www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
Athens 2004    Athens 2004

Athens 2004    Athens 2004

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
''Άβατο''

Του Κωνσταντίνου Ορκόπουλου


Μια δρασκελιά δρόμος

Για να μπω στο περιβόλι σου,
έπρεπε -έτσι ένοιωσα-
να αλλάξω ρούχα
(εντός και εκτός μου)!
Όλη την ώρα έριχνα
κλεφτές ματιές στο γαλάζιο
αυλόγυρο.
Να τι είναι το πέρασμα
στον ουρανό...
... μια δρασκελιά δρόμος!


Άβατο
Η μικρή προβλήτα
επεκτείνονταν ελάχιστα.
Το καράβι ήταν εκεί.
Το αντρομάνι έμπαινε κι έβγαινε.
Οι πρώτοι γλάροι
κάνανε χαμηλές πτήσεις
τριγύρω μας.
Μέσα στα σακ βουαγιάζ
τα "απαραίτητα" ανάμεναν διπλωμένα
στη σιωπή και στο σκοτάδι.
Ένα πουκάμισο, λίγος καφές
και μια προσμονή
που μύριζε παρηγοριά και δάκρυ.
Βάλαμε πλώρη
προς το άβατο.


Δυο δελφίνια

Το κορμί της θάλασσας
άνοιγε στα δυο
κάτω αττ' το σκαρί μας.
Ξαφνικά φωνές, χαρά, φωτογραφίες
"Να! Αριστερά μας δυο δελφίνια!"
Σχίζαν τα νερά
με τη χάρη μιας νιφάδας
χιονιού.
Ήταν σίγουρα ερωτευμένα.
Ήμουν σχεδόν βέβαιος
πως ανάμεσα τους
ένας λευκός άγγελος
"ντύθηκε" αφρός
και χαμογελούσε!


Το όριο του κόσμου
Το όριο του κόσμου;
Μια πλαγιά γιομάτη
πεύκα, βράχια και μοσχολίβανο...
Οι πρώτες παραλίες
μας κοιτούσαν απόμακρες.
Ο ήλιος
άφηνε από μια χούφτα μάλαμα
σε κάθε βότσαλο.
Η πλάση ήταν γιορτινά ντυμένη.
Ο μπάτης που μας αγκάλιαζε
τρύπωνε κάτω απ τα πουκάμισα μας,
μας χάιδευε απαλά στο στήθος
κι έκανε την νωχέλεια της στιγμής
ένα...
πολύ σπουδαίο λόγο
να κλάψεις.


Απελπισία και πίστη
Φτάσαμε στον αρσανά.
Ο καταπέλτης άνοιξε διάπλατα.
Το πόδι άγγιξε τ' άγιο χώμα.
Χίλια χρόνια δάκρυα είχαν ποτίσει
τα γύρω χαμόδεντρα.
Χίλια χρόνια ιδρώτας είχε κτίσει
τη μια πέτρα πάνω στην άλλη
στα γύρω κτίσματα.
Δάκρυ κι ιδρώτας.
Να οι πρώτες ύλες του περιβολιού.
Δάκρυ κι ιδρώτας. Σαν να λέμε...
απελπισία και πίστη!
 

Τα μυστικά μας άλλοθι

Το ανηφορικό μονοπάτι
έμοιαζε να μας συντροφεύει λάθρα,
στα μυστικά μας άλλοθι.
Κρατούσαμε από μια σιωπή στο χέρι σφικτά
σαν βοσκοράβδι.
Τι να πει ο άνθρωπος
όταν μιλούν τα χαμομύλια;
Τι να ηχήσουν τα χείλη μας
όταν ψέλνουν τόσα πουλιά;
Τί να ζητήσουν οι προσευχές μας
που δεν μας το χάριζαν απλόχερα
τα μαστιγωμένα απ’ τους χειμώνες
τριγύρω μας λιόδεντρα;


Χίλιοι ρόζοι
Η ξύλινη σκάλα, μας συνόδευσε
στο αρχονταρίκι.
Μυστικά, κλεφτά, μετρούσα τους ρόζους
στα σκαλιά και στην κουπαστή.
Μέτρησα χίλιους!
Άραγε τα "Κύριε ελέησον"
που ακούστηκαν εδώ
δίχως να ειπωθούν
πόσες μυριάδες
περισσότερα να 'ναι;


Μια νεράιδα
Ρακί, καφεδάκι, λουκούμι.
Τα δώρα των τριών μάγων
στο σύγχρονο βρέφος-επισκέπτη.
Για φαντάσου!
Εδώ η ανιδιοτέλεια
είναι μια νεράιδα
που ακόμα
δεν χάθηκε
στο δάσος.


Εσπερινός
Ξύλινοι ήχοι έντυσαν την οικουμένη.
Εσπερινός!
Κεριά τρεμάμενα.
Χέρια χαλαρωμένα.
Χείλη που αγγίζουν
τη μοναξιά της Παναγιάς
κάτω απ' το τζάμι.
Ψαλμός θρήνος.
Αργόσερτο, γοερό κλάμα
κάποιας ελπίδας ξεθωριασμένης.
Κορμιά χωνευτά σε στασίδια.
Σώπα! Σώπα Θεέ μου.
Οι άνθρωποι τραγουδάνε
για Σένα!


Όταν σπάσει η λογική!
Πρέπει να 'ταν πριν τις δύο
τα ξημερώματα.
Σηκώθηκα και βγήκα στο διάδρομο.
Οι πυρσοί βάφαν με λιγοστό φως
τους πέτρινους τοίχους.
Είδα κάτι φιγούρες στο βάθος.
Κάτι ανάμεσα σε μοναχούς
και αγγέλους μονάχους.
Έτρεξα κι αγκάλιασα έναν.
Λίγο προτού χαθεί
ανάμεσα απ' τα δάκτυλα μου,
ψιθύρισε...
"Κράτα αυτό το όνειρο.
Ίσως κάποτε σπάσει η λογική
και τότε, θα γίνω, αλήθεια...


Ματωμένοι έρωτες.
Το νιο ξημέρωμα
μύριζε φλισκούνι, απήγανο και θυμάρι.
Πήραμε δυο μπουκίτσες ψωμάκι
για το δρόμο
και κινήσαμε για άλλη
πέτρινη φωλιά.
Στο δάσος τα πουλιά
είχαν τόσα να μας πουν.
Σαν να μας περίμεναν χρόνια
για να εξομολογηθούν
τους κρυφούς, ματωμένους
έρωτες τους.
"Έι! Σιγά εδώ είμαι! Δεν φεύγω!
Θα γίνω κισσός. Θα αγκαλιάσω
ένα δέντρο και δεν θα τ1 αφήσω
παρά μόνο όταν μιλήσετε όλα!"
Μα εκείνα... συνέχιζαν όλα μαζί.
Είχαν περιμένει τόσο πολύ!
Είχαν τόσα να πουν!


Όρκος
Την ώρα που ο ήλιος
έβαφε με πορφυρό χρώμα
τους ορίζοντες, φτάσαμε.
Το κερί έβλεπε προς το δάσος.
Πλησίασα στο παράθυρο. Σάστισα.
Οι ερωδιοί ανέβαιναν απ1 την
ακροθαλασσιά προς τον διπλανό λόφο.
Είπα να τους ακολουθήσω.
Ντράπηκα.
Μοιάζαν τόσο ανάλαφροι.
Έκανα όρκο.
"Θα κρατήσω την ψυχή μου
νοτισμένη στην αρμονία του σύμπαντος
Θα κρατήσω την καρδιά μου
νοτισμένη απ1 το φτερούγισμα
του ουρανού.
Κάποτε, το ορκίζομαι στον ήλιο,
Θα πετάξω ξωπίσω
απ' τον τελευταίο ερωδιό!!".


Καντηλάκια αμέτρητα
Την ώρα που η λήθη
σαν σύννεφο λευκό στεφάνωνε
τις κορυφές των πέντε μου
αισθήσεων, ναυάγησα γλυκά,
στον κοραλλένιο βυθό ενός ονείρου.
Ήμουν σε μια παραλία.
Είχα εμπρός μου αμέτρητα
καντηλάκια.
Τα άναβα ένα-ένα
και τα άφηνα να ταξιδέψουν πέρα,
στα γυάλινα νερά της θάλασσας.
Καθώς απομακρύνονταν
κάπου κοντά στον ορίζοντα
σμίγανε με τα άστρα.
"Λες;" σκέφτηκα
"Λες, τα άστρα να μην είναι
παρά τα καντηλάκια που
άναψε ο Θεός, με την κρυφή, ανομολόγη
ελπίδα, κάποτε να φτάσουν ως εμάς
τους ανθρώπους;"


Λειτουργία
Εν αρχή ήτο σκότος.
Ο πρόναος, το καθολικό, το άγιο βήμα,
η τράπεζα, ήταν όλα ένα με τη νύχτα.
Μόνο τα φωτοστέφανα των τρεμάμενων
κεριών και το χαμόγελο της μάνας
πάνω απ' το θείο βρέφος, θύμιζαν
πως κάπου υπάρχει και φως.
Το πλακόστρωτο προαύλιο ήταν
υγρό απ' το χνώτο του φεγγαριού.
Μπήκα και χάθηκα στην αγκαλιά
ενός στασιδιού.
Ο ψαλμός ακούγονταν τόσο βελούδινα
βυζαντινός, που έλεγες πως
προσπαθούσε κάποιος
να κοιμίσει ένα αγγελούδι.
Ή μήπως αυτό
ακριβώς έκανε;


Ένα γιασεμί.
Οι μοναχοί, οι προσκυνητές, οι άγιοι,
όλοι, δεν ήμασταν παρά υποψίες
στο ημίφως.
Οι δεξιοί κι οι αριστεροί ψάλτες,
μέσα απ' την αρμονία των ήχων,
μας ανέβαζαν στις επτά πατωσιές
του ουρανού.
Ο τρούλος αβέβαια αβαθής.
Σίγουρα όμως ο μεγάλος πατέρας
ήταν εκεί και άκουγε.
Άκουγε το σπλάχνο του ανθρώπου
να γίνεται βιολί.
Τη φωνή του να γίνεται γιασεμί.
Ένα γιασεμί με ρίζες στη γη
και κορυφή
λίγο πιο δίπλα
απ' τα συννεφένια του μαλλιά.


Θαύμα, θαυμάτων!
Το πρώτο φως ξύπνησε. Άνοιξε τα μάτια
χασμουρήθηκε, τεντώθηκε,
τρύπωσε απ' τα πολύχρωμα τζάμια
το μπλε, το κόκκινο, το κίτρινο
όλα ήταν εκεί πλάι μας
και ζωγράφιζαν τον ύμνο και τη στιγμή.
Θαύμα, θαυμάτων.
Νέα μέρα!
Νέο φως!
Νέα ελπίδα!
Γεννημένη λες απ' τις προσευχές μας.
Χαλάλι σου κόσμε.
Τον σημερινό ήλιο
τον χρωστάς στην αγάπη μας.
Το σημερινό πρωί
είναι παιδί της ψυχής μας.


Ζαρκάδι
Το μονοπάτι για την τρίτη πέτρινη φωλιά
στριφογύριζε καθισμένο μέσα στην ομίχλη.
Ένα κοτσύφι μας έδειχνε το δρόμο.
Ο κισσός, τα έλατα, τα ανθισμένα
αγριολούλουδα είχαν συλλέξει
απ' τη νύχτα
τα δάκρυα των αστεριών
και τα κρατούσαν απαλά μέσα
στις πράσινες απαλάμες τους.
Ξαφνικά, μια μελένια φιγούρα
σάλεψε πίσω απ' τις φυλλωσιές.
Ένα ζαρκάδι! Θέ μου!
Στάθηκε ένα κλάσμα δευτερολέπτου
και μας κοίταξε.
Ήταν αρκετό για να πείσει τα μάτια μας
να χύσουν λίγη αλμυρή ευτυχία
σπονδή
στην ομορφιά της πλάσης.


Συγγνώμη
Αργότερα έπιασε βροχούλα.
Μοσχομύρισε χώμα νιόβρεχτο ο αγέρας.
Άφησα τον φίλο, για λίγο.
Θέλησα να μείνω μονάχος.
Κάθησα σε μια πέτρα.
Το παράπονο με πήρε ευθύς αγκαλιά.
Συγνώμη χαμομυλάκι που δεν σ' έβαλα
στις προσευχές μου χθες βράδυ.
Συγνώμη πρωινή πάχνη στα φύλλα
που δεν μετάλαβα απ' τον αγιασμό σου.
Συγνώμη ζωή
που κάποτε σε στεναχώρησα
μόνο και μόνο
επειδή υπάρχει και θάνατος.
Τώρα ξέρω.
Το κομπολόι του χρόνου δεν τελειώνει.
Το σχοινί γυρνά γύρω-γύρω
κι οι μετρημένες χάντρες του
γίνονται πιότερες
απ' τα αστέρια.
Κλαίω! Κλαίω!


Ο Άγιος Επτάχρωμος
Οι ανηφόρες τελειώσανε.
Η βουνοπλαγιά μας οδηγούσε
σαν μικρά ποτάμια προς τη θάλασσα.
Ξάνοιξε ο καιρός
και ξαναβρήκε ευκαιρία ο ήλιος
να χαμογελάσει στον κόσμο.
Την ώρα που το στερνό σύννεφο
στράγγιζε τον καημό του
το ουράνιο τόξο φάνηκε μπροστά μας.
"Η ζώνη της Παναγίας" ψιθύρισε ο φίλος.
"Το χαμόγελο της αγάπης" είπα εγώ.
Ότι και να 'ταν
μας λύγισε τα γόνατα.
Ότι και να 'ταν
άξιζε την ανηφόρα.
Τα δάκτυλα μας σμίξανε.
Κάναμε το σταυρό μας
τρεις φορές, ευλαβικά,
μπροστά στο εικόνισμα
του Άγιου Επτάχρωμου!


Τράπεζα
Το μακρύ τραπέζι
έφτανε ως το τέλος του κόσμου.
Όρθιοι ο ένας πλάι στον άλλον,
με την υπόλοιπη ανθρωπότητα,
σιωπηλή προέκταση μας,
ακούγαμε την επιτραπέζια προσευχή.
Τράπεζα!
Όση ώρα κράτησε η μυσταγωγία
του ψωμιού και του κρασιού
απ' τον άμβωνα ακούγονταν
βίοι αγίων.
Στο νου μου, χιλιάδες άλλοι
καθημερινοί, ανώνυμοι
αδικαίωτοι άγιοι ορθώνονταν.
Εκατομμύρια βίοι σμίγαν
στο ποτήρι μου.
Σαν μια γουλιά γλυκόπικρη
κατέβασα απ' τα χείλη μου σιγανά,
τον καημό του ανθρώπου!


Νύχτα στερνή
Νύχτα στερνή.
Βγήκαμε στο μικρό ξύλινο μπαλκόνι.
Τα άστρα γιόρταζαν.
Το φεγγάρι έψελνε "τη Υπερμάχω"
Το άπειρο της νύχτας
χωρούσε στα χέρια μας.
Θέλαμε τόσα να πούμε.
Θέλαμε για τόσα να κλάψουμε.
Αυτό κάναμε.
Το πρωί μας βρήκε σιωπηλούς.
Πως αλλιώς θα χωρούσαν
όλα σε μια προσευχή;
Πως αλλιώς θα αντέχαμε
τόσα αντίο;
Πως αλλιώς θα στριμώχναμε
τόσα δάκρυα
σ' έναν ήλιο;


Είσαι πάντα εδώ.
Κοιτούσα γαληνεμένος, καθάριος,
τα απόνερα του καραβιού καθώς φεύγαμε
να κουνούν λευκά μαντήλια
στο περιβόλι σου.
Θα ξανάρθω, είπα.
Θα ξανάρθω.
Η δική σου απάντηση δεν άργησε.
Ήχησε σιωπηλά μέσα μου.
"Θα ξανάρθεις; Δεν γίνεται! Δεν μπορείς!
Είσαι πάντα εδώ!"
ΤΕΛΟΣ


''Πίστη''
Περισσότερα >>
''Όνειρο''
Περισσότερα >>