμονα.
Τον γνώρισα όταν ήμουν ακόμα κοσμικός στην Κόνιτσα. Ήταν και αυτός γιος πολυτέκνων. Και με καθοδηγούσε σε συγκεκριμένα θέματα πολυτέκνων ως ιδρυτής της Πανελλήνιας Ένωσης Φίλων των Πολυτέκνων. Στο σύνδεσμο ήταν ο κύριος καθοδηγητής μου.
Μιλούσαμε, τα πρώτα χρόνια, τουλάχιστον, περίπου 3, 4, 5, φτάσαμε και 8 ώρες συζήτηση.
Κ.Ι.: Τι πράγματα μιλούσατε;
Ν.Μ.: Θεολογικά βέβαια και πνευματικά και προσωπικά θέματα. Ήτανε, όντως, ένας σύγχρονος ασκητής με μεγάλη συνειδητή άσκηση, ταπεινή άσκηση και ανυποχώρητη. Ήταν χαρισματούχος άνθρωπος. Απο της βαπτίσεώς του, αναφέρονται οι σχέσεις του με τον πατέρα Αρσένιο.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Αρσένιος, μετά, ως μεγαλόσχημος πήρε το όνομα Παΐσιος. Ο πατέρας είπε: «Χρήστο θα βγάλουμε το παιδί». Και μένα ποιος θα με αντικαταστήσει, είπε ο άγιος Αρσένιος.
Κ.Ι.: Είναι πολύ σπουδαίο αυτό.
Ν.Μ.: Αυτό δεν έχει γραφτεί. Είναι η πρώτη φορά που το ακούτε. Μου το είπε εμένα προσωπικώς. Δεν θέλω να διαστείλω τη δική μου μαρτυρία με εκείνη των άλλων. Δεν ήταν διότι είχα μνήμη, αλλά, τέλος πάντων, η γνωριμία ήταν κάπως ιδιότυπη.
Κ.Ι.: Και εκτεταμένη.
Ν.Μ.: Έχω γράψει σε ένα τεύχος των Φίλων των Πολυτέκνων για τον πατέρα Παΐσιο. Έχουμε δημοσιεύσει όλα τα βιβλία του πατρός Παισίου.
Κ.Ι.: Είναι καθάριο νερό από καθαρή πηγή.
Ν.Μ.: Κυρίως οι επιστολές του. Είναι θεολογικότατος. Ήταν σύγχρονος και φωτισμένος.
Κ.Ι.: Στο πεδίο που έφθασε όλα ήτανε δεδομένα και δοσμένα άνωθεν.
Ν.Μ.: Ναι. Είχε υπερβεί το μέτρο της ανθρωπότητος, της ανθρωπινής φύσεως. Εφαίνετο και πολύ ανθρώπινος, πολύ κατανοητός, πολύ φυσικός. Πάντοτε ήξερες ότι είναι κάτι άλλο. Και σου ενέπνεε ένα δέος, όπως και μια απλότητα και μια ευχέρεια. Όπως μιλάς στον πατέρα σου και τη μάνα σου, έτσι και με το Γέροντα. Έκανε αστεία, είχε χιούμορ ωραίο.
Κ.Ι.: Είναι χαριτωμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Είναι και χαριτωμένοι από τη χάρη. Είναι και χαριτωμένοι με τη συμπεριφορά τους.
Πατέρα Νικόδημε, σε αυτούς τους εκτεταμένους διάλογους, που είχατε και οι οποίοι κράτησαν τόσα χρόνια, γνωρίσατε την εσωτερική του κατάσταση. Πώς τη νιώθετε; π.χ. εγώ, είχα την ευλογία να γνωρίσω τον πατέρα Πορφύριο, όταν έφευγα από κοντά του, πετούσα, δεν περπατούσα. Ίσχυε η καύση της καρδίας. Σε αυτό το περίγραμμα δώστε μας αυτό που εσείς νιώθατε στην παρουσία αυτού του αγίου ανδρός.
Ν.Μ.: Αισθανόμουνα, βέβαια, χαρά και πετούσα κι εγώ. Στον πατέρα Παΐσιο αισθανόταν κανείς μια σιγουριά. Έφευγε όμως και προβληματισμένος και ελεγμένος. Και συντετριμμένος, καμιά φορά, με την έννοια ότι πόσο είμαι χάλια εγώ ή πόσο δύσκολα είναι να φθάσει κανείς εκεί.
Κ.Ι.: Δηλαδή γινόντουσαν συγκρίσεις;
Ν.Μ.: Αυτόματες. Ήτανε πολύ ενθουσιώδης και θαρραλέος στο να πάει κοντά του οποιοσδήποτε. Όπως και ο Κύριος εδέχετο τους πάντιες και η Εκκλησία δέχεται τους πάντες. Δεν ήταν εκλεκτικός. Καθόταν και αφιέρωνε χρόνο ο πατήρ Παΐσιος σε όλους. Ο πατήρ Παίσιος έβλεπιε από μακριά την ψυχή του κάθε ανθρώπου, ως πλάσματος του Θεού. Είχε καταδεκτικότητα και εδέχετο τους πάντες.      
Δεχόταν την αδιάκριτο υπακοή -όχι να είσαι αδιάκριτος. Αλλο το αδιάκριτος και άλλο η αδιάκριτος υπακοή, χωρίς διακρίσεις, λογισμούς. Θέλει να πει πως είναι ουσιαστική στο μοναχό η υπακοή -είναι η οντολογία του μοναχού (υπακοή, παρθενία, ακτημοσύνη). Όταν αφαιρέσεις αυτά, αφαιρούνται και τα άλλα. Είχε πεποίθηση ο λόγος του, πειστικότητα και ήταν ρωμαλέος θεολογικά.
Ο Γέροντας ό,τι δεν ήθελε να το αποκαλύψει το έλεγε με τρόπο που έπαιρνες το μήνυμα. Από κει και πέρα ήταν δικό σου θέμα το πώς θα αντιδράσεις. Δεν σε ρεζίλευε τρόπον τινά. Είχε πνευματικό τακτ.
Θυμάμαι, όταν τελείωσε το δημοτικό, ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει σιδερά. Τον πήγε, λοιπόν, σ' ένα σιδερά. Όταν πήγε, έμεινε 2-3 μέρες και μετά δεν ξέραν τι έγινε το παιδί. Δεν είπε τίποτα στο σπίτι, ξέρετε θα φύγω ή δεν πάω εκεί. Ούτε όταν ο πατέρας του του είπε: «ξέρεις, θα πας σ' ένα σιδερά», δεν του είπε ότι δεν θέλει και θέλει να γίνει κάτι άλλο. Βρίσκει ο πατέρας του το σιδερά, το μάστορα και τον ρώτησε πώς πάει το παιδί. «Δεν έρχεται». «Ξέρεις εάν σταμάτησε;» «Όχι». Πάει λοιπόν ο πατέρας του τον πιάνει, τον έδειρε και τον πήρε πάλι την άλλη μέρα. Έμεινε 1-2 μέρες και μετά ξανάφυγε και ξαναπήγε σε ξυλουργείο. Οπότε το μαθαίνει ο πατέρας του και τον ξαναπηγαίνει. Χωρίς ν' αντείπει στον πατέρα του. Μου λέει: «Δεν μπορούσα ν' αντιμιλήσω στον πατέρα μου ή να του πω τίποτα». Όχι από φόβο. Ήθελε να ακολουθήσει την ξυλουργική. Γιατί; Επειδή ήταν ταπεινός ξυλουργός. Κι έγινε τόσο καλός ξυλουργός, σπουδαίος. Θα έλεγα μεταξύ των ελαχίστων.
Κ.Ι.: Έκανε και ξυλόγλυπτα.
Ν.Μ.: Αριστουργήματα. Εμένα, μου έστειλε ένα δώρο στο οποίο έχει το Σινά Όρος. Ανεβαίνει το δρόμο και πάνω στην κορυφή φαίνεται ορατώς μόνο το χέρι του Θεού που δίδει τις εντολές στο Μωϋσή, ο οποίος τις παίρνει.
Αλλά ως φαντασία και ως εκτέλεση είναι πάρα πολύ ωραίο. Τόχω απέναντι μου. Κι άλλα βέβαια μου έχει δώσει. Ένα προσωπικό σταυρό κλπ. Όταν ήτανε στην Κόνιτσα πάρα πολλοί ήθελαν να κάνουν τα έπιπλα τους κοντά του. Ήταν δυνατός στα χέρια. Σαν νέος ήταν πολύ δυνατός. Έκανε άσκηση κι έκλαιγε γιατί πείνασαν άνθρωποι εξ' αιτίας του, επειδή προτιμούσαν αυτόν. Δεν είχαν δουλειά οι άλλοι. Τρόπον τινά έπαιρνε τη δουλειά τους. Έκανε και σταυρουδάκια. Μόνος του έκανε το αρνητικό. Δεν ξέρω εάν ξέρετε, πώς είναι οι στάμπες. Πρέπει να έχεις το αρνητικό για να το γυρίσεις σαν καλούπι. Αυτός το σκάλιζε, όπως τη ζώνη που φορώ και ήξερε να χαράσσει επάνω. Επειδή δεν μπορούσε μετά να σκαλίσει για να το βάλει στο στήθος που πονούσε έκανε μια στάμπα με μια πρέσσα. -Βράζομε το ξύλο για να νωπίσει και όπως είναι βρασμένο, νωπό, το βάζουμε και πατάμε την πρέσσα και αποτυπώνεται. Κατόπιν το βάζομε σε ένα φούρνο και ψήνεται κι έτσι γίνεται το ανάγλυφο.
Κ.Ι.: Στο στρατό ήταν ασυρματιστής.
Ν.Μ.: Ναι. Ήταν φοβερός στον εποπτικό λόγο. Έλεγε παραδείγματα. Και χειρονομίες παραστατικές έκανε.
Το παιδί αυτό έδειξε παιδιόθεν, αυτό που είπε ο Γέροντας: «και μένα ποιος θα με αντικαταστήσει;» στο πνευματικό χάρισμα, πήρε το χάρισμα.
Ο πατήρ Παΐσιος δεν έτρωγε Τετάρτη και Παρασκευή και δεν έτρωγε και από την κατσαρόλα που είχαν μαγειρέψει. Έπρεπε να βάλουν άλλη κατσαρόλα.
Κ.Ι.: Σε ποια ηλικία ήτανε;
Ν.Μ.: 6-7 ετών.
Κ.Ι.: Πολύ μικρός.
Ν.Μ.: Μάλιστα έφευγε, μικρό παιδί που ήτανε, και πήγαινε στο δάσος κι έφτιαχνε κομπολόγια από έλατο, κουκουναράκια. Και χανόταν μέσα στο δάσος. Αυτό μου το έχει αναφέρει σε προσωπική συζήτηση. Θέλω να πω ότι υπάρχουν πολλά στοιχεία. Κι ένα άλλο που πάλι δεν έχει γραφτεί κι ίσως να μη γραφτεί. Είχε ακούσει ότι στα 16 χρόνια μπορεί να γίνει κανείς μοναχός. Όταν έφτασε 16 ετών, κατέβηκε, χωρίς να πει τίποτα, στη Μητρόπολη Ιωαννίνων για να ρωτήσει πώς μπορεί να πάει στο Αγιον Όρος. Πήγε κι εμφανίστηκε με απλότητα: «Θέλω να πάω να γίνω μοναχός στο Άγιον Όρος». Εκεί αυτοί του είπανε: «κλείσε την πόρτα και θα ειδοποιήσουμε αμέσως την αστυνομία. Τι; Θα πας στο Αγιον Όρος;» Κι άρχισαν να ειρωνεύονται: «το ξέρει ο πατέρας σου;» «Όχι». «Και τι να πας στο Αγιον Όρος». Τον απείλησαν. Τα πίστεψε κατά μία απλότητα. Ήταν οικονομία του Θεού για να περάσει κάποια ηλικία. Τον προόριζε κάπως αλλοιώς ο Θεός. Γυρίζει πίσω και περιμένει να συμπληρωθεί η ηλικία. Συμπληρώνεται η ηλικία των 21: -«να πας στο στρατό και μετά». Τότε ήταν ο ανταρτοπόλεμος και τρία αδέλφια του πήγαν στον πόλεμο. Αυτός ήταν ο μικρότερος και δεν τον πήγανε. Έμεινε μόνος για να βοηθήσει την οικογένεια και τις αδελφές του. Όταν γύρισαν αυτοί τότε πήγε εκείνος στρατιώτης. Κι αμέσως μετά το στρατιωτικό, έφυγε κρυφά, χωρίς να πει τίποτα και πήγε στο Άγιον Όρος.
Επίσης, μου είχε πει, όταν πήγε στη μονή Εσφιγμένου (εκεί πρω-τοπήγε καλόγερος), τον έβαλαν σ' έναν ξυλουργό. Ήξερε να καρφώνει καμιά σανίδι*, αλλά δεν ήτανε επιπλοποιός.
Ο ξυλουργός τούκανε τα ζαβά, για να τον δοκιμάσει εάν θα στεναχωρηθεί, ή εάν θα σηκωθεί να φύγει.
Κ.Ι.: Τούκανε γυμνάσια δηλαδή.
Ν.Μ.: «Πώς το χάλασες το ξύλο, ρε, βάλτο κάτω, δεν σου είπα αλλοιώς να το κάνεις;» Ενώ ο Γέροντας Παΐσιος ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. Εν πάση περιπτώσει δεν καταλάβαινε το πνεύμα. Ο Θεός επέτρεπε έτσι για να δοκιμάζεται. Πήγε στον Ηγούμενο και του λέει: -«κάνε υπακοή, παιδί μου, για να σου λέει έτσι, ξέρει αυτός». Έκλαιγε μερικές φορές και στεναχωρείτο.
Οπόταν, μια μέρα που πήγαν στο καμπαναριό να φτιάξουν κάτι και του λέει: «κάνε το αυτό», απήντησε: «ευλόγησον». Είχε προσευχηθεί προηγουμένως και τόκανε με την καρδιά του. Πετά εκείνος τα εργαλεία και λέει: «ε, αυτό ήθελα να δω, κάνε ό,τι θέλεις απ' εδώ και πέρα». Κι άλλαξε δουλειά ο Γέροντας. Πήγε σε άλλο διακόνημα και τον άφησαν προϊστάμενο του ξυλουργείου.
Κι ένα άλλο που είναι μέσα στο μοναστήρι. Ήθελε να κάνει άσκηση και στην άσκηση αυτή βάζανε τυρί. Οπόταν τι έκανε; Αντί να φάει -τόχωνε μέσα στη φακή το τυρί, από κάτω -και για να μην το φάει το τυρί, το έθαβε μέσα. Τόλεγε, όπως μας έλεγε διάφορες περιπτώσεις. Ότι μπορεί να κάνει κανείς άσκηση ακόμα χωρίς να τον πάρουν είδηση.
Κ.Ι.: Αν ήταν να θυμηθείτε 2-3 από τις φράσεις του, πατέρα Νικόδημε, ποιες θα ήταν αυτές;
Ν.Μ.: Στην προσευχή τόνιζε την ευχή, την ταπείνωση επίσης και, κυρίως, τόνιζε τον ανδρισμό. Ήθελε να είμαστε απέναντι του Θεού ειλικρινείς.
Κ.Ι.: Τίμιοι.
Ν.Μ.: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν έμοί ό Θεός καί Πνεΰμα εύθές...» Είχε μεγάλη ευθύτητα. Δεν είχε τα κόλπα και τη διπλωματία! Ο πατήρ Παΐσιος ήτανε καθαρός και ίσιος. Μας έδειξε να είμαστε ίσιοι και ευθείς.
Κ.Ι.: Πατέρα Νικόδημε, μας δώσατε μεγάλη χαρά για όλα αυτά που μας είπατε για το Γέροντα Παΐσιο. Μας φέρατε κρύσταλλο από τον ουρανό.

Συνομιλητής: Αρχιμανδρίτης Νικόλαος Χ" Νικολάου
Συγγραφέας
Ν.Χ"Ν.: Έζησα κοντά στο Γέροντα Παΐσιο 51/2, μήνες τους πρώτους που πήγα, γιατί εκεί πήγα ερχόμενος από την Αμερική, είχα ήδη λείψει 8 χρόνια από την Ελλάδα. Του είπα ποιος είμαι, τι περίπου θέλω να κάμω, δεν ήξερα τι μορφή ακριβώς θα έδινα στην κλήση μου, και ο άνθρωπος αυτός με δέχτηκε τον πρώτο καιρό έως ότου θα κατέληγα στο πού θα πήγαινα. Κι έτσι είχα αυτή την ευλογία να έχω μια πιο στενή επαφή μαζί του. Στη συνέχεια πήγα στη Μονή Αγ. Παύλου.
Κ.Ι.: Να δούμε λίγα πράγματα από την εμπειρία σας με τον Γ. Παΐσιο;
Ν.Χ"Ν.: Να πω κανένα-δυο παραδείγματα, έτσι πολύ εντυπωσιακά και όμορφα, τα οποία ενδεχομένως να μην είναι και πολύ γνωστά. Θυμούμαι μια φορά που κάναμε έναν περίπατο, ήταν Μάρτιος μήνας, είχε σχετικό κρύο, και ήμαστε μακριά, περίπου σε μια απόσταση 60μ. από την καλύβη του, και με κάποιον άλλο μοναχό. Καθώς, λοιπόν, πλησιάζαμε (θα ήταν περίπου 60μ. από την πορτούλα της αυλής του) φαινόταν κάτι από μακριά, πορτοκαλί έδειχνε. Βέβαια στη μεγάλη απόσταση δεν διακρίνει κανείς εύκολα το πορτοκαλί από το κόκκινο ή το κιτρινωπό. Λέει λοιπόν «Μπα! Μανταρίνια έφεραν; Ποιος τάφερε;» Δεν φαινόταν τίποτε. Σας μιλώ για μεγάλη απόσταση, πώς διέκρινε μανταρίνια και πορτοκάλια; Εν πάση περιπτώσει, πλησιάσαμε σιγά-σιγά' πράγματι, ήταν μια μεγάλη σακκούλα με μανταρίνια. Κάποιος τ' άφησε. Λέει λοιπόν: «Πω, πω, πω μανταρίνια, και πώς μ' αρέσουν! Για να κρατήσω 3 απ' αυτά». Κράτησε τρία. Ήταν κι ένας άλλος μοναχός, ο οποίος επρόκειτο να πάει ακριβώς απέναντι, στην Κουτλουμουσιανή σκήτη. Του λέει: «Πάρτα εσύ τώρα αυτά τα μανταρίνια και πήγαινε τα στο Γ. Ιωσήφ». Ένα γεροντάκι, τότε, 103 ετών. Λέει, αλλά, πριν του τα πας για να πάρω άλλα δύο, εμένα μου χρειάζονται. Και από 3 τάκανε 5. Πριν φύγει ο μοναχός, του λέει, -«κοίταξε, εγώ είμαι λαίμαργος, θέλω ακόμη 2». Πήρε άλλα 2 και τάκανε 7. «Φύγε τώρα γρήγορα, γιατί έτσι που πάω απ' τη λαιμαργία μου κι απ' τα πάθη μου θα σου τα πάρω όλα. Έφυγε ο μοναχός και καθήσαμε οι δυο μας. Πέρασε κανένα 2()λεπτο και ακούστηκε, είχε ένα σίδερο  όπως θα γνωρίζεται από άλλων περιγραφές, στην πορτούλα της αυλής του, και κτυπούσε κάποιος αυτό το σίδερο σαν να κτυπάει το κουδούνι. Λέω, ν' ανοίξω Γέροντα; Λέει: «Όχι άσε καλύτερα. Αν είναι περίεργος και ήρθε να δει εμένα, θα φύγει. Αν έχει πόνο και πόθο θα βρει την υπομονή να μείνει και θα ξανακτυπήσει». Πράγματι καθήσαμε και συνεχίσαμε. Ο άνθρωπος αυτός που κτυπούσε απ' έξω, ήταν, φαίνεται, πολύ διακριτικός, ευγενής. Καθυστέρησε να ξανακτυπήσει. Πέρασε ένα πεντάλεπτο, επτάλεπτο, τόσο θα ήταν, ξανακτυπάει. Οπότε, λέει, είχε μια κουρτινούλα ανοικτή, για δες λοξά, να μη σε δουν εσένα, ποιος είναι; Λέω, Γέροντα, δεν φαίνεται τίποτε. Καλά λέει, θα ξανακτυπήσουν. Σε κάνα-δυο λεπτά, ξανακτυπούν. Θ' ανοίξω εγώ, λέει, τώρα. Σηκώνεται, λοιπόν, ανοίγει την πορτούλα του, κι από την πόρτα του κελλιού του πλέον, φωνάζει:
-Ε! Παλληκάρια, τι κάνετε εκεί; Για ελάτε μέσα, να δούμε και πόσοι είστε, γιατί θα σας κεράσουμε. Μπαίνουν μέσα, και ήταν ακριβώς επτά.
Κ.Ι.: Τους έβλεπε που ερχόντουσαν!
Ν.Χ"Ν.: Μπήκε κι εκείνος, και τους έδωσε τα 7 μανταρίνια ένα στον καθένα. Αυτή την τόσο απλοϊκή, αλλά γεμάτη, θα έλεγα, πνεύμα αναπαύσεως πρακτική και κίνηση του. Αυτό το θυμούμαι έτσι σαν ένα παράδειγμα που δεν με εντυπωσίασε, όσο με ανέπαυσε δείχνοντας τη θεϊκή του διάσταση.
Κ.Ι.: Εκεί είδατε πολύ ζωντανό το «Ζει Κύριος ό Θεός, καί αναπαύεται εν τοις άγίοις αύτοϋ».
Ν.Χ"Ν.: Και τελικώς, κ. Ιωαννίδη, άγιος είναι αυτός ο οποίος με τη ζωή του μας κάνει να δοξάζουμε το Θεό.
Κ.Ι.: Οπωσδήποτε.
Ν.Χ"Ν.: Να περνούμε από τον ίδιο στο Θεό. Να μη μένουμε στον ίδιο και να λέμε «Θεέ μου, ευλογημένοι άνθρωποι που υπάρχουν, ακόμη ζεις, ακόμη φανερώνεσαι, δοξασμένο το όνομα Σου...».
Κ.Ι.: Πολλές φορές, κι αυτοί που μας πονάνε μπορεί να μας οδηγήσουν στη δοξολογία.
Ν.Χ"Ν.: Έτσι είναι.
Κ.Ι.: Κάτι θα λέγατε ακόμη.
Ν.Χ"Ν.: Κι άλλο να πω; Έχετε λαιμαργία πνευματική, μου φαίνεται.
Κ.Ι.: Μπορεί...
Ν.Χ"Ν.: Είχε έρθει ένα παιδί εκεί στο Μετόχι της Αναλήψεως, και μου είπε: «Πάτερ, θέλω να σου μιλήσω». Λέω: «Πέρασε μέσα». Ήρθε και μου λέει: «Εγώ είμαι άθεος, και έμαθα ότι είσαι μορφωμένος. Θέλω κάποια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού». Του λέω: «Ολοκληρώματα ξέρεις;» Λέει, «όχι δε γνωρίζω». Κρίμα, γιατί ήξερα μια απόδειξη με ολοκληρώματα. Τα ολοκληρώματα είναι απ' τα μαθηματικά ένα κεφάλαιο. Δεν κατάλαβε γιατί του το είπα. Λίγο κοκκίνησε και του λέω: «Άκου να σου πω' ο Θεός δεν αποδεικνύεται, ούτε ανακαλύπτεται. Ο Θεός αποκαλύπτεται. Το ξέρεις αυτό;» «Όχι, πρώτη φορά το ακούω». Του είπα: -«Πώς σε λένε;» «Σεραφείμ». «Τι λές, έχεις και ωραίο όνομα. Κοίταξε να σου πω, εγώ σου έχω μια πρόταση. Εφ' όσον σε απασχολεί τόσο το θέμα, είσαι άθεος και σε ενοχλεί, μην έρχεσαι σε μας τους μορφωμένους. Πήγαινε σ' έναν άνθρωπο του Θεού, σ' έναν άνθρωπο που πραγματικά έχει αρνηθεί αυτόν τον κόσμο, για να καταλάβεις τον άλλο κόσμο. Πήγαινε λοιπόν, και πέστου το ίδιο πράγμα». Δηλαδή: -Έχεις πάει στο Άγιον Όρος; -Έχω πρόγραμμα να πάω. -Να σου προτείνω εγώ, να σε διευκολύνω να πας. -Θα πάω σε κάποιον πατέρα Παΐσιο, μου είπανε -Ακου, την πρόταση μου. Πήγαινε, και πέστου το ίδιο ερώτημα. Δεν θα του πεις να σου το αποδείξει επιστημονικά. Αλλά να πεις: «Πάτερ μου, εγώ είμαι άθεος, θέλω, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω, και με τρώει αυτό το πράγμα, και με βασανίζει. Ακουσα ότι εσύ είσαι σπουδαίος άνθρωπος, σε παρακαλώ πολύ απόδειξε μου ότι υπάρχει Θεός». -Μπα, λέει «πάτερ, εγώ δεν μπορώ να πάω, γιατί; αυτός! φοβάμαι. -Τί φοβάσαι; Μη σε κυνηγήσει; Κι αν σε κυνηγήσει, γεροντάκι είναι αυτό, θα τρέξεις λίγο εσύ, θα φύγεις. -Δεν μπορώ, πάτερ -Μη φοβάσαι. Πήγαινε απλά, δεν είναι έτσι οι άνθρωποι που νομίζεις. Εγώ ξέρω, που σου λέω. Και του υπέδειξα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να τον προσεγγίσει. Πράγματι, αυτό το παιδί πήγε. Πήγε κι ήταν απόγευμα όταν έφτασε, οπότε το σπιτάκι καθώς έφτασε, είδε άλλους 4 που περίμεναν και ο π. Παΐσιος σε μια ακρούλα απ' την άλλη μεριά της αυλής του, καθόταν και συζητούσε με κάποιο άλλο παιδί. Κάθησε λοιπόν με τους 4 και περίμενε. Ύστερα από κανένα 10λεπτο, όπως μου αφηγείτο ο ίδιος, ο π. Παΐσιος τέλειωσε τη συζήτηση του, χαιρέτησε το παιδί με το οποίο συζητούσε, και τους πλησίασε και τους λέει: «Ε παλληκάρια, κεραστήκατε; Πήρατε λίγο λουκουμάκι; Ήπιατε λίγο νεράκι;» -Ε, δεν χρειάζεται, είπανε με τυπική, συμβατική ευγένεια, όπως συνηθίζουμε εμείς στον κόσμο. Του κάνει νόημα και του λέει: -«Έλα δω εσύ παλληκάρι» -σ' αυτόν τον Σεραφείμ. Πηγαίνει λοιπόν ο Σεραφείμ, δεν τον εγνώριζε, οπότε του είπε: «Κοίταξε, θα φέρω εγώ τα κύπελλα με το νερό, κράτα εσύ τα λουκούμια, και να σου πω κάτι; Καλά να είναι κανείς άθεος, αλλά νάχει όνομα αγγέλου και νάναι άθεος, αυτό δεν έχει ξαναγίνει».
Κ.Ι.: Είναι εκπληκτικό.
Ν.Χ"Ν.: Κόπηκε, οπότε, λέει: -Πάτερ, μπορώ να σας πω κάτι; Κοίταξε, έχω πολλή πελατεία σήμερα. Εσύ τράβα πάνω στο Κουτλουμούσι, το μοναστήρι, να κοιμηθείς, και τάπαμε. -Μα, λέει, κοίταξε, θα δύσει ο ήλιος, τώρα χειμώνας είναι. Έφυγε το παιδί, αλλά δεν μπορούσε να ησυχάσει. Πού ήξερε τ' όνομα του; Κοίταξε αν υπήρχαν τηλεφωνικές γραμμές, μήπως τούχα τηλεφωνήσει. Την άλλη μέρα το πρωί ήταν αναστατωμένος, και είπε θα ξαναπάω. Μόλις άνοιξαν οι πόρτες της Μονής, κατευθείαν αυτός κατέβηκε στο κελλάκι του πατρός Παϊσίου. Κτυπούσε, κτυπούσε, αλλ' είς μάτην. Είπε: «Θα περιμένω ακόμα λίγο και θα ξανακτυπήσω». Ξανακτύπησε, οπότε από το βουνό επάνω, γιατί έλειπε απ' το κελλάκι του ο π. Παΐσιος, τον άκουσε. Και χωρίς να τον βλέπει του λέει: Ε, παλληκάρι, τι ήρθες να κάνεις πάλι πρωί-πρωί; Μα πάτερ, θέλω να συζητήσουμε. Του είπε: «Για ποιο λόγο ήρθες στο Άγιον Όρος;» Στο ερώτημα αυτό, λέει το παιδί, ειρήνευσε η καρδιά μου. Πράγματι, εγώ είχα πάει στο Άγιον Όρος για να βρω το Θεό. Στο πρόσωπο του ανθρώπου αυτού, είχα βρει τη φανέρωση του Θεού. -Τι να κάνω τώρα; -Να πας να βρεις έναν καλό πνευματικό και να κάνεις μια γενική εξομολόγηση για ν' αρχίσεις μια καινούργια ζωή, τούλεγε απ' το βουνό. Και σηκώθηκε το παιδί κι έφυγε. Κι αυτό, νομίζω, είναι ένα εντυπωσιακό, κατά κάποιο τρόπο, παράδειγμα, πολύ απλό αλλά γεμάτο από χάρη, πιστεύω.
 


Ορθόδοξη γνωσιολογία - κεφάλαιο ΣΤ'
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ  ΣΤ’ ...
Περισσότερα >>
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Μ. ΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ''ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΨΕΜΑ''
ΣΠΥΡΟΣ ΦΙΛΟΣ


Κριτική στο βιβ ...
Περισσότερα >>