www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ    ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ    ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ο νόμος της ζούγκλας στον αθλητισμό.

Για μια ακόμη φορά, ο πυρετός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου -του οποί­ου η τελική φάση διεξάγεται στο Βέλγιο και την Ολλανδία από τις 10 Ιουνίου ως τις 2 Ιουλίου- αναβάλλει τη σε βάθος έρευνα για τον πραγ­ματικό χαρακτήρα της αθλητικής δραστηριότητας, τις ιδεολογικές λει­τουργίες της, τα υπόγεια οικονομικά θεμέλιά της και τις διεστραμμένες πολιτικές συνέπειές της.

Και όλα αυτά, καθώς τους τελευ­ταίους μήνες, η βροχή αποκαλύψε­ων για τις «υποθέσεις» της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ), για τα σκάνδαλα που συνδέονται με την ανάθεση των Ολυ­μπιακών Αγώνων της Ατλάντας, του Ναγκάνο, του Σίδνεϊ και του Σολτ Λέικ Σίτι, οι δικαστικές διώξεις που πυροδότησε η γενικευμένη χρήση απαγορευμένων ουσιών (ντόπινγκ) στην ποδηλασία, την κολύμβηση και το ποδόσφαιρο και ο πολλα­πλασιασμός των επεισοδίων στους αθλητικούς χώρους, οδηγούν πολ­λούς παρατηρητές να πάρουν στα σοβαρά τη θέση για την έρπουσα εγκληματοποίηση του αθλητισμού.

Τρία ιδεολογικά εμπόδια συμβάλουν στον περιορισμό της κοινωνικο-πολιτικής ανάλυσης του αθλητισμού σε ένα είδος αγγελικής προσέγγισης ή αφελούς τύφλωσης..

Το πρώτο σχετίζεται με το νόμο της σιωπής που λειτουργεί ως κώδικας ηθικής στον κόσμο του αθλητισμού: δεν ξέρω, δεν είδα!

Όποιος μιλά είναι ένας προδότης ή ένας δειλός και παραμένει εξοστρακισμένος από ένα αθλητικό «περιβάλλον» (1), το οποίο στηρίζεται, ακόμη και σε επίπεδο διοι­κητικών οργάνων, στην ομερτά (ΣτΜ: το μαφιόζικο νόμο της σιωπής), στην αδιαφάνεια, στην παρα­πληροφόρηση, στο ψέμα και στη χρησιμοποίηση του ψέματος.

Όταν ένας διάσημος ποδηλάτης διαβεβαιώνει ότι δεν γίνεται χρήση απαγορευμένων ουσιών στην ποδηλασία, όταν ένας αθλη­τής του τζούντο και ένας ποδοσφαι­ριστής, και οι δύο διάσημοι, αρνού­νται, παρά τα θετικά αποτελέσματα των ελέγχων, ότι έχουν κάνει χρή­ση απαγορευμένων ουσιών, όταν η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) δια­ψεύδει, σε πείσμα ό­λων των ενδείξεων, ότι πραγματοποιήθη­καν σκοτεινές συναλ­λαγές για την ανάθε­ση των Ολυμπιακών Αγώνων (2) όταν ποδοσφαιριστές, οδηγοί αυτοκινήτων, τενίστες, καλαθοσφαιρι­στές, παίκτες του γκολφ, αποκρύπτουν το ακριβές ύψος των αστρονομικών απο­δοχών τους.

Όταν ορισμένοι δι­οικητικοί παρά­γοντες προσποιούνται ότι μόλις ανακαλύπτουν την ύ­παρξη των δοσοληψιών «κάτω από το τραπέζι», των παράνομων στοι­χημάτων, των μαύρων ταμείων, των στημένων αγώνων ή των «διατεταγ­μένων» διαιτησιών (3).
Όταν, τέλος, αθλητές, προπονη­τές και παράγοντες υποβαθμίζουν τη βαρύτητα και τη συχνότητα των βιαιοτήτων, των εσκεμμένων χτυπη­μάτων και τραυματισμών μέσα και έξω από τα γήπεδα, δίκαια αναρω­τιέται κάποιος σχετικά με τα αίτια αυτής της αντίστασης του αθλητι­σμού, που δεν ανέχεται -όπως και άλλοι θεσμοί, οι φυλακές ή ο στρα­τός για παράδειγμα- τις ανεξάρτη­τες και διαφανείς έρευνες.

Εξάλλου είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι οι υπερε­θνικοί, κυρίως ευρωπαϊκοί, οργα­νισμοί, οι δημόσιες εξουσίες, οι κοινοβουλευτικές επιτροπές, οι αθλητικές ομοσπονδίες, παρά τις καθησυχαστικές δηλώσεις τους, ε­πιδεικνύουν υπερβολικό ζήλο για να φωτιστούν οι ελάχιστα καθαρές πτυχές μιας δραστηριότητας που κινείται, σε μεγάλο βαθμό, στα ό­ρια του νόμου, εάν όχι και έξω α­πό το νόμο.

Ποιος εμποδίζει τις τελωνειακές αρχές και το Μπερσί να ερευνή­σουν τα οικονομικά κυκλώματα, τους τραπεζικούς λογαριασμούς, τις φορολογικές δηλώσεις, τις αδιαφα­νείς εμπορικές δραστηριότητες των διαφόρων φορέων που εμπλέκο­νται στον επαγγελματικό αθλητι­σμό; Απ' ό,τι φαίνεται, οι αστυνο­μικές έρευνες με αντικείμενο την προέλευση των πόρων που πλουτί­ζουν τις αιρέσεις και για τις μα­φιόζικες ή τρομοκρατικές διασυν­δέσεις των κυκλωμάτων ξεπλύμα­τος βρόμικου χρήματος προχωρούν ικανοποιητικά.

Όσον αφορά τη χρήση απαγο­ρευμένων ουσιών, η χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, από τη ΔΟΕ, οι «αταλάντευτες αποφά­σεις» της γαλλικής κυβέρνησης, οι «αγανακτισμένες» δηλώσεις των παραγόντων του αθλητισμού δεν αλλάζουν σε τίποτε την πραγ­ματικότητα: οι επιτροπές ειδικών συνεδριάζουν χωρίς λόγο, την ώρα που η απάτη συνεχίζεται με τον ί­διο και χειρότερο τρόπο.

Όπως υπογραμμίζει ο Μισέλ Ντρικέρ, παλιός αθλητικογρά­φος: «Εδώ και κάποιον καιρό, κο­λυμπάμε στην υποκρισία. Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι είναι δυ­νατό ένας ποδηλάτης να ανέβει τέσσερις λόφους την ημέρα πίνο­ντας νερό Βιτέλ, να συμμετάσχει σε 25 ποδηλατικές διαδρομές χω­ρίς να δεχτεί "φροντίδες"; Πιστεύ­ετε ότι ένας μοναχικός ιστιοπλόος αντιμετωπίζει το ακρωτήριο Χορν πίνοντας τσάι;
Όλοι οι αθλητικογράφοι της γενιάς μου θα σας το πουν: πάντοτε, όλοι έπαιρναν α­παγορευμένες ουσίες και αυτό ή­ταν πάντοτε γνωστό.

Η ποδηλασία είναι ένα καταπληκτικό άθλημα αυτοθυσίας, όπου ο πόνος είναι έ­ντονος. Εκτός αυτού, οι ποδηλάτες αγωνίζονται δέκα μήνες το χρό­νο. Δεν μπορεί κανείς να συμμετάσχει διαδοχικά σε ποδηλα­τικούς αγώνες όπως ο κλασι­κός του Βελγίου, το Παρίσι-Ρουμπέ, το Μιλάνο-Σαν Ρέμο, ο Γύρος της Γαλλίας, ο Γύρος της Ιταλίας, με ένα σω­ληνάριο βιταμίνες C! Σε όλα τα αθλήματα συμβαίνει το ί­διο πράγμα.

Οι αθλητές κου­βαλούν στην πλάτη τους εκα­τομμύρια από τους χορηγούς. Τα οικονομικά ποσά που δια­κυβεύονται είναι τεράστια. Τους ζητάμε όλο και καλύτε­ρες επιδόσεις (4)».

Tο δεύτερο εμπόδιο,  που συνδέεται με το προηγούμενο, είναι η μικροψυχία των αθλητών και των παραγόντων, αλλά και των αθλητικογράφων, που αισθάνονται ότι αμφισβητούνται από την παραμικρή ερώτηση ή κριτική: γι' αυτούς, η περιγραφή της πραγματικής κατάστασης των χώρων αντιμετωπίζεται σαν να υπονομεύει την "εργασία υποδομής των εθελοντών", σαν να "καίει τα χλορά μαζί με τα ξερά", και, χειρότερα σαν να "δυσφημεί την υποδειγματική εικόνα των πρωταθλητών μας" και τη "δύναμη ενσωμάτωσης που χαρακτηρίζει τον αθλητισμό".

Έτσι, η συναίνεση στο χώρο του αθλητισμού συμβάλλει στην ενίσχυση των μηχανισμών άμυνας ενός θεσμού που βρίσκεται σε κρίση.

Μετά από κάθε κρούσμα είμαστε πρόθυμοι, το πολύ πολύ, να δεχθούμε ότι πρόκειται για «υπερβάσεις», για «παρεκκλί­σεις», για «εκτροχιασμούς» ή για «υπερβολές», που, κατά προτίμηση, προκαλούνται από στοιχεία «ξένα προς τον αθλητισμό», ποτέ, όμως, δεν θα τολμήσουμε να παραδεχτούμε ότι η ίδια η λογική της αθλητικής α­ναμέτρησης γεννά αυτά τα «λυσσασμένα ζώα», σύμφωνα με μια βρετανική έκφραση.

Στο όνομα της επιθυμητής σκέψης θέλουμε, πάνω από όλα, να προστατεύσουμε το μύθο της «γιορτής του α­θλητισμού»,   ακόμη και όταν η γιορτή αυτή είναι αιμα­τηρή, παρά να καταδικάσουμε τον α­θλητικό πόλεμο (5), που, όπως κάθε πόλεμος, ποτέ δεν είναι καθαρός ούτε και τον σταμα­τούν τα αγαθά ανθρωπιστικά αισθήματα.

Κάποτε, για να μην απογοη­τευτεί «η καρδιά της εργατικής τάξης» στην περιοχή Μπουλόν Μπιγιανκούρ, τα στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμμα­τος έκλειναν ευλαβικά τα μάτια μπροστά στη σταλινική βαρβαρότητα. Σήμερα -σε άλλη περίοδο, με την ίδια μέθοδο- το θέμα είναι να μην απογοητευτούν οι στρουθοκάμηλοι που πιστεύ­ουν ότι αγωνίζονται για έναν «αγνό αθλητισμό», «ανθρωπι­στικό», «στην υπηρεσία της ειρήνης» κ.τ.λ.
Οι εχθροί του α­θλητισμού είναι, επομένως, ό­σοι καταγγέλλουν την αθλητική αυταπάτη (6) και επιχει­ρούν να προχωρήσουν σε μια αυστηρή ανάλυση του αθλητικού φαινομένου.

Έτσι, μετά τη βίαιη επίθεση, κατά τη διάρκεια του Μου­ντιάλ του 1998, με θύμα ένα γάλλο αστυνομικό, που εγκατα­λείφθηκε σε ημιθανή κατάστα­ση μέσα σε μια λίμνη αίματος, κάποιος  δημοσιογράφος  εξέ­φρασε αμέσως το νομιμόφρον πιστεύω του:

«Ήδη, η δίκη στή­νεται, η υπόθεση είναι τόσο παλιά όσο και ο αθλητισμός-θέαμα και αμέτρητοι είναι οι εισαγγελείς που θα δουν να επι­βεβαιώνονται οι προκαταλή­ψεις  τους: υπεύθυνο είναι το ποδόσφαι­ρο και οι μά­στιγες που το συνο­δεύουν, η αποβλάκωση, ο σοβινισμός, ο εθνικισμός, η βία, το όπιο του λαού, όλος ο συνηθισμένος περιφρονητικός κατάλογος που θεωρείται καί­ρια κοινωνιολογική ανάλυση. Οι υπερβολές αυτές υπάρχουν, κανείς δεν το αρνείται. Αλλά όχι πάντα και όχι στη συγκε­κριμένη περίπτωση».

Τότε, οι βαρβαρικές ορδές των «χούλιγκαν», βουτηγ­μένες στο αλκοόλ και το μί­σος, θα ήταν καθαρά εξωγήι­νοι, ξένοι με το ποδόσφαιρο: «Είτε πρόκειται για Άγγλους είτε για Γερμανούς, είτε για όποιους άλλους, το ποδόσφαιρο δεν τους διεγεί­ρει. Μερικές φορές τους καλύ­πτει με μια ένοχη αυταρέ­σκεια.

Τους χρησιμεύει ως πε­δίο εκτόνωσης, ως μεταμφίεση ή, στην περίπτωση του Μου­ντιάλ, ως ευκαιρία προβολής από τα μέσα ενημέρωσης. Αλλά ας μην γελιόμαστε: εάν φωλιάζουν στο ποδόσφαιρο ή στη σκιά του, δεν προέρχονται από τα γήπεδα. Μισούν ακό­μη και τα γήπεδα (7)».

Αυτή η άρνηση της πραγμα­τικότητας -που αποτελεί την τε­λευταία γραμμή άμυνας ενός α­θλήματος που έχει ρημάξει από την έκρηξη της βίας- στηρίζε­ται σε ένα καλά επεξεργασμένο ιδεολογικό αξίωμα: το ποδό­σφαιρο, «το αληθινό ποδό­σφαιρο», το ποδόσφαιρο των λαϊκών κερκίδων και των εργατικών πόλεων (Λανς, Καλέ, Γκενιόν...) θα διαφθειρόταν α­πό τους «αποδιοπομπαίους τρά­γους» που ήρθαν για να διεισ­δύσουν στο σώμα του ως επι­κίνδυνα παράσιτα.

Όμως, αυτό που ποτέ δεν ε­ξηγείται είναι ο παράξενος τροπισμός που ωθεί ακατανί­κητα τους χούλιγκαν προς το ποδόσφαιρο, οι βαθιές εκλε­κτικές συγγένειες όλων των «σκληροπυρηνικών» για το πάθος με τη στρογγυλή μπά­λα.

Μετά το λουτρό αίματος στο στάδιο Χέιζελ το 1985, οι α­θλητικογράφοι είχαν τολμήσει ακόμη και να αποφανθούν, μέ­σω του κλασικού μηχανισμού της ιδεολογικής αντιστροφής, ότι το ποδόσφαιρο, όχι μόνο δεν ήταν δολοφόνος, αλλά εί­χε το ίδιο δολοφονηθεί: από έ­νοχος μετατρεπόταν σε θύμα!

Συνεπώς, η αρχική αγνότη­τα του ποδοσφαίρου θα χά­νει πάντοτε την παρθενιά του από κακά παιδιά που είχαν έρ­θει από αλλού. Αυτή η θέση, όμως, δεν ευσταθεί ούτε για έ­να δευτερόλεπτο όταν απαριθ­μηθούν επιμελώς τα σοβαρά ε­πεισόδια που συνοδεύουν επα­νειλημμένα τους «φιλικούς» αγώνες, τα εθνικά πρωταθλήματα και τις διεθνείς ποδο­σφαιρικές συναντήσεις (8).

Ο κατάλογος των κατά παράταξη μαχών, των αιματηρών συ­μπλοκών, των καταστάσεων πανικού που κατέληξαν σε θανάτους, των μακάβριων επεισοδίων που προκλήθηκαν από το ποδόσφαιρο -τόσο από τους παίκτες όσο και από τους θεατές- ή συνδέονται με τις εκδη­λώσεις του είναι εντυπωσιακός όταν δεν τον θεωρούμε απλώς ως ένα άθροισμα «διαφόρων συμβάντων».

Ένα πολύ μικρό δείγμα των αποτελεσμάτων της «ενσω­μάτωσης», με αποδέκτη τους ο­παδούς του «αθλητικού πολιτι­σμού»: «Μια φιλική ποδο­σφαιρική συνάντηση, που ορ­γανώθηκε το Σάββατο 27 Φε­βρουαρίου στο Ανονέ (στην περιοχή Αρνιές), κατέληξε σε βίαια επεισόδια μετά τις προ­κλήσεις μιας ομάδας οπαδών από το Σεντ-Ετιέν.

Μετά από έναν αγώνα που σημαδεύτηκε από επεισόδια, οι οπαδοί της Σεντ-Ετιέν κατευθύνθηκαν σε γειτονικό συγκρότημα εργα­τικών πολυκατοικιών για να επιδοθούν σε βανδαλισμούς. Οι νέοι της συνοικίας αντέ­δρασαν καίγοντας αυτοκίνητα και επιτιθέμενοι στους αστυ­νομικούς» («Le Monde», 2 Μαρτίου 1999).

«Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας για το πρω­τάθλημα της Νότιας Γαλλίας καταλήγει σε μάχη κατά πα­ράταξη. Έντεκα τραυματίες σε χωριό του Ζερ. Η ατμόσφαιρα βίας και μίσους στους αγώνες του πρωταθλήματος αυξάνεται εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια, χωρίς ο ρατσισμός να είναι πάντα η αιτία» («Le Monde», 16 Μαρτίου 1999).

«Η περιοχή του Σηκουάνα-Σεντ Ντενί, τό­πος που φιλοξένησε το τελευ­ταίο Παγκόσμιο Κύπελλο, πάσχει από το ποδόσφαιρο της. Εννέα μήνες μετά τον τίτ­λο που κέρδισε η Εθνική Γαλλίας στο αστραφτερό γήπεδο-κόσμημα, το Σταντ ντε Φρανς, η διοίκηση του διαμε­ρίσματος 93 επιβεβαίωσε, την Παρασκευή 9 Απριλίου, την απόφασή της να αναβάλει ό­λους τους αγώνες, για όλες τις ηλικιακές κατηγορίες, μέχρι κάποια νεότερη απόφαση.

Μια μαχαιριά σε γήπεδο του Κλισί-Σου-Μπουά, στις 28 Μαρτίου, και μια γενική συ­μπλοκή στο Μονφερμέιγ, την ίδια ημέρα, κατέρριψαν τις τελευταίες βεβαιότητες των παραγόντων του Σεν-Σεντ Ντενί.

Η άνοδος της βίας μέσα και γύρω από τους αγωνιστικούς χώρους είναι ένα φαινό­μενο που αποτελεί πηγή μό­νιμης ανησυχίας στους κόλ­πους του ερασιτεχνικού ποδο­σφαίρου. Το Φεβρουάριο του 1995 ένας νεαρός φίλαθλος εί­χε σκοτωθεί από πυροβολι­σμό μπροστά σε γήπεδο του Ντρανσί» («Le Monde», 11 και 12 Απριλίου 1999)..

Πολύ θα θέλαμε οι εξυμνητές της «αθλητικής συ­ντροφικότητας», που διακήρυ­ξαν σε όλους τους τόνους ότι ο αθλητισμός διέθετε ιδιότητες ειρήνευσης και ενσωμάτωσης, να μας εξηγήσουν γιατί η γενι­κευμένη ανταγωνιστική πρακτι­κή καταλήγει στις «υποβαθμι­σμένες συνοικίες» σε ένα είδος ύπουλου εμφυλίου πολέμου με τις ρατσιστικές προσβολές του, τις προμελετημένες επιθέσεις του, τις αιματηρές βεντέτες του;

Γιατί άραγε τα γήπεδα και οι κοντινοί γύρω χώροι προκα­λούν αναπόφευκτα μια «κατά­σταση πολιορκίας», με βίαιες συμπλοκές ανάμεσα σε ομάδες κοινών καταστροφέων και διμοι­ρίες των CRS (ΣτΜ: των γαλλι­κών ΜΑΤ); Μπορεί να θεωρηθεί ανώδυνη η εντυπωσιακή ανά­πτυξη των δυνάμεων της τάξης με την ευκαιρία κάθε μεγάλης διοργάνωσης;

Πάνω απ' όλα, ό­μως, μπορεί άραγε να πιστέψει κανείς ότι το θέαμα της βίας που προσφέρουν κάθε εβδομάδα σε όλους τους αγωνιστικούς χώρους τα σκληρά «μαρκαρίσματα» των παικτών δεν παροτρύνει καθό­λου τα πολεμοχαρή πλήθη οπα­δών και ότι, με τη σειρά τους, αυτοί δεν αποτελούν παρά συ­μπληρωματικό στοιχείο της δια­κόσμησης, του παιχνιδιού και του αποτελέσματος;
Μετά τα σοβαρά επεισόδια με­ταξύ των ποδοσφαιριστών της Μαρσέιγ και της Μονακό στη «φυσούνα» του σταδίου της Μασ­σαλίας, η Μαρί-Ζορζ Μπιφέ, υ­πουργός Αθλητισμού της Γαλ­λίας, υποχρεώθηκε να παραδε­χτεί ότι το «καλό παράδειγμα» που δίνουν τα αστέρια του ποδο­σφαίρου είναι καθαρή φαντα­σίωση:

«Τι παράδειγμα αποτελεί για τους νέους να βλέπουν τα εί­δωλα τους να συμπλέκονται στους διαδρόμους ενός σταδίου;» («Le Monde», 12 Απριλίου 2000). Αλλά ποιος παίκτης μπο­ρεί να ισχυριστεί ότι αποτελεί παράδειγμα;

Από παραδείγματα, πάντως, οι νέοι όλων των χωρών έχουν άφθονα. Στη Γερμανία: «Περισ­σότερα από 100 άτομα, μεταξύ των οποίων και 27 αστυνομικοί, τραυματίστηκαν σε συμπλοκές ο­παδών πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον αγώνα του περιφερεια­κού πρωταθλήματος ανάμεσα σε Οφενμπαχ και Μάνχαϊμ» («Liberation», 16 Μαΐου 1999).

Στην Τυνησία: «Κατά τον ημι­τελικό του κυπέλλου Τυνησίας στο ποδόσφαιρο, μεταξύ της το­πικής ομάδας και της ομάδας Ελπίδα Τύνιδας, ξέσπασε πετροπόλεμος.

Οι τυνησιακές αρχές ανακοίνωσαν ότι σε "συμπλοκές μεταξύ χούλιγκαν" τρεις άνθρωποι έχα­σαν τη ζωή τους και δέκα τραυ­ματίστηκαν, αλλά, στην πραγματικότητα, ο απολογισμός ανερχό­ταν σε 21 νεκρούς και πολλούς τραυματίες» («L' Express», 8 Ιουλίου 1999).

Στη Ρωσία: «Οι ποδοσφαιρι­κοί σύλλογοι της Μόσχας CSKA και Σπάρτακ, έκαναν μέσω του τύπου έκκληση την Παρασκευή πριν τον αγώνα, για ηρεμία στους οπαδούς τους.

Οι οπαδοί των δύο ομάδων τρέφουν αμοιβαίο μίσος, που, τα τελευταία χρόνια, είχε ως αποτέ­λεσμα αρκετές βίαιες συμπλο­κές. Αυτή η έκκληση για ηρε­μία πραγματοποιείται μετά το θάνατο, το προηγούμενο Σάββατο στην Αγία Πετρούπολη, δύο οπαδών της τοπικής ομάδας, σε συμπλοκές με οπαδούς της Ντιναμό Μόσχας» («Liberation», 22 και 23 Απριλίου 2000).

Στην Αγγλία: «Ο υψηλού κινδύνου ημιτελικός του κυπέλου UEFA ανάμεσα στη Λιντς Γιουνάιτεντ και την τουρκική Γαλατασαράι πυροδότησε τις α­ναμενόμενες βιαιότητες ως αντί­ποινα για τα σοβαρά επεισόδια του πρώτου αγώνα στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια των οποίων είχαν σκοτωθεί δύο βρετανοί φίλαθλοι.

Ο αγώνας ήταν μια πρόγευση για όσα περιμένουν την αστυνο­μία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλη­μα του 2000, που διεξάγεται τον Ιούνιο στο Βέλγιο και την Ολλανδία» («Liberation», 22 και 23 Απριλίου 2000).

Συμπλοκές μεταξύ ομάδων φανατικών, στις οποίες συχνά δι­εισδύουν ακροδεξιοί, ξυλοδαρ­μοί γεμάτοι μίσος, ταραχές και βανδαλισμοί, δολοφονίες και λιντσαρίσματα σε ζωντανή μετάδο­ση αποτελούν πλέον, σε όλες τις χώρες και στα πρωταθλήματα ό­λων των κατηγοριών, τη συνηθι­σμένη ημερήσια διάταξη του ποδοσφαίρου, η οποία, μάλιστα, ε­πεκτείνεται και σε άλλα αθλή­ματα, ακόμη και όσα θεωρούνταν ότι βρίσκονται στο απυρόβλητο της βίας, όπως το τένις (9).

Άλλο καλό παράδειγμα που δίνουν τα «είδωλα της νεο­λαίας»: η μάστιγα της χρήσης α­παγορευμένων ουσιών (ντόπιν­γκ) και της τοξικομανίας που κάνει θραύση σε όλα τα αθλή­ματα: η ποδηλασία, η άρση βαρών, ο στίβος, η κολύμβηση, το ράγκμπι, το χάντμπολ, το μπάσκετ, το καλλιτεχνικό πατινάζ, το τζούντο, κανένα ά­θλημα δεν έχει γλιτώσει από την πολιτική οικονομία των ναρκωτικών.

Το τρίτο εμπόδιο είναι η οργανική συνεργασία πολλών πολιτικών προσωπικοτήτων, πανεπιστημιακών, δημοσιογράφων και διαμορφωτών της κοινής γνώμης στη διάδοση μιας άκριτης ειδωλολατρίας του αθλητισμού, η οποία, για την περίσταση, βαφτίζεται "αθλητικός πολιτισμός".

Αυτή η ψευδής συ­νείδηση συνενώνει σε μια φαιδρή συναίνεση τους άνευ όρων κόλακες του αθλητισμού και τους εξυμνητές του αν­θρωπισμού -στη Γαλλία, ειδικά εκείνους της «πληθυντι­κής αριστεράς»- που αποφεύγουν να μιλήσουν για τον πραγματικό αθλητισμό με τις μαφιόζικες παρεκκλίσεις του και φαντασιώνονται έναν ιδανικό αθλητισμό: αγνό, παι­δευτικό, ειρηνικό, για τους πολίτες κ.τλ.

Όλοι αντιπαραβάλλουν τις υποτιθέμενες αρχικές αρετές του «αθλητικού πολιτισμού» με την επιβλαβή πραγματικό­τητα των επιχειρήσεων που συνδέονται με τον αθλητισμό.

Ορισμένοι, στο όνομα μιας δήθεν ουδέτερης ανθρωπολο­γικής θεώρησης των «πολιτι­στικών πρακτικών», θαυμά­ζουν τις ανταγωνιστικές τελε­τουργίες, τα αγωνιστικά πάθη, τη λατρεία της επίδοσης, το α­θλητικό πνεύμα, τις χαρές του αθλητισμού και κατακεραυνώ­νουν κάθε κριτική προσέγγι­ση που δεν αφήνεται να γοη­τευτεί από τις πλάνες των α­γωνιστικών χώρων.

Οι άλλοι, που, άλλωστε, είναι συχνά οι ίδιοι, με­τατρέπονται σε ενώσεις υπεράσπισης του «αθλητικού πο­λιτισμού», που απειλείται α­πό το «κοινωνικό περιβάλ­λον» και μας εξυμνούν τώρα τον αθλητικό πολιτισμό:

«Είναι βαθιά ανθρωπιστι­κός, αλλά μπορεί να μεταμορ­φωθεί, να παραμορφωθεί, να διαφθαρεί από συμφέροντα, α­πό σοβινισμούς, από κάθε εί­δους πάθη. Μόνο αντιστεκόμε­νος σε όλα αυτά μπορεί πραγ­ματικά να υπάρξει και να α­κτινοβολήσει (10)».

Αυτός ο αθλητικός πολιτι­σμός δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να γίνει σύνθημα κυβερνητικής προπαγάνδας.

Έτσι, ο Κλοντ Αλέγκρ, πρώ­ην υπουργός Παιδείας της Γαλλίας, που δεν σταματά να εγκωμιάζει τον «αθλητικό πο­λιτισμό», «πραγματικό σχο­λείο της πολιτικής αγωγής», «θεμελιώδες συστατικό της εκπαίδευσης», εξομολογείτο μειλίχια λίγο καιρό πριν παυθεί: «Κάνοντας αθλητισμό έ­μαθα όσα και στις αίθουσες διδασκαλίας», προσθέτοντας: «Εάν μπορούσα, θα υποχρέω­να όλα τα παιδιά να ασχολη­θούν με ένα ομαδικό και ένα ατομικό άθλημα (11)».

Απομένει να μάθουμε για ποιον αθλητισμό πρόκει­ται: Το «σοσιαλιστικό» αθλητισμό, των αθλητικών στρατώνων της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, της πρώην ΕΣΣΔ, της Κίνας;

Το «φιλελεύθερο» αθλητι­σμό των κάθε είδους απα­τεώνων (12); Τον αθλητισμό των δικτύων των διακινητών ναρκωτικών (13); τον αθλητι­σμό των σύγχρονων ζωέμπο­ρων και δουλεμπόρων (14);

Λίγο πριν από το Ευρωπαϊ­κό Πρωτάθλημα Ποδοσφαί­ρου του 2000, το Γύρο της Γαλλίας και τους Ολυμπια­κούς Αγώνες του Σίδνεϊ, είναι επείγον να κατανοήσουμε ότι ο αθλητισμός έχει μπει στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Σε ένα σύμπαν που κυριαρ­χείται από το νεοφιλελεύθερο ολοκληρωτισμό, οι αθλητικές ολιγαρχίες δεν κρύβουν πια τη συνεργασία τους με ομάδες συμφερόντων που έχουν μετα­τρέψει την αθλητική δραστη­ριότητα σε καθαρές business χωρίς ιερό ούτε όσιο, κυριαρ­χούμενες από το ευαγγέλιο της αποδοτικότητας, της λεη­λασίας, της επιβολής.

Έτσι, το κερδοσκοπικό κύ­κλωμα μετέτρεψε τους α­θλητές, όποιοι και αν είναι, σε απλούς διεκπεραιωτές ή ευνοημένους της άγριας συσ­σώρευσης του κεφαλαίου (15).

Δεν προκαλεί, λοιπόν, εντύ­πωση το γεγονός ότι ο παγκοσμιοποιημένος νόμος της ζούγκλας έχει κάνει πιστεύω του τη μαφιόζικη απορύθμιση και ότι η λογική του «συνεχώς πε­ρισσότερο» (περισσότερες επι­δόσεις, περισσότεροι θεατές, περισσότερες διοργανώσεις, περισσότερα κέρδη) παροτρύ­νει σε έναν αγώνα δρόμου χωρίς τελειωμό:

οργανωμένο έ­γκλημα με διακίνηση διαφό­ρων ναρκωτικών και αναβολι­κών ουσιών, ακόμη και μέσω Διαδικτύου, οργανωμένο έ­γκλημα με ξέπλυμα βρόμικου χρήματος και πόρων από φοροδιαφυγή, οργανωμένο έ­γκλημα με πωλήσεις, αγορές, και μεταγραφές των «σκλάβων της μυϊκής δύναμης» από αδί­στακτους δουλεμπόρους, με τη βοήθεια αξιότιμων «ιμπρεσάριων», οργανωμένο έγκλημα με απάτες, νοθείες και δια­φθορά σε όλα τα επίπεδα. Δεν είναι ανάγκη να κάνουμε αυτό τον αθλητισμό «υποχρεωτικό», είναι ήδη…
 

______________________
 

(1) «Liberation»,   28   Απριλίου  2000: «Πριν μία εβδομάδα, ο ποδηλάτης Ζερόμ Κιοτί δήλωνε σε συνέντευξή του στο μηνι­αίο περιοδικό "Velo" ότι είχε κάνει χρή­ση απαγορευμένων ουσιών για να κατακτήσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή του cross country το 1996. Ο Κιοτί είναι τιμωρημένος από την ομοσπονδία ποδηλασίας. Εκμυστηρεύτηκε, επίσης, ό­τι τον περασμένο Ιούλιο κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή Γαλλίας στο cross country μετά από συνεννόηση με τον αντίπαλό του, τον Μιγκέλ Μαρτίνες».

(2) Βλ. το άρθρο «Η υπόθεση του Σολτ Λέικ Σίτι αμαύρωσε σοβαρά την εικόνα των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι κατηγορίες για διαφθορά όσον αφορά την ανάθεση των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2002 προκαλούν μια σειρά από "εξομολο­γήσεις" που μάλλον φέρνουν σε δύσκολη θέση τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ)» («Le Monde», 16 Δεκεμβρίου 1998). «Μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής ξανά ύποπτοι για διαφθορά. Η επιτροπή διεκδίκησης της Ατλάντας είχε προσφέρει ανταλλάγματα σε είδος σε μέ­λη της ΔΟΕ» («Le Monde», 17 Σεπτεμβρίου 1999). «Το τίμημα που πλήρωσε το Σίδνεϊ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Πρώην υπουργός αναφέρει λεπτομερώς τα "δώρα" προς μέλη της ΔΟΕ» («Liberation», 18 Ιανουαρίου 1999). «Η ΔΟΕ αναμένει με δέος το πόρισμα της έρευνας για τους Ολυμπιακούς του Ναγκά-νο. Εννέα μέλη της Διεθνούς Ολυμπια­κής Επιτροπής κατηγορούνται» («Le Monde», 13 Φεβρουαρίου 1999) κ.τ.λ.

(3) «Η εφημερίδα "Gazzetta dello Sport" δημοσιεύει το Σάββατο τον κατάλογο των δώρων που έστειλε στους διαιτητές για τα Χριστούγεννα η AS Roma. Τα χρυσά ρολόγια, αξίας 85.000 γαλλικών φράγκων (περίπου 4,5 εκατ. δρχ.) στάλ-θηκαν στους δύο επιτρόπους της Ομο­σπονδίας ποδοσφαίρου που ορίζουν τους διαιτητές. Τα ασημένια ρολόγια στους 36 διαιτητές και τα υπόλοιπα στους επόπτες γραμμών. Μέχρι στιγμής, έξι ακόμη σύλ­λογοι της Α' Εθνικής έχουν παραδεχτεί ότι έστειλαν χριστουγεννιάτικα δώρα στους διαιτητές» («Liberation», 10 Ιανου­αρίου 2000).

(4) «France-Soir», 11 Μαΐου 1999.

(5) «La barbarie olympique»,   Quel Corps?, αρ. 36, Σεπτέμβριος 1988. Βλ. ε­πίσης:  «Le sport, c'est la guerre»,  «Maniere de voir», αρ. 30, Μάιος 1996.

(6) «L' illusion sportive. Sociologie d'une ideologie totalitaire», Πανεπιστήμιο Μontpellier-III, Les Cahiers de i" IRSA, αρ. 2, Φεβρουάριος 1998.

(7) «Le Monde», 23 Ιουνίου 1998.

(8) «Football connection», Quel Corps?, αρ. 40, Ιούλιος 1990.

(9) «Le Monde», 11 Απριλίου 2000: «Κύ­πελλο Ντέιβις: σοβαρά επεισόδια στον α­γώνα Χιλής-Αργεντινής».

(10) Joffre Dumazedier, «De la culture sportive», STAPS, «Revue internationale des science du sport et de l'education physique», Παρίσι, αρ. 44, Δεκέμβριος 1997, σελ. 97.

(11) «Claude Allegre veut developper la "culture sportive"», "Le monde", 14 και 15 Νοεμβρίου 1999.

(12) Δύο παραδείγματα ανάμεσα σε τόσα άλλα: «Η ομάδα μπάσκετ CSP Limoges (Λιμόζ) πληρώνει ακριβά τη μεγαλομα­νία της. Μετά την έναρξη έρευνας για έξι από τους παράγοντές της, η καλύτερη ομάδα μπάσκετ της δεκαετίας του '80 στη Γαλλία αντιμετωπίζει μια κρίση που μπο­ρεί κάλλιστα να καταλήξει στη διάλυση της» («Le Monde», 19 Ιανουαρίου 2000). «Ποδόσφαιρο. Μεγάλο μέρος των αμοι­βών των ποδοσφαιριστών δεν δηλώνεται στην εφορία. Οι ισπανικοί σύλλογοι παρακολουθούνται στενά από την εφορία» («Liberation», 17 Απριλίου 2000).

(13) Jean-Pierre de Mondenard και Jean-Marie Brohm, Drogues et dopages, Chiron, Παρίσι, 1987.

(14) «Ποδόσφαιρο. Αμφιλεγόμενοι μεσάζοντες προτείνουν ανήλικους στους γαλ­λικούς συλλόγους. Στο σφυρί, μικροί Αφρικανοί σε καλές τιμές» («Liberation», 22 Νοεμβρίου 1999).

(15) Βλ. τα στοιχεία που αποκάλυψε το "Capital", «La fievre du foot business», αρ. 79, Παρίσι, Απρίλιος 1998.
Σημείωση (Πηγή: "Le Monde Diplomatique")


Β΄ Μέρος...ραδιοφωνικοί σταθμοί.

 


Περισσότερα >>

Γ΄ Μέρος...γέροντες.

Περισσότερα >>