www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
ΠΡΩΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ''Διάκρισης-Συνείδησις-Εγκράτεια-Προσοχή-Υπερηφάνεια-Κενοδοξία-Καλοί τρόποι-Αγνότης-Απάθεια-Παρρησία-Θυμός''

ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΣΟΦΙΑ
«Ή άνωθεν σοφία πρώτον μεν αγνή έστιν, έπειτα ειρηνική, επιεικής, εύπειθής, μεστή ελέους και καρπών αγαθών, ευδιάκριτος, ανυπόκριτος».
(Ιακώβου γ' 17)
 

  ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ

ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε ό Μέγας Αντώνιος, πού έξαντλήσανε όλες τους τίς σωματικές δυνάμεις σέ υπερβολική άσκησι κι' επειδή τους έλειψε ή διάκρισι, δέν κατώρθωσαν να πλησιάσουν τόν Θεό.
***
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ από όλες τίς αρετές ονομάζουν οί Πατέρες τήν διάκρισι.
***
ΜΗ δοκιμάσης νά κάνης τίποτε, συμβουλεύει ένας σοφός Γέροντας, προτού εξέτασης τή συνείδησί σου. Εκείνη θά σέ πληροφόρηση αν αυτό πού έπιχειρής είναι κατά Θεόν.
***
ΒΛΕΠΕΙΣ άνθρωπο νά κρατά άξίνα στό χέρι του και ν' αγωνίζεται νύχτα-μέρα νά κόψη ενα δέντρο καί νά μή τό κατορθώνη κι' άλλον πάλι έμπειρο σέ τέτοια νά τό ρίχνη κάτω μέ λίγα κτυπήματα; συνήθιζε νά λέγη ό Άββάς Άμμωνάς. "Εμπειρο εννοούσε εκείνον πού έχει διάκρισι.
***
ΤΟΝ σκόρπιο νού, λέγει άλλος Πατήρ, συμμαζεύει ή μελέτη,   ή   αγρυπνία  καί  ή   προσευχή.   Τήν  άλογη   επιθυμία μαραίνει ή νηστεία κι' ό σωματικός κόπος. Τόν θυμό πάλι καταπραΰνει ή ψαλμωδία, μακροθυμία καί ή αγάπη. Όλα αυτά όμως πρέπει νά γίνωνται με διάκρισι καί στον κατάλληλο καιρό. Ή άκαιρη και άμετρη προσπάθεια είναι κατά κανόνα λιγόχρονη καί περισσότερο βλαβερή παρά ωφέλιμη.
***
Ο ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΟΣ πού χτυπά τή μάζα τοϋ σιδήρου, λέγει ό Μέγας Αντώνιος, έχει προηγουμένως σκεφθή τί θέλει νά φτιάξη, δρεπάνι, μαχαίρι, τσεκούρι κι' ανάλογα εργάζεται. Κι' ό άνθρωπος τοϋ Θεοϋ ας συλλογίζεται άπό πριν ποια αρετή επιθυμεί ν' απόκτηση, γιά νά μή κοπιάζη άσκοπα.
***
ΟΛΕΣ οι υπερβολές είναι γεννήματα τοϋ διαβόλου, έλεγε
άλλος Πατήρ.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ποιμήν λέγει πώς δέν προοδεύομε στην αρετή γιατί μας λείπει ή προμελέτη.
***
ΠΟΤΕ δέν έκανα βήμα προς τά εμπρός, λέγει άλλος σοφός Γέροντας, χωρίς νά εξετάσω καλά ποΰ πρόκειται νά πατήσω τό πόδι μου. Προτιμούσα νά μή προχωρήσω, έως δτου με καθοδήγηση ό Θεός.
***
ΤΟΣΟ γιά τά μικρότερα, οσο καί γιά τά μεγαλύτερα έργα μου, έλεγε άλλοτε πάλι ό ϊδιος, σκέπτομαι προηγουμένως καί αποβλέπω στους καρπούς των κι' υστέρα τά επιχειρώ.
***
ΟΠΩΣ ή φωτιά κατατρώει τά ξύλα, έτσι τά καλά έργα τοϋ ανθρώπου πρέπει ν' αφανίζουν τά πάθη, έλεγαν οί Γέροντες.
***
ΕΝΑΣ νέος μοναχός συμβουλεύθηκε τόν 'Αββα Νισθερώ:
- Ποια αρετή νά εξασκήσω περισσότερο, Πάτερ, για νά
σωθώ;
- "Οποια   σοΰ  ταιριάζει   καλλίτερα,   τοϋ   αποκρίθηκε  ό
σοφός Γέροντας.
Ό αδελφός τόν κύτταξε μέ απορία. Τότε ό Άββάς εξήγησε: Ή Άγια Γραφή, τέκνον μου, μας πληροφορεί πώς ό Αβραάμ ήταν φιλόξενος κι' ό Θεός τόν σκέπαζε. Ό Δαβίδ αγαπούσε την ταπεινοσύνη κι' ό Θεός έδειξε σ' αυτόν τήν προτΐμησί του. Διάλεξε λοιπόν κι' εσύ τήν αρετή, πού επιθυμεί ή ψυχή σου και πού νοιώθεις πώς είσαι κατάλληλος γι' αυτήν. Ύστερα έργάσου την μέ όλη σου τήν προθυμία και θά σωθής.
***
Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΤΑΤΟΣ 'Αββας Σισώης πάλι συμβουλεύει:
- Προτίμα, αδελφέ, εργασία ελαφρά και διαρκή, παρά
κοπιαστική καί πολύ σύντομα παρατημένη.
***
ΜΗ ΣΚΕΠΤΕΣΑΙ καί μήν έπιχειρής πράξεις άσκοπες, πού δέ γίνονται κατά Θεόν. "Οποιος βαδίζει άσκοπα, ματαιοπονεί. Όταν ό νους λησμονή τόν κατά Θεόν σκοπό, τό έργον της αρετής δέν ωφελεί τήν ψυχή, γράφει ό 'Αββας Μάρκος. 
  
  
 

ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
ΜΗΝ ΑΦΗΝΗΣ τη συνείδησί σου, χριστιανέ, νά σε κατηγορή γιά οποιαδήποτε πραξι, συμβουλεύει ό Άββας Άγάθων.
***
ΜΗ ΠΑΡΑΚΟΥΣΗΣ τή συνείδησί σου, άνθρωπε, γράφει κι' ό "Αγιος Μάξιμος ό Όμολογητής. Αυτή σέ συμβουλεύει πάντοτε  τό  καλλίτερο.  Σοΰ  δίνει  γνώμη   θεία  κι'  αγγελική.
Αυτή σέ ελευθερώνει από τους κρυφούς της καρδίας σου λογισμούς και σέ κάνει άξιο νά παρουσιαστής με θάρρος μπροστά στό Δημιουργό σου, όταν θ' άφήσης τήν πρόσκαιρη τούτη ζωή.
***
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΙ του ανθρώπου μοιάζει με πηγή, λέγουν οι Πατέρες, πού όσο βαθύτερα τήν σκάβεις, τόσο περισσότερο καθαρίζει. "Αν όμως τήν σκεπάσης με χώματα, σέ λίγο καιρό θά χαθή.
  




ΠΡΟΣΟΧΗ

Ο ΜΟΝΑΧΟΣ πρέπει να γίνη σάν τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ, όλος μάτια, έλεγε στίς τελευταίες του στιγμές στους μαθητάς του ό Όσιος Βησσαρίων.
***
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός έξομολογήθηκε σέ κάποιο Γέροντα τις αδυναμίες του:
— Όταν βγαίνω από τό κελλί μου, Άββά, καί συναντήσω
άλλον αδελφό νά γελά ή νά φλύαρη, γελώ κι' εγώ καί φλυαρώ
μαζί  του.   Μ'  αυτά όμως  σκορπίζεται  ό  νους  μου  κι'  είναι
αδύνατον νά τόν συμμαζέψω, σάν γυρίσω μέσα.
— Φυσικό είναι, παιδί μου, νά μή μπορής νά συμμαζέψης
τό νοΰ σου, ΰστερα από γέλια καί άργολογίες. Καί μέσα κι'
έξω από τό κελλΐ σου φρόντισε νά είσαι προσεκτικός, τόν
συμβούλεψε ό καλός Άββας.
***
ΔΥΟ Γέροντες στή σκήτη συζητούσαν:
— Μοϋ φαίνεται, είπε ό ένας, πώς, μέ τή Χάρι τοϋ Θεοΰ,
έχω νεκρωθή πιά γιά τόν κόσμο.
— Μήν είσαι τόσο σίγουρος, αδελφέ, πρίν ακόμη χωρισθή
ή ψυχή σου από τό σώμα, τοΰ αποκρίθηκε ό άλλος. Γιατί αν
σύ  νομίζης πώς  νεκρώθηκες,  ό  διάβολος  δεν  έχει  νεκρωθή καθόλου.
***
ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ, πού ψυχομαχοϋσε ένας "Αγιος Ερημίτης, παρουσιάστηκε μπροστά του ό διάβολος και τοΰ φώναξε:
— Μέ αφάνισες, άθλιε.
— Δεν είμαι ακόμη βέβαιος γι' αυτό, αποκρίθηκε ό "Αγιος
καί αμέσως έκοιμήθη.
***
ΟΤΑΝ επρόκειτο νά κοιμηθή ό "Οσιος Άγάθων, έμεινε τρεις ήμερες ακίνητος στό στρώμα μέ τά μάτια ανοικτά, γυρισμένα προς τόν Ουρανό. Τήν τρίτη ήμερα, σάν συνήλθε λίγο, τόν ρωτούσαν οί μαθηταΐ του, πού τόν είχαν περιτριγυρίσει, νά τους είπή ποΰ βρισκόταν τό πνεΰμα του σ' όλο αυτό τό διάστημα.
— Στό κριτήριον τοΰ Θεοϋ, ψιθύρισε εκείνος τρέμοντας.
— Κι' έσύ φοβάσαι, Πάτερ; τόν ρώτησαν μέ απορία οί
αδελφοί.
— Προσπάθησα, όσο μπορούσα, νά φυλάξω τίς εντολές
τοΰ Θεοΰ σέ όλο μου τό βίο. Μά είμαι άνθρωπος. Πώς νά ξέρω
ότι  έχω ευχαριστήσει τόν Θεό;  είπε πάλι  μέ πολύ κόπο ό
Όσιος.
— Δέν είσαι βέβαιος πώς τά έργα σου ήταν κατά Θεόν;
είπαν έκπληκτοι εκείνοι.
— Όχι, προτοϋ βρεθώ μπροστά στον Δημιουργό μου, αποκρίθηκε ό Όσιος, γιατί μέ άλλο κριτήριο κρίνουν οί άνθρωποι καί μέ άλλο ό Θεός.
"Ηθελαν και άλλα ωφέλιμα γιά τήν ψυχή τους νά ρωτήσουν οί αδελφοί, άλλ' ό "Οσιος τους έκανε νόημα νά μην όμιλοΰν πιά.
— Είμαι απασχολημένος, ψιθύρισαν τά χείλια του.
Ή μορφή του έλαμψε! Οί μαθηταί του τόν είδαν νά φεύγη
από τόν μάταιο κόσμο γιά τήν αιώνιο ζωή, μέ τή χαρά πού νοιώθη κανείς σάν ξεκινά νά συνάντηση τό πιό αγαπημένο του πρόσωπο.
***
Ο ΚΑΛΟΣ χριστιανός, λέγει ό σοφός 'Αββάς Νισθερώ, πρέπει νά κάνη λογαριασμούς μέ τόν εαυτό του πρωΐ και βράδυ καί νά λέγη:
— Τί, από οσα θέλει ό Θεός, έκανα καί τι παραμέλησα νά
πράξω; Έτσι μόνο θά κατορθώση νά πολιτεύεται σύμφωνα μέ
τό θέλημα τοΰ Θεοϋ.
***
— ΕΙΝΑΙ δυνατόν στον άνθρωπο νά βάζη κάθε μέρα αρχή;
ρώτησε ό 'Αββας Μωϋσής τόν "Οσιο Σιλουανό.
— "Αν είναι εργάτης της αρετής, αποκρίθηκε ό Γέρων, όχι
μόνο κάθε μέρα, αλλά καί κάθε ώρα καί κάθε στιγμή μπορεί
νά βάζη αρχή.
***
Ο ΘΕΟΣ κρατεί αυτή τήν τακτική στους ανθρώπους, λέγει κάποιος Πατήρ: Στούς μετανοημένους αμαρτωλούς χαρίζει ολόκληρο τό χρέος, καθώς έκανε στην Πόρνη καί στον Τελώνη. Άπό τόύς δικαίους όμως απαιτεί καί τόκους. Αυτό εννοούσε ό Κύριος όταν έλεγε στούς Αποστόλους Του: «έάν μή περισσεύση ή δικαιοσύνη υμών πλεΐον των γραμματέων καί φαρισαίων, ού μή είσέλθητε είς τήν βασιλείαν των ουρανών».
***
ΛΕΓΟΥΝ οι Γέροντες γιά τόν 'Αββα Άμμοΰν, πού άσκήτευε στά βουνά της Νιτρίας, πώς εϊχε μεγάλη κοσμιότητα καί προσοχή στον εαυτό του.
Κάποτε, περνώντας τήν έρημο μέ συντροφιά τόν συνασκητή του 'Αββα Θεόδωρο, έφτασαν στίς όχθες τοΰ ποταμού Λύκου. Έπρεπε νά περάσουν τόν ποταμό, μά τήν ήμερα εκείνη
έλειπε τό μονόξυλο, πού βρισκόταν πάντοτε έκεΐ γι' αυτή τη δουλειά.
— "Ας βγάλωμε τά ροΰχα μας και ας ρίχτουμε στό ποτάμι,
πρότεινε ό 'Αββας Θεόδωρος.
"Αλλη λύσις άπ' αύτη δεν υπήρχε. Ό 'Αββάς Άμμοϋν δμως έμεινε δισταχτικός. Δέ φοβόταν τό νερό, κάθε άλλο. "Αλλωστε σ' όλα ήταν εξαιρετικά τολμηρός. Μά ντρεπόταν νά γυμνωθή μπροστά στον συνασκητή του. Τέλος, τοΰ είπε μέ συστολή:
— Άπομακρύνσου λίγο, Θεόδωρε. Δέν είναι σωστό νά ιδή
ό ένας τή γύμνια τοϋ άλλου.
Ό 'Αββάς Θεόδωρος συμμορφώθηκε αμέσως μέ τήν ύπόδειξι τοϋ φίλου του. 'Αλλ' ό 'Αββας 'Αμμοΰν έμενε ακόμη αναποφάσιστος. Δέν ήθελε και πάλι νά γδυθή. Εύλαβεΐτο τόν "Αγγελο φύλακα της ψυχής του, πού τόν ένοιωθε διαρκώς πλάϊ του. Μά καθώς στεκόταν καί κύτταζε τό ποτάμι μέ μεγάλη αμηχανία, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς νά καταλάβη πώς, μέ κάποιο μυστηριώδη τρόπο, στην αντίπερα όχθη, πού τόν περίμενε, ντυμένος πιά, ό συνασκητής του.
 




ΚΑΛΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Ό 'Αββας Ησαΐας ό αναχωρητής γράφει γιά τους μοναχούς τους παρακάτω κανόνες καλής συμπεριφοράς, πού θά ήταν πολύ ωφέλιμο νά τηροΰντο άπ' όλους τους Χριστιανούς, χωρίς έξαίρεσι. Ή ευγένεια είναι αγγελική αρετή καί τό καλό φέρσιμο πρέπει νά χαράκτηρΐζη πρώτα άπ' όλα τά παιδιά τοΰ Ουρανίου Πατρός.
"Αν πας γιά δουλειά σε ξένο σπίτι, αρχίζει ό 'Αββας, καί ό σπιτονοικοκύρης βρεθή στην ανάγκη νά βγή εξω καί σέ άφήση μόνο, μή σήκωσης τά μάτια σου γιά νά περιεργαστής τά  πράγματα  του.   Δέν  επιτρέπεται  ν'   άνοιξης  τίποτε,  οΰτε
ντουλάπι, ούτε δοχείο, οΰτε βιβλίο ακόμη. Προτοϋ βγή έξω εκείνος, ζήτησε του κάποιο εργόχειρο, γιά ν' άσχολήσαι ώσπου νά γυρΐση. Ό,τι σοΰ ανάθεση, κάνε το μέ πολλή προθυμία. "Αν συμβή ν' ακούσης συνομιλίες έξω άπό τό δωμάτιο, μή δίνης προσοχή καί μήν άφήνης ξένες συζητήσεις στή μνήμη σου. Πρό πάντων δε μή τις αναφέρεις σ' εκείνον πού σέ φιλοξενεί, γιά νά μή ζημιωθήτε κι' οι δύο.
"Αν είσαι νέος, απόφευγε τά πολυτελή ενδύματα. Μή γελάς δυνατά μέ ανοιχτό στόμα, έτσι πού νά φαίνωνται τά δόντια σου. Μάθε νά κλίνης πάντοτε προς τά κάτω τήν κεφαλή σου μέ συστολή. "Οταν βρίσκεσαι σέ ξένο τόπο, νά φορής πάντοτε τά υποδήματα σου. Στό κελλί σου όμως άσκήσου νά περπατάς ξυπόλυτος, εκτός αν είσαι άρρωστος. Συνήθιζε νά περπατάς μέ τά χέρια κολλητά στή ζώνη σου. Μή τά κουνάς πέρα-δώθε, καθώς οί κοσμικοί. Οΰτε τό κεφάλι σου νά γυρΐζης εδώ κι' εκεί. Περπατώντας, κάνε κάποια πνευματική μελέτη μέ τό νοΰ σου ή προσευχήσου στό Θεό μέ τήν καρδιά σου. "Οταν ύπάρχη μεγάλη ανάγκη νά κατέβης στην πόλι, έχε τό βλέμμα σου κάτω διαρκώς, γιά νά μή πολεμήσαι αργότερα στό κελλί σου άπό άτοπους λογισμούς. "Αν τύχη νά σέ χαιρετήση στό δρόμο γυναίκα, άνταπόδοσε τόν χαιρετισμό νοερά, έχοντας πάντα τά μάτια χαμηλωμένα. Μήν αφήσης τό βλέμμα σου νά πλανηθή, ούτε ώς τό φόρεμα της γυναίκας.
"Αν πηγαίνης στό δρόμο μαζί μέ άλλους αδελφούς, κράτησε, όσο μπορείς, σιωπή. Διά νά τό επιτυχής, άπομακρύνσου λίγο άπ' αυτούς. "Αν περπατάς μέ ηλικιωμένους, μή προπορεύεσαι. Μή δεχθής νά σηκώση ό μεγαλύτερος σου στην ηλικία οποιοδήποτε πράγμα. Σήκωσέ το εσύ. "Αν είσθε δύο νέοι καί μεταφέρετε κάπου ένα αντικείμενο, ας τό σηκώνετε εναλλάξ. Όποιος σηκώνει τό φορτίο, ας προπορεύεται.
"Οπου καί αν βρεθής, απόφευγε τήν παρρησία. "Ας είσαι πάντοτε στολισμένος μέ τή συστολή. "Αν πας σέ ξένο τόπο, μή κοιμηθής σέ σπίτι πού υπάρχει κίνδυνος ν' άμαρτήσης. "Αν σε καλέση κανείς γιά φαγητό, μή δεχθής νά καθΐσης στό ϊδιο τραπέζι μέ γυναίκα. Προτιμότερο νά λύπησης εκείνον πού σέ κάλεσε, παρά νά άμαρτήσης κρυφά στην καρδιά σου.
"Αν περπατάς μέ άλλους μαζί κι' ανάμεσα σας υπάρχει κανένας άρρωστος, αφήσετε νά προπορεύεται εκείνος, γιά νά ξεκουράζεται όταν θέλη. "Αν σέ στείλουν στην πόλι μέ άλλον αδελφό κι' έχεις δουλειά στό σπίτι κάποιου φίλου σου, μή καθήσης νά φάγης, αν σέ προσκαλέσουν, προτοϋ φωνάξης καί τόν άλλον αδελφό. "Αν είσθε περισσότεροι καί ντρέπεσαι νά τους φωνάξης όλους, μή τους περιφρόνησης καί πάς κρυφά γιά νά φας. Συνεννοήσου πρώτα μαζί τους καί κάνε μέ ταπεινοσύνη, ο,τι σοϋ ειποϋν. Μή χωρίζεσαι άπό τους αδελφούς σου, αποφεύγοντας τίς ευτελέστερες εργασίες. "Αν βρεθής σέ ξένο τόπο μέ αδελφούς, πού μόλις έχετε γνωριστή, δώσε τους τά πρωτεία, έστω κι' άν είναι κατώτεροι σου στην τάξι. "Αν πάτε σέ γνωστό σου σπίτι άφησε τους νά προπορεύονται σ' όλα, στό νίψημο, στό φαγητό, παντοΰ. Μή τους δείχνης πώς γιά χατήρι σου φιλοξενούνται κι' αυτοί. Τίμησε τους, λέγοντας πώς γι' αυτούς ελέησαν κι’ εσένα.
"Αν περπατάς μέ άλλους αδελφούς κι' ανάμεσα τους είναι κάποιος, μέ τόν όποιον συνδέεσαι μέ πνευματική αγάπη, μή χωριστήτε άπό τους άλλους, γιά νά συνομιλήσετε οί δυό σας, μήπως βρεθή κανένας αδελφός ασθενής στή συνεΐδησι καί κινηθή σέ φθόνο. Μή γίνεσαι ποτέ αφορμή ν' άμαρτήση ό αδελφός σου. "Αν πάς σέ γνωστούς σου, μήν είσαι άπό πριν απολύτως βέβαιος πώς θά χαροΰν υπερβολικά όταν σέ ίδοΰν, ώστε νά ευχάριστης τόν Θεόν άν τύχη και σέ δεχτούν. "Αν πάς μαζί μέ άλλους σέ φτωχό αδελφό, μή τόν επιβαρύνετε. Προμηθευτήτε μόνοι τήν τροφή σας κι' άρκεστήτε στή στέγη πού βρήκατε.
"Αν μπής σέ κελλί ξένου μονάχου, κάθισε όπου σοΰ ειπεί καί μή πηγαίνης σέ άλλο κελλί, άν δέ σέ καλέση. Όταν ταξιδεύετε μέ άλλους αδελφούς,  νά είσθε επιεικείς μέ τους
ασθενείς. Νά τους αφήνετε νά ξεκουράζονται ή νά τρώγουν πρίν άπό τήν ώρισμένη ώρα. Όταν φθάσετε σε ξένο τόπο, μήν αποκτήσετε θάρρος και παρρησία μέ κανένα, γιά νά ωφεληθούν οί κοσμικοί άπό τή συμπεριφορά σας και μάλιστα άπό τή σιωπή σας. Ή παρρησία κι' όλα τ' άλλα κακά φωλιάζουν στον αδύνατον άνθρωπο, πού τοΰ λείπει ή προσευχή και ή ένθύμησις των αμαρτιών του.
"Αν έχης βάλει όρο στον εαυτό σου νά τρως ώρισμένη ώρα στό κελλί σου ή νά μή τρως μαγειρευμένο φαγητό ή οποιονδήποτε άλλο κανόνα, πρόσεξε νά μή τό φανέρωσης όταν βρίσκεσαι μέ άλλους, γιά νά μή χάσης τό μισθό σου. Ό Δεσπότης Χριστός παραγγέλλει νά έργαζώμεθα τό καλό «έν κρύπτω».
***
ΞΕΝΟΣ μοναχός σέ ξένο τόπο, έλεγε ό Όσιος Αρσένιος, ας μήν ανακατεύεται στις διαφορές μεταξύ αδελφών, γιά να εχη άνάπαυσι.
* **
ΕΝΑΣ αρχάριος αδελφός συμβουλεύτηκε κάποιο Γέροντα:
- "Αν ιδώ κάτι άπρεπο στους αδελφούς, μέ τους οποίους
συγκατοικώ, πρέπει νά μιλήσω;
— "Αν εκείνοι είναι μεγαλύτεροι στην ηλικία ή καί συνομήλικοι σου ακόμη, αποκρίθηκε ό Γέροντας, πιό αναπαυμένος
θά είσαι, όταν σιωπήσης.  "Ετσι θά νοιώθης τόν εαυτό σου μικρότερο καί αμέριμνο.
- Τί νά κάνω, Άββά, πού μέ ταράσσουν συχνά οί λογισμοί νά τους υποδείξω τό άτοπον; ρώτησε πάλι ό αδελφός.
— "Αν καταπονήται ή ψυχή σου, υπόδειξε μιά φορά τό
σφάλμα τους μέ ταπείνωσι. "Αν δε σ' ακούσουν, άφησε το ζήτημα στά χέρια τοϋ Θεοΰ. "Ετσι παραμερίζεις καί τό θέλημα σου, τόν συμβούλεψε ό σοφός Γέροντας.
***
ΜΗ περιφρονείς τόν υπηρέτη σου, έλεγε σέ κάποιον πλούσιο επισκέπτη του ένας από τους Γέροντας, γιατί δέ γνωρίζεις, αν σ' αυτόν δέν αναπαύεται τό Πνεϋμα τοϋ Θεοΰ.
***
ΑΝ ΤΗΝ ώρα πού επιτιμάς κάποιον από τους υποτακτικούς σου, έλεγε ό Άββάς Μακάριος σ' ένα Ηγούμενο Κοινοβίου πού πήγε νά τόν συμβουλευτή, παρασυρθής από θυμό καί εϊπής λόγια άπρεπα, ικανοποιείς τό πάθος σου. "Ετσι, προσπαθώντας νά διόρθωσης τους άλλους, ζημιώνεις την ψυχή σου.
  Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΩΦΕΛΕΙΤΑΙ
"Ελεγαν οί Γέροντες γιά τόν Άββά Ιωάννη τόν Κολοβό πώς δέν άφηνε ποτέ τό λογισμό του νά ρεμβάζη στά γήϊνα, ούτε συζητούσε γιά μάταια πράγματα.
Κάποτε πήγαν μερικοί συνασκηταί του νά τόν δοκιμάσουν.
- Δόξα τω Θεώ Άββά, τοϋ είπαν, έρριξε αρκετή βροχή εφέτος καί ποτιστήκανε καλά οί φοίνικες. Θά βγάλουν έτσι απαλά φύλλα, γιά νά βρίσκουν οί αδελφοί υλικό γιά τό εργόχειρο τους.
Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει στην ανθρώπινη ψυχή, όταν αρδευτή από τή Χάρι τοϋ Παναγίου Πνεύματος. Αναζωογονείται καί βλαστάνει αρετές, αποκρίθηκε ό "Αγιος Γέροντας, πού μόνο τά πνευματικά είχε διαρκώς στό νοΰ του.
***
Ο ΑΓΙΟΣ Αθανάσιος, όταν βρισκόταν στον Πατριαρχικό Θρόνο τής Αλεξανδρείας, προσκάλεσε τόν Άββά Παμβώ νά πάη στην πόλι γιά εκκλησιαστική ύπόθεσι. Ό πρώτος άνθρωπος, πού συνάντησε ό Όσιος περνώντας από τά τείχη τής μεγαλούπολης, ήταν μιά γυναίκα καλλωπισμένη γιά νά παγιδέψη θύματα. Βλέποντας την ό Γέροντας, έδάκρυσε.
- Γιατί κλαις, Άββά; Τον ερώτησε ό αδελφός πού τον συνώδευε.
- Γιά δυό λόγους, αποκρίθηκε στενάζοντας εκείνος.
Πρώτα άπ'  όλα γιά τήν απώλεια της ψυχής αυτής και γιατί εγώ δέν έχω τόση επιμέλεια ν" αρέσω στον Κύριόν μου, όση αυτή γιά ν' άρέση σέ ακόλαστους ανθρώπους.
***
ΚΑΤΙ παρόμοιο συνέβη μέ τόν Επίσκοπο Νόνο καί τήν Όσία Πελαγΐα, όπως μας διηγείται ό βιογράφος της.
Κάποτε ό Πατριάρχης Αντιοχείας καθόταν μέ τους Επισκόπους του στην αυλή της Εκκλησίας τοΰ Αγίου Ιουλιανού. Ένώ συζητούσαν, άκουσαν ασυνήθιστο θόρυβο στό δρόμο. Τή στιγμή εκείνη περνούσε έξω από τήν Εκκλησία ένα πολυτελέστατο αμάξι. Μέσα καθόταν μέ πολλή φαντασία ή εταίρα Πελαγία. Ό δρόμος άστραψε από τή λάμψη των κοσμημάτων πού φορούσε. Ό αέρας γέμισε από τήν ευωδιά των ακριβών αρωμάτων της. Τό πλήθος σάν ξεφρενιασμένο τήν ζητωκραύγαζε.
Οί Αρχιερείς έστρεψαν μέ αηδία άλλου τό πρόσωπο, γιά ν' αποφύγουν τό αντίκρυσμα της σατανικής εκείνης γυναίκας, πού είχε παρασύρει στό βοΰρκο τής άνηθικότητος τους περισσοτέρους νέους τής αριστοκρατίας τής μεγάλης πόλεως. Μόνον ένας, ό Επίσκοπος Νόνος, τήν παρακολούθησε επίμονα μέ τό βλέμμα του, ώσπου χάθηκε στή στροφή τοΰ δρόμου. "Υστερα γύρισε στους άλλους Επισκόπους καί μέ φωνή θλιμμένη τους είπε:
- Άλλοίμονό μας, εν Χριστώ αδελφοί, αυτή ή γυναίκα
πολύ μας κατακρίνει. Είδατε μέ πόση επιμέλεια έχει στολίσει
τό κορμί της, γιά νά έλκυση έραστάς; Ένώ εμείς οί αμελείς τί
κάνομε, γιά νά στολίσωμε τήν ψυχή μας, νά προσελκύσωμε
τήν αγάπη τοΰ Ουρανίου μας Νυμφίου;
Λέγοντας αυτά, προσευχήθηκε μέ θέρμη γιά τή σωτηρία
της αμαρτωλής εκείνης ψυχής. Κι' ή προσευχή του ακούστηκε. Ή θεία Χάρις τήν επισκέφθηκε, πίστεψε στό Χριστό ή Πελαγία, μετανόησε για τόν αμαρτωλό βίο της, βαφτίστηκε από τόν "Αγιο Νόνο και εϊχε τέλος Όσιακό.
***
ΚΑΤΕΒΗΚΕ κάποτε στην πόλι ό Άββάς Μακάριος μέ τόν υποτακτικό του. Στό δρόμο, πού περπατούσαν, ακούσε ένα μικρό παιδί νά λέη στή μητέρα του:
— Μητέρα, ένας πλούσιος μ' αγαπά, αλλά εγώ οΰτε νά τον ακούσω  θέλω,  κι'  ένας  φτωχός  μέ  κατατρέχει   κι'  εγώ  τον αγαπώ.
Ό Γέροντας σταμάτησε και παρακολούθησε τήν παιδική κουβέντα μέ εξαιρετικό ενδιαφέρον.
— "Ακουσες, τί είπε ό μικρός; ρώτησε τόν μαθητή του.
— Ναι, αλλά είναι λόγια ανόητα, αποκρίθηκε εκείνος.
— Καθόλου μάλιστα, είπε τότε ό Όσιος. Σκέψου πώς ό
Κύριος μας, πλούσιος σέ έλεος, μας αγαπά κι' εμείς τόν παρακούμε. Κι' ό διάβολος, άμοιρος από κάθε καλό και εχθρός μας άσπονδος,   πού  μας  μισεί και θέλει  μέ  κάθε  τρόπο  νά μας βλάψη,   κι'  εμείς  τόν ακολουθούμε και  κάνομε  όλα του τά
θελήματα.

 

ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε ό 'Αββας Ιωάννης ό Κολοβός, έτρωγαν μόνο ψωμί κι' αλάτι μιά φορά την ημέρα κι' οΰτε άπ' αυτό χόρταιναν, γι’ αυτό ήσαν δυνατοί στό έργο τοϋ Θεοΰ.
***
ΑΦ' ΟΤΟΥ έγινε μοναχός ό 'Αββάς Διόσκορος, έτρωγε μιά φορά τήν ημέρα λίγο κρίθινο ψωμί ή φτιαγμένο από λούπινα.
Κάθε χρόνο επιχειρούσε κι' από μιά καινούργια άσκησι. Παραδείγματος χάριν δεν έβγαινε καθόλου από τό κελλί του, ή  έμενε αμίλητος.  "Ετσι  κατώρθωσε νά κόψη  όλες του τις
επιθυμίες.
***
ΕΝΑΣ αδελφός στό Κοινόβιο τοϋ Αγίου Θεοδοσίου, στην Παλαιστίνη, τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια έτρωγε μόνο ψωμί μιά φορά τήν εβδομάδα καί δέν έβγαινε από τήν εκκλησία.
***
Ο ΟΣΙΟΣ Μακάριος έβαζε αυτόν τόν όρο στον εαυτό του, όταν επρόκειτο νά καθήση στην τράπεζα των αδελφών: "Αν τοϋ προσφέρουν κρασί νά πιή γιά τήν αγάπη τους, αλλά γιά ένα ποτήρι νά μή πιή νερό μιά ολόκληρη ήμερα.

Οί αδελφοί, νομίζοντας πώς έτσι θά τόν ευχαριστήσουν, τοΰ έδιναν νά πιή. Εκείνος τό δεχόταν, γιά νά βασανΐση ΰστερα τόν εαυτό του. Ό μαθητής του όμως, πού ήξερε τόν μυστικό αγώνα του, έλεγε στους άλλους ιδιαιτέρως:
— Γιά τήν αγάπη του Χριστού, μή τόν αναγκάζετε νά πιή
κρασί, γιατί από αύριο θ' άρχΐση τό μαρτύριο της δίψας.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης, πού ήταν Ηγούμενος σ' ένα μεγάλο Κοινόβιο στην Αίγυπτο, πήγε κάποτε βαθειά στην έρημο νά συνάντηση τόν "Οσιο Παΐσιο, τόν ξακουσμένο ασκητή, πού σαράντα ολόκληρα χρόνια αγωνιζόταν εκεί μόνος του.
— Τι κατώρθωσες, ζώντας μακριά από τους ανθρώπους, Πάτερ; τόν ρώτησε ό 'Αββάς Ιωάννης.
— Άφ' ότου ήλθα εδώ, δέ μέ είδε οϋτε μιά φορά ό ήλιος νά τρώγω, αποκρίθηκε ό Όσιος.
— Οΰτε εμένα oργισμένο, είπε ό 'Αββάς.
***
ΕΛΕΓΕ γιά τόν Γέροντα του κάποιος υποτακτικός, πώς εϊκοσι ολόκληρα χρόνια δέν ξάπλωσε νά κοιμηθή σέ στρώμα, αλλά έπαιρνε λίγο ΰπνο, καθισμένος στό σκαμνί πού εργαζόταν. "Ετρωγε δέ, όλο εκείνο τόν καιρό, κάθε δυό μέρες, άλλοτε κάθε τέσσερεις ή πέντε. Συνήθιζε νά τρώγη μέ τό ένα χέρι τό λιτό του φαγητό, ενώ τό άλλο τό είχε πάντα υψωμένο στον ουρανό καί προσευχόταν.
— Γιατί τό κάνεις αυτό, 'Αββά; ρωτούσε ό μαθητής του.
— "Εχω  μπροστά  στά  μάτια  μου  τήν  κρίσι  του  Θεοΰ, τέκνον μου, καί δέ μπορώ νά περιμένω, τοΰ εξηγούσε ό αγαθός Γέροντας.
Βγήκε μιά μέρα από τήν καλύβα του ό 'Αββας και βρήκε τόν μαθητή του ξαπλωμένο στό κατώφλι νά κοιμάται. Στάθηκε έκπληκτος άπό πάνω του καί τόν κύτταζε, κουνώντας περίλυπος τήν κεφαλή του.
— Που νά βρίσκεται άραγε ό λογισμός του καί κοιμάται
με τόση άφροντισιά;
***
ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ έγκρατευτάς σ' αυτήν εδώ τήν έρημο, έλεγε ένας από τους πατέρας, πού εβδομήντα ολόκληρα χρόνια δεν έβαλαν στό στόμα τους τίποτε άλλο, εκτός από άγριοβότανα καί καρπούς φοινίκων.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ πολύ γέρος Ερημίτης αρρώστησε καί βασανιζόταν μόνος του, γιατί δεν βρισκόταν σ' εκείνη τήν ερημιά άνθρωπος νά τόν φροντίση. Βλέποντας τήν υπομονή του ό Θεός, φώτισε ένα νέο Μοναχό νά πάη ώς τήν καλύβα του. Σάν τόν βρήκε βαρειά άρρωστο, στάθηκε με αγάπη στό πλευρό του νά τόν ανακούφιση. Τόν έπλυνε, τοϋ έφτιαξε ένα άχυρένιο στρώμα καί τοΰ μαγείρεψε λίγο φαγητό.
— Πίστεψε με, αδελφέ, τοϋ είπε μ' ευγνωμοσύνη ό Γέροντας, πώς εϊχα εντελώς ξεχάσει ότι υπάρχουν τέτοιες αναπαύσεις στους ανθρώπους.
Τήν άλλη μέρα ό αδελφός τοΰ έφερε λίγο κρασί γιά νά τόν τονώση. Σάν τό είδε ό Γέροντας, δάκρυσε και ψιθύρισε:
— Τέτοια περιποΐησι δεν περίμενα μέχρι τόν θάνατο μου.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ιωσήφ συμβουλεύτηκε τόν "Οσιο Ποιμένα πώς νά έγκρατεύεται στό φαγητό.
Τρώγε λίγο κάθε ημέρα, τοΰ είπε ό Γέροντας, αλλά χωρίς νά χορταίνης.
- "Οταν ήσουν νέος, Άββα, δέν έτρωγες κάθε δυό μέρες;
- Κι' ολόκληρη  βδομάδα έμενα άσιτος, πρόσθεσε ό "Οσιος. Άλλ' οί Πατέρες πού δοκίμασαν πολλών ειδών ασκήσεις,
βρήκαν πώς πιό ωφέλιμο γιά τόν μοναχό είναι νά τρώγη λίγο
κάθε μέρα. Αυτή είναι ή μέση καί βασιλική οδός. Οί υπερβολές
είναι τών δαιμόνων.
***
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός εξομολογήθηκε στον Άββά Σαρματό:
- Ό λογισμός μου μέ βασανίζει, Άββα, λέγοντας μου: φάγε, πιες και κοιμήσου.
- Σάν πεινάς, φάγε, σάν δίψας, πιές, κι' όταν νυστάζης,
κοιμήσου, τοϋ αποκρίθηκε ό Γέροντας.
Γυρίζοντας πίσω στό κελλί του ό αδελφός, βρήκε στό δρόμο ένα γείτονα του Ερημίτη καί τοΰ ανέφερε τά λόγια τοϋ Άββα.
- Νά τί εννοούσε ό γέροντας, εξήγησε εκείνος γιά νά
προλάβη τήν παρανόησι τοϋ άδελφοϋ. Όταν ατόνησης καί δέ
μπορείς νά πάρης τά πόδια σου, κάθισε τότε καί φάγε. Σάν
πεθαίνης από δίψα, πιες, κι' όταν εξάντλησης τίς δυνάμεις σου
από υπερβολική αγρυπνία, πέσε νά κοιμηθής.
***
ΥΠΑΡΧΟΥΝ άνθρωποι, έλεγε κάποιος Γέροντας πού τρώγουν πολύ κι' ακόμη πεινούν καί άλλοι πού είναι λιγόφαγοι καί χορταίνουν. Περισσότερη εγκράτεια όμως κάνουν εκείνοι πού τρώγουν πολύ καί πεινούν, από εκείνους πού τρώγουν ελάχιστα καί χορταίνουν. Συμβούλευε ακόμη τους αδελφούς, πού είχαν σώμα ασθενικό, νά τό προσέχουν, γιά νά μήν αρρωστήσουν καί γίνουν βάρος στην Αδελφότητα.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Ερημίτης από τήν Αίγυπτο επισκέφθηκε τόν Άββα Μεγέθιο, στό όρος Σινά:
— Πώς συνηθίζετε νά έγκρατεύεσθε στον τόπο σας; τόν
ρώτησε ό γέροντας.
— Νηστεύομε δυό μέρες, αποκρίθηκε ό Ερημίτης καί τήν
τρίτη τρώμε ολόκληρο ψωμί.
— Μεγαλύτερη   εγκράτεια  θά  κάνατε,  αν τρώγατε  μισό
ψωμί κάθε μέρα, τοΰ είπε ό διακριτικός Άββας.
***
ΕΝΑΣ μοναχός ρώτησε τό Γέροντα του, από ποιά αφορμή γεννιέται στον άνθρωπο ό πόλεμος της σαρκός.
— Άπό την πολυφαγία και τήν πολυϋπνία κυρίως, του αποκρίθηκε εκείνος. Και ή φύσις μεν επιθυμεί τήν ηδονή, ή άσκησις όμως μαραίνει τήν επιθυμία.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ χριστιανός πήγε δώρο ένα φλασκί κρασί στους Έρημίτας πάνω στό βουνό τοϋ Άγιου Αντωνίου. Ό Πρεσβύτερος, πού έκανε τή διανομή, έδωσε ένα ποτήρι και στον Όσιο Σισώη. Εκείνος τό ήπιε, άλλ' ό Πρεσβύτερος, επειδή ήταν πολύ ηλικιωμένος, ετοιμάστηκε, νά τοϋ δώση και δεύτερο.
— Πάψε νά μέ βάζης σέ πειρασμό, αδελφέ, τοΰ είπε τότε αυστηρά ό Γέροντας. "Η μήπως λησμόνησες πώς υπάρχει και διάβολος;
***
ΑΝ ΣΟΥ ειπή ό λογισμός σου, λέγει κάποιος Πατήρ, πώς σήμερα είναι εορτή γι' αυτό φάγε καλλίτερα, μήν τόν ακούσης, αδελφέ, γιατί έτσι εορτάζεις ίουδαϊκώς καί οχι χριστιανικώς. Οί Εβραίοι ετοίμαζαν πολλών είδών φαγητά γιά νά γιορτάσουν. Ή καλοφαγία του Μονάχου ας είναι τό πένθος καί τά δάκρυα.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Έλλάδιος έτρωγε σ' όλη του τή ζωή μόνο ψωμί κι' αλάτι, όπως όλοι οί σκητιώται. Σάν έφθανε τό Πάσχα, έλεγε στον εαυτό του.
Σήμερα, χάριν της μεγάλης γιορτής, πρέπει νά κοπιάσω περισσότερο.
Ένώ λοιπόν τίς άλλες έτρωγε καθιστός, τήν ημέρα τοΰ Πάσχα συνήθιζε νά τρώγη όρθιος.
***
ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΑΣΙΜΕΣ ήμερες έλεγε στους μαθητάς του ένας
πνευματικός Γέροντας:
-  "Ας χορτάσωμε με τό λόγο τοΰ Θεοϋ σήμερα κΓ ας ευφρανθούμε μέ τάς διηγήσεις των Πατέρων, τέκνα μου.
***
ΓΙΟΡΤΗ γιά τόν πνευματικό άνθρωπο, γράφει ό "Οσιος Έφραίμ ό Σΰρος, είναι ή τήρησις των θείων εντολών και παρηγοριά του ή αποχή από τό κακό. Καύχημα του ό φόβος τοΰ Θεοΰ και πραγματική του ευφροσύνη ή ήμερα πού θά τόν προσκαλέση ό ουράνιος Βασιλεύς νά κληρονομήση τά αιώνια αγαθά Του.
***
ΤΑ ΜΑΤΙΑ του χοίρου, λέγει κάποιος Πατήρ, είναι έτσι φτιαγμένα, πού βλέπουν μόνο στή γη. Τό ϊδιο παθαίνει κι' ό άνθρωπος πού έχει κυριευθή από τήν επιθυμία των φαγητών βλέπει  όλο  προς  τά  κάτω  καί  δέν  είναι  ικανός  γιά  τίποτε
ύψηλόν.
***
- ΓΙΑΤΙ  σε  τρέμουν  τά  δαιμόνια,   Άββα;   ρώτησε τόν
Όσιο Ισίδωρο τόν Πηλουσιώτη κάποιος νέος μοναχός.
— Γιατί  άφ'  ότου  έγινα  καλόγερος,  τοΰ  αποκρίθηκε  ό
Όσιος, δέν επέτρεψα στό λάρυγγα μου καμμιά άπόλαυσι.
***
ΕΝΑΣ σοφός Γέρων δίνει τήν παρακάτω συμβουλή στους μοναχούς καί μάλιστα στους νέους:
— Απόφευγε, αδελφέ, νά τρώγης τά φαγητά της αρεσκείας σου, αλλά προτίμα τά ευτελέστερα καί ευχαρίστησε τόν θεόν πού σοΰ στέλνει κι' αυτά.
***
ΕΝΑΣ χριστιανός, πού εύλαβεΐτο τόν "Οσιο Μακάριο, τοΰ πήγε δώρο ένα καλάθι σταφύλια. Ό "Οσιος πού τ' άγαποΰσε πολύ,  ευχαριστήθηκε.   Μά  σάν  έφυγε  ό επισκέπτης,  γιά νά
κόψη τήν επιθυμία του, τά έστειλε ευθύς σε κάποιο άρρωστο Ερημίτη, πού είχε επιθυμήσει νά φάγη άπ' αυτά τά οπωρικά. Εκείνος τά δέχτηκε μέ μεγάλη χαρά, άλλ' υστέρα σκέφτηκε πώς ήταν άπρεπο νά ικανοποίηση τήν επιθυμία του. Τά έστειλε λοιπόν στό γείτονα του, λέγοντας πώς δεν είχε όρεξι νά φάγη. Ό γείτονας τά έστειλε στον παρακάτω Γέροντα κι' εκείνος πάλι σ' άλλον. "Ωσπου τό καλάθι έκανε σχεδόν τόν γϋρον ολόκληρης της σκήτης. Ό τελευταίος πού τό πήρε, είπε μέ τό νοΰ του:
— Τά σταφύλια αρέσουν στον Άββά Μακάριο. Δέν τοΰ τά
πηγαίνω, νά τόν ευχαριστήσω;
Πήρε τό καλάθι και τό πήγε στον Όσιο. Εκείνος τό γνώρισε ευθύς καί εξετάζοντας τό πράγμα, έμαθε πώς εϊχε φθάσει στά χέρια του. Τότε δόξασε τόν Θεό γιά τήν εγκράτεια των αδελφών, πού ήταν άπόδειξις τής πνευματικής προκοπής.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Πίωρ συνήθιζε νά τρώγη τό λίγο ψωμάκι του περιπατώντας.
— Γιατί τό κάνεις αυτό, Πάτερ; τόν ρωτούσαν οί αδελφοί.
— Δέν έχω  τό  φαΐ  σάν  έργο,  έλεγε  ό  γέροντας,  αλλά
πάρεργο. Μέ τό περπάτημα απασχολούμε καί δέν νοιώθω τήν
άπόλαυσι τής τροφής.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέρων διορατικός επισκέφθηκε μιά φορά ένα γειτονικό Κοινόβιο. Ό Ηγούμενος τόν προσκάλεσε τό μεσημέρι νά φάγη στην τράπεζα των αδελφών. Τό φαγητό ήταν κοινό γιά όλους. Μά καθώς έτρωγαν οί μοναχοί, έβλεπε ό Γέροντας πώς μερικοί έβαζαν στό στόμα τους μέλι, άλλοι ψωμί καί άλλοι ακαθαρσίες. Απόρησε καί παρακάλεσε τόν Θεό να τοΰ φανέρωση, τι ήταν εκείνο τό παράδοξο πού έβλεπε μπροστά του.
Παρουσιάστηκε λοιπόν θείος "Αγγελος καί τοΰ αποκάλυψε
πώς εκείνοι πού έβλεπε νά τρώγουν μέλι, πηγαίνουν στην τράπεζα με σεβασμό, σαν νά έμπαιναν στην Εκκλησία, κι' ενώ έτρωγαν γιά την ανάγκη τοϋ σώματος, ό νους τους ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Όσοι έφαίνοντο νά τρώγουν ψωμί, ήσαν εκείνοι πού ευχαριστούσαν τόν Θεό, γιά τήν τροφή πού τους έστελνε κάθε μέρα. Αυτοί πού έτρωγαν ακαθαρσίες, μεμψιμοιρούσαν γιά τό φαγητό κι' έκαναν διακρίσεις, λέγοντας πώς τό ένα ήταν καλό, τό άλλο άνοστο, καί ποτέ δέν έμεναν ευχαριστημένοι.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας αρρώστησε βαρειά καί του κόπηκε ή όρεξι. Ό υποτακτικός του γιά νά τόν ευχαρίστηση, τόν παρακάλεσε νά του έπιτρέψη νά τοΰ φτιάξη μιά μικρή πίττα. Μπροστά στην επιμονή τοϋ νέου, υποχώρησε ό Γέροντας καί τόν άφησε. Άπό τη βιασύνη του ό υποτακτικός έκανε λάθος κι' αντί γιά μέλι, έρριξε στην πίττα λινέλαιο, πού μεταχειρίζονται στό εργόχειρο τους.
Καθώς έβαζε λίγο στό στόμα του ό Γέροντας, κατάλαβε τό λάθος τοϋ ύποτακτικοΰ, αλλά γιά νά μή τόν λύπηση, δέν είπε τίποτε. Έβίασε τόν εαυτό του νά φάγη, άλλ' ήταν αδύνατον. Τό λινέλαιο έχει αηδιαστική γεϋσι. Βλέποντας τον άνόρεκτο ό νέος, τόν έβίαζε νά φάγη. Γιά νά τόν πείση, έβαλε κι' αυτός λίγο στό στόμα του, λέγοντας:
— Είναι πολύ ώραΐα. Νά, τρώγω κι' έγώ.
Μά αμέσως κατάλαβε τό λάθος πού εϊχε κάνει κι' έβαλε τίς φωνές:
— Άλλοίμονο, σε θανάτωσα, Άββα. Καί δε μου έλεγες
τίποτε τόση ώρα;
— Μή στενοχωρείσαι, τέκνον μου, τοϋ είπε μέ καλωσύνη
ό Όσιος. "Αν ήθελε ό Θεός νά φάγω πίττα, θά είχες βάλει
μέσα μέλι.
***
ΕΝΑΣ Γέροντας δίνει τόν ακόλουθο κανόνα ευπρεπείας
γιά τή μοναχική τράπεζα:
- Όταν καθίσης νά φάγης, αδελφέ, πρόσεξε μή νικηθής από τό δαίμονα της λαιμαργίας, πού σέ αναγκάζει νά τρως άτακτα και με βιασύνη και νά έπιθυμής νά γεύεσαι πολλά εϊδη φαγητών μαζί. Μάθε νά τρως μέ σεμνότητα καί ευπρέπεια καί νά διατηρής τό μέτρο της εγκράτειας.
***
ΜΑΣ διηγείται ό βιογράφος τοϋ Όσιου Σάββα τοϋ Ήγιασμένου πώς πολύ νέος, αμούστακο σχεδόν παιδί, πήγε σ' ένα μοναστήρι κι' έγινε μοναχός. Ό Ηγούμενος τόν έστειλε νά βοηθή τόν κηπουρό. Μιά μέρα, πού βρέθηκε μόνος στον κήπο ό μικρός Σάββας, είδε ένα κατακόκκινο μήλο πάνω στή μηλιά. Λαχτάρησε νά τό γευτή, καθώς ήταν πεινασμένος. "Απλωσε τό χέρι νά τό κόψη. Μά ευθύς τό κατέβασε τρομαγμένος. Μιά φωνή, πού ερχόταν βαθειά άπό μέσα του, τοϋ έλεγε:
Ένα τέτοιο μήλο έδιωξε τόν Αδάμ άπό τόν Παράδεισο. Θέλεις νά πάθης κι' εσύ τό Ίδιο, Σάββα;
Κι' όχι μόνο δέν έκοψε εκείνο, γιά νά τό φάγη, μά τιμώρησε τόν εαυτό του γιά την επιθυμία, πού τόν έσπρωχνε στην κακή πράξι, κι' άπό τότε σ' όλη του τή ζωή δέν έβαλε μήλο στό στόμα του.
Μέ κάτι τέτοια απόκτησαν δυνατό χαρακτήρα οί "Αγιοι.
***
ΑΠΟ τρία πράγματα δέ μπορώ τελείως νά ελευθερωθώ, έλεγε ό άββας Ποιμήν. 'Από τό φαγητό, άπό τά ενδύματα κι' άπό τόν ϋπνο. Αγωνίζομαι όμως νά τά περιορίσω στό ελάχιστο.
***
ΕΙΠΑΝ κάποτε στον παραπάνω Όσιο πώς κάποιος αδελφός στή σκήτη δέν έπινε κρασί.
— Κρασί; έκανε έκπληκτος εκείνος. Μά τέτοιο πράγμα δέν επιτρέπεται καθόλου στους μοναχούς.
***
ΕΛΕΓΑΝ με θαυμασμό οί αδελφοί στή σκήτη γιά τόν Άββα Σαρματα, πώς τόσο πολύ εΐχε υποτάξει τόν ΰπνο με τή διαρκή εγκράτεια, πού όταν τοΰ έλεγε, έλα, ερχόταν, κι' όταν πάλι τοΰ έλεγε νά φύγη, έφευγε.
  ΝΗΣΤΕΙΑ
Η ΝΗΣΤΕΙΑ, έλεγεν ό Άββας Ύπερέχιος, είναι χαλινάρι πού συγκρατεί τις κατώτερες ορμές. "Οποιος τήν περιφρονεί, μοιάζει με αχαλίνωτο άλογο.
***
Ο ΑΒΒΑΣ Ιωάννης ό Κολοβός, συμβουλεύοντας τους νεωτέρους αδελφούς ν' αγαπήσουν τήν νηστεία, τους έλεγε συχνά:
Ό καλός στρατηγός, πού επιχειρεί νά καταλάβη μιά πόλι εχθρική, γερά οχυρωμένη, κάνει αποκλεισμό στις τροφές και στό νερό. Μ' αυτόν τόν τρόπο ατονεί ή άντίστασις τοΰ έχθροΰ καί τέλος παραδίδεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τις σαρκικές ορμές, πού ανελέητα πολεμοΰν τόν άνθρωπο στή νεότητα του. Ή ευλογημένη νηστεία καταβάλλει τά πάθη καί τους δαίμονας καί τελικά τ' άπομακρύνη από τόν αγωνιστή.
Καί τό πανίσχυρο λιοντάρι, τους έλεγε άλλη φορά, συχνά από τή λαιμαργία του πέφτει στην παγίδα κι' όλη του ή δύναμι κι' ή μεγαλοπρέπεια εξαφανίζονται.
***
ΑΝ ό Ναβουζαρδάν, ό Άρχιμάγειρος τοΰ βασιλέως των Βαβυλωνίων, δέν πήγαινε στην Ιερουσαλήμ, δέν θά καιγόταν ό Ναός, έλεγε ό Άββάς Ποιμήν. Δηλαδή ό νους του ανθρώπου.
***
ΑΝΕΒΑΖΑΝ κάποτε στη σκήτη τών Πατέρων ένα δαιμονισμένο νέο, γιά νά τόν θεραπεύσουν με την προσευχή τους. -Εκείνοι όμως, από ταπεΐνωσι, απόφευγαν. Πολύ καιρό βασανιζόταν έτσι ό δυστυχισμένος άνθρωπος, ώσπου κάποιος Γέρων τόν έλυπήθη, τόν σταύρωσε μέ τόν ξύλινο σταυρό, πού είχε στή ζώνη του, κι' έδιωξε τό πονηρό πνεΰμα.
— Άφοΰ μέ βγάζεις από τήν κατοικία μου, τοΰ είπε εκείνο,
θά μπώ μέσα σου.
— "Ελα, τοϋ αποκρίθηκε θαρραλέα ό Γέροντας.
"Ετσι μπήκε μέσα του τό δαιμόνιο και τόν βασάνιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ό Όσιος υπόμενε μέ καρτερία τόν πόλεμο, αλλά άντιπολεμοΰσε κι' εκείνος τόν εχθρό μέ υπεράνθρωπη νηστεία και ακατάπαυστη προσευχή. Όλα αυτά τά χρόνια δέν έβαλε ούτε μιά φορά στό στόμα του τροφή, μασοΰσε μόνο λίγα κουκούτσια από φοίνικες κάθε βράδυ καί κατάπινε τόν χυμό τους.
Νικημένο τέλος τό δαιμόνιο, από τόν ακατάπαυστο αγώνα τοΰ Γέροντος, τόν ελευθέρωσε.
— Γιατί   φεύγεις;   τόν   ρώτησε  εκείνος,   Κανένας   δέ   σέ
διώχνει.
— Μέ αφάνισε ή νηστεία σου, αποκρίθηκε εκείνο κι' έγινε άφαντο.
***
ΟΤΑΝ μοίραζαν τό σιτάρι της χρονιάς στους Πατέρες της σκήτης, στον Όσιο Αρσένιο έδιναν τό ένα τέταρτο από ό,τι έδιναν στους άλλους, γιατί πάντα τοϋ περίσσευε. Κι' άπ' αυτό τό ελάχιστο, έβεβαίωνε ό μαθητής του ό Άββας Δανιήλ, συν-τηρεΐτο ό Όσιος καί φιλοξενούσε τους έπισκέπτας του. Τόσο νηστευτής ήταν ό ευλογημένος!
Όπωρικά επίσης δεν έτρωγε παρά μία φορά από κάθε είδος, στό τέλος της εποχής τους, γιά νά ευχαρίστηση τόν Θεόν και νά διώξη τόν δαίμονα της κενοδοξίας, νά μή τόν πολεμά, ότι τάχα είναι εγκρατής.
***
ΜΙΑ ζεστή μέρα τοϋ καλοκαιριού πήγε στό κελλί τοϋ Άββά Ήσαΐου ό Άββάς Άχιλλάς καί τόν βρήκε νά τρώγη. Είχε βάλει νερό κι' αλάτι στό πιάτο καί βουτούσε τό ψωμί του. Μόλις είδε τόν συνασκητή του, έκρυψε μέ τρόπο τό πιάτο κάτω από τό ψαθί πού έπλεκε, γιά νά μή τόν σκανδαλίση. Τέτοια πολυτέλεια ήταν άγνωστη στή σκήτη.
— Τί τρως, αδελφέ; τόν ρώτησε ό Άββάς Άχιλλάς, πού
τόν έβλεπε ακόμη νά μασά, χωρίς νά έχη τίποτε μπροστά του.
— Συγχώρησέ με, Πάτερ, είπε κοκκινίζοντας άπό ντροπή
ό Άββάς Ησαΐας. "Εκοβα φοινικόφυλλα στον ήλιο καί ξεράθηκε ό λάρυγγας μου, γι' αυτό έβαλα νερό στό αλάτι μου, γιά
νά μπορώ νά καταπιώ.
Σάν τ' ακούσε ό άλλος ασκητής, έβαλε τίς φωνές:
— Ελάτε νά ίδήτε τόν Ησαΐα νά τρώγη ζωμό στή σκήτη.
"Αν  ήθελες  τέτοια  καλοφαγία,   αδελφέ,  καλά  θά  έκανες  νά
γύριζες στην Αίγυπτο.
***
    Ο ΑΒΒΑΣ Βενιαμίν μάς λέγει τό ακόλουθο περιστατικό άπό τή ζωή του:
Όταν ήμουν ακόμη αρχάριος στή μοναχική ζωή καί νεοφερμένος στή σκήτη πήγα νά θερίσω μέ τους άλλους αδελφούς. Στήν επιστροφή μάς μοίρασαν άπό ένα σφραγισμένο φλασκί λάδι.
Τό επόμενο καλοκαίρι μας είπαν νά πάμε τό περίσσευμα τοϋ λαδιοΰ στήν Εκκλησία. Όλοι οί άλλοι αδελφοί πήγαν σφραγισμένα τά φλασκιά, όπως τά είχαν πάρει. Κανένας δέν είχε δοκιμάσει λάδι. Μόνο τό δικό μου βρέθηκε σέ μιά μεριά τρυπημένο. Τό είχα ανοίξει με μιά βελόνα κι' είχα βάλει μιά σταγόνα στό στόμα μου γιά νά τό δοκιμάσω. Ένοιωσα τότε τόση ντροπή, σάν νά είχα πέσει σε θανάσιμη αμαρτία.
***
ΜΕΡΙΚΟΙ νέοι ευσεβείς ανέβηκαν στη σκήτη γιά νά επισκεφθούν κάποιο γνωστό τους Γέροντα. Επειδή θά έμεναν κοντά του όλη μέρα, τοΰ ζήτησαν λίγο λάδι νά μαγειρέψουν τά όσπρια, πού είχαν πάρει μαζί τους γιά νά φάνε.
— Νά έκεΐ  κρέμεται  τό  φλασκί,  πού μοΰ είχατε φέρει
δώρο πριν τρία χρόνια, τους έδειξε ό Γέροντας. Πάρετε οσο θέλετε.
"Οταν τό ξεκρέμασαν, είδαν πώς τό φλασκί ήταν ακόμη σφραγισμένο καί θαύμασαν τή νηστεία τοϋ Όσιου.
***
ΕΝΑΣ αδελφός επισκέφθηκε τόν' Άββά Ησαΐα. Ό Γέροντας, γιά νά τόν φιλοξενήση, έβρασε λίγη φακή.
— "Ηθελε κι' άλλο βράσιμο, Άββά, είπε ό αδελφός, καθώς έτρωγε.
— "Ας εύχαριστήσωμε τό θεό πού κάναμε Πάσχα σήμερα,
τέκνον, τοΰ αποκρίθηκε ό Άββάς. Αυτό γιά μας είναι μεγάλη
άνακούφισι.
***
ΤΟΣΟ πολύ είχε έξασκηθή στή νηστεία ό Όσιος Μάρκος ό Αναχωρητής, έλεγαν οί Γέροντες, ώστε κατώρθωνε νά μένη άσιτος έπί ολόκληρες εβδομάδες συνεχώς, χωρίς ν' ατονή τό σώμα του. Εξήντα τρία χρόνια πού έμεινε στην έρημο, ήμερα καί νύκτα έργοχειροΰσε, γιά νά ελεή τους πτωχούς Έρημίτας. Δώρο δέ δέχτηκε ποτέ του άπό κανένα. "Αν κάποιος, περαστικός από τήν καλύβα του, του έδινε κάτι, ό Άββάς τόν ευχαριστούσε γιά τήν καλή του πρόθεσι, μά δεν έπαιρνε τό δώρο.
— Δέν μοΰ χρειάζεται, αδελφέ, τοΰ έλεγε. "Ας έχη δόξα ό
Κύριος μου πού μοΰ δίνει ακόμη δύναμι νά έργάζωμαι, γιά νά
τρέφω τόν εαυτό μου κι' εκείνους πού μ' επισκέπτονται.
***
ΕΝΑΣ αρχάριος μοναχός συμβουλεύτηκε κάποιο διακριτικό Γέροντα, ποιο μέτρο ν' άκολουθήση στή νηστεία.
- Απόφευγε τίς υπερβολές, τέκνον μου, τόν συμβούλεψε εκείνος. Πολλοί δοκίμασαν νά νηστέψουν πάνω από τίς δυνάμεις τους και δέν άντεξαν γιά πολύ καιρό.
***
ΡΩΤΗΣΑΝ οί Γέροντες τόν Όσιο Μακάριο πώς συνέβαινε νά είναι τό σώμα του πάντοτε λιπόσαρκο κι' όταν νήστευε κι' όταν έτρωγε.
— Τό ξύλο πού ανακατεύει τ' αναμμένα φρύγανα, τους έλεγε εκείνος, κατατρώγεται άπό τή φωτιά κι' είναι κατάξερο. Κι' όταν ή φλόγα του θείου φόβου κατακαίη τήν καρδιά τοΰ ανθρώπου, ξηραίνεται τό σώμα του.
 



ΑΓΝΟΤΗΣ

Ο ΠΑΛΛΑΔΙΟΣ αναφέρει μέ θαυμασμό τους υπεράνθρωπους αγώνας εκείνων, πού αφιερώθηκαν μέ τήν ψυχή και τό σώμα στή λατρεία τοϋ Θεοΰ, γιά νά διατηρήσουν τήν αγγελική αρετή της άγνότητος.
Νά μερικά άπό τά χαρακτηριστικά περιστατικά, πού μέ πολλή ζωντάνια διηγείται:
Ένώχλησε κάποτε πολύ δυνατά τό δαιμόνιο της σαρκικής επιθυμίας τόν μακάριο Εύάγριο τόν Διάκονο. Βγήκε λοιπόν άπό τό κελλί του και στάθηκε όλη τήν κρύα νύχτα έξω ολόγυμνος, ώσπου παγώσανε οί σάρκες του.
"Αλλος αγωνιστής, ό μαθητής τοΰ όσιου Παμβώ Αμμώνιος, οΰτε μιά φορά δέ λυπήθηκε τό σώμα του, άλλ' όταν τοϋ ερχόταν σαρκική επιθυμία, τό βασάνιζε μέ πυρωμένο σίδερο.
Γι' αυτό τόν έβλεπαν σχεδόν πάντοτε πληγωμένο.
Κι' ό γενναίος Φιλέρημος, πού αργότερα έγινε Επίσκοπος, όταν ήταν νέος αγωνίστηκε σκληρά γιά νά ύποτάξη τά πάθη της σαρκός. "Εμεινε μήνες κλεισμένος στό κελλί του καί δεμένος μέ σιδερένιες αλυσίδες. Δεν έτρωγε ποτέ ψωμί ή μαγειρευμένο φαγητό, αλλά ώμά λάχανα μόνο, ή, τό πολύ, βρεγμένα όσπρια. Πάλεψε σκληρά δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, μά στό τέλος βγήκε νικητής. Δέν τόν ένώχλησε πιά ό πόλεμος της σαρκός.
***
ΕΝΑΣ νέος μοναχός έξωμολογήθηκε στον 'Αββα Ποιμένα πώς έπολεμεϊτο από δύο πάθη, από θυμό καί από σαρκική επιθυμία.
- "Ακουσε, τέκνον μου, τί λέγει ό προφήτης Δαυΐδ: «τον μέν λέοντα έφόνευσα μέ κεραυνοβόλον κτύπημα, τήν δέ άρκτον έπνιξα». Ξέρεις τί θέλει νά έννοήση μέ τοΰτο; Ότι τό θυμό πρέπει νά κόβωμε αμέσως μέ τή μακροθυμία, τή δέ σαρκική
επιθυμία νά μαραίνωμε μέ τό σωματικό κόπο καί τήν ευλογημένη νηστεία.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ άλλος νέος πήγε στενοχωρημένος στον 'Αββα Φωκά.
— Δέν αντέχω πιά τόν πόλεμο τής σαρκός, Γέροντα, τοϋ είπε.  Θά πάω νά κλειστώ στή  σπηλιά,  πού  εΐναι  πάνω στο βράχο. Καλλίτερα νά πεθάνω από τήν πείνα, παρά νά νικηθώ από  τήν  άλογη  επιθυμία.   Μόνο  κάνε  αγάπη   και  φέρε  μου
υστέρα από σαράντα ήμερες τή θεία Κοινωνία. "Αν όμως στο μεταξύ έχω πεθάνει, θάψε με.
Ό Γέροντας εθαύμασε τή γενναία απόφασι τοΰ νέου. Σάν πέρασαν οί σαράντα μέρες, πήρε τά "Αχραντα Μυστήρια νά κοινωνήση τόν αδελφό. Πλησιάζοντας τό απόκρημνο σπήλαιο, ένοιωσε αφόρητη δυσοσμία καί σκέφτηκε πώς θά είχε πεθάνει ό αθλητής. Τόν βρήκε σχεδόν μισοπεθαμένο από τήν ασιτία.
Τόν κοινώνησε κι ΰστερα έβρεξε λίγο ψωμί στό κρασί, πού είχε φέρει μαζί του, καί τό έβαλε στό στόμα του. Μέ τή Χάρι των Μυστηρίων συνήλθε ό νέος καί ακολούθησε τόν Γέροντα. Άπό τήν ϊδια στιγμή εξαφανίστηκε κι' ό βασανιστικός πόλεμος.
***
Ο ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ κάποιου μεγάλου Γέροντος πολεμήθηκε επίσης άπό σαρκική επιθυμία κι' αγωνιζόταν σκληρά χωρίς νά λυπάται τό σώμα του. Βλέποντας τον ό Γέροντας του νά βασανίζεται ανελέητα, τόν λυπήθηκε.
— Θέλεις νά παρακαλέσω τόν Θεό, τέκνον μου,  νά σέ
άπαλλάξη άπ' αυτό τό μαρτύριο; τόν ρώτησε μιά μέρα, πού τόν
εΐδε εξαιρετικά θλιμμένο.
— Όχι,   Άββά,  τοϋ αποκρίθηκε ό γενναίος αγωνιστής.
Γιατί, αν καί κοπιάζω σκληρά, βλέπω μεγάλη ωφέλεια στην
ψυχή μου άπ' αυτόν τόν αγώνα. Κάνε μόνο προσευχή νά μοϋ
δίνη ό Θεός δύναμι νά υποφέρω.
— Αληθινά πρόκοψες, παιδί μου, τοϋ είπε τότε μέ θαυμασμό ό Γέροντας του, καί μέ ξεπέρασες.
***
— ΚΟΝΤΕΥΕΙ νά μέ θανάτωση ό ακάθαρτος λογισμός,
Άββά, έξωμολογήθηκε σέ κάποιο Γέροντα ένας αδελφός.
      _-Ξέρεις τί κάνουν οι μητέρες, όταν θέλουν ν' αποκόψουν
τά μωρά τους; Βάζουν πικρίδα στό μαστό τους. Βάλε κι' εσύ
στό νοΰ σου, αντί πικρίδας, τή μνήμη τοΰ θανάτου καί της
αιωνίου κολάσεως κι' ευθύς θ' άποκόψης τόν ακάθαρτο λογισμό, τόν συμβούλεψε ό σοφός Γέροντας.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ νέος μοναχός, πού αγωνιζόταν σκληρά νά διατήρηση τήν καθαρότητα της ψυχής και τοΰ σώματος, όταν συνέβαινε νά πειραχθή άπό σαρκική επιθυμία, έλεγε μέ οργή στό πονηρό πνεϋμα.
— Πήγαινε, διάβολε, στό σκότος τό εξώτερο. Δεν ξέρεις τάχα, πώς αν και ανάξιος, βαστάζω μέλη Χρίστου;
Μ' αυτά τά λόγια έδιωχνε τόν πειρασμό, όπως φυσά κανείς τό αναμμένο λυχνάρι καί παρευθύς σβύνει.
***
ΑΝΕΒΗΚΕ κάποτε, με πολύ κόπο, στή σκήτη μιά πολύ ηλικιωμένη γυναίκα νά ίδή τό γυιό της, πού ήταν πολλά χρόνια Ερημίτης. Σάν έφευγε, τή συνώδεψε αρκετό δρόμο εκείνος. "Εφτασαν κοντά στό ποτάμι κι' επειδή ή γριούλα δέ μπορούσε νά περάση, ό Ερημίτης τύλιξε μέ τό μανδύα του τά χέρια του, τή σήκωσε καί τήν πέρασε στην άλλη όχθη.
— Γιατί τύλιξες τά χέρια σου, παιδί μου, ρώτησε εκείνη.
Τι φοβάσαι από μένα, πού είμαι μάνα σου και πολύ γριά πιά;
- Φέρνω ακόμη σάρκα, μητέρα, της αποκρίθηκε ό συνετός
Μοναχός καί γιά νά μή  δώσω ευκαιρία στό διάβολο νά μέ
πολεμή, καλό είναι νά παίρνω πάντοτε κατάλληλες προφυλά
ξεις.
***
ΕΒΑΛΕ κάποτε στό νοϋ της μιά γυναίκα της αμαρτίας και στοιχημάτισε μέ τους φίλους της, πώς θά τό πετύχαινε χωρίς άλλο, νά παρασύρη στά δίχτυα της τόν Ερημίτη, πού ζοΰσε στό βουνό, μακριά από τήν πόλι, καί πού όλοι έλεγαν γι' αυτόν πώς ήταν άγιος άνθρωπος.
Φόρεσε ένα πυκνό πέπλο, πού έκρυβε τήν ομορφιά της, κι' ανέβηκε στό βουνό. Οί φίλοι της τήν περίμεναν στά μισά τοϋ δρόμου. Σάν βράδυασε, χτύπησε τήν πόρτα της σπηλιάς τοΰ Ερημίτη. Εκείνος όταν τήν είδε, ταράχτηκε. Πώς βρέθηκε τάχα γυναίκα τέτοιαν ώρα σ' αυτή τήν έρημο;
— Πλάνη σου είναι τούτη, διάβολε, συλλογίστηκε.
Τή ρώτησε ποια ήταν και τί γύρευε. Εκείνη έβαλε τά κλάματα.
— Ωρες ολόκληρες πλανιέμαι σ' αυτές τις ερημιές, Άββά.
"Εχασα τό δρόμο καί τή συντροφιά μου κι' οΰτε κατάλαβα πώς βρέθηκα εδώ. Μά γιά τ' όνομα τοϋ Θεοϋ, μή με άφήσης νά μέ φανέ τά θηρία.
Ό Ερημίτης βρέθηκε σε δίλημμα. Νά βάλη γυναίκα στην κατοικία του; Τέτοιο πράγμα δέν τοϋ είχε συμβή ποτέ. Μά ν' άφήση πάλι τό πλάσμα τοϋ Θεοΰ νά φαγωθή από τά θηρία; Αυτό θά ήταν απάνθρωπο, σχεδόν έγκλημα. Νικήθηκε, τέλος, από τή συμπάθεια καί τήν έβαλε μέσα. Εκείνη τότε τράβηξε δήθεν μέ αφέλεια τόν πέπλο της καί τοΰ φανέρωσε τά θέλγητρα της. Ό πειρασμός άρχιζε νά φλογίζη τίς επιθυμίες τοϋ αγωνιστή, άφοΰ ή πράξις δέν ήταν πιά δύσκολη.
"Ερριξε κατά γης μερικά ξερά φύλλα κι' είπε στή γυναίκα νά πλαγιάση, ενώ αυτός τράβηξε στό βάθος τής σπηλιάς. Γονάτισε κι' έκανε θερμή προσευχή.
— Απόψε, συλλογίστηκε, εχω νά δώσω τήν πιό σκληρή
μάχη εναντίον τοΰ όρατοϋ καί αοράτου έχθροϋ ή θά νικήσω ή
θά χάσω όλους μου τους κόπους.
Όσο προχωρούσε ή νύχτα, τόσο ή φλόγα τής επιθυμίας τόν κατάκαιγε. Γιά μιά στιγμή ένοιωσε νά λυγίζη ή άντίστασί του καί τρόμαξε.
— Αυτοί, πού μολύνουν τό σώμα μέ πράξεις αμαρτωλές,
πηγαίνουν στην κόλασι, είπε σχεδόν φωναχτά. Γιά κάνε δοκιμή, άν θά ύπομένης στή βασανιστική φωτιά.
— "Αναψε τό λυχνάρι του κι' έβαλε τό δάχτυλο του στή
φλόγα. Μά ή άλλη φλόγα, πού τοϋ κατάκαιγε τή σάρκα, ήταν
πιό δυνατή καί δέν τόν αφήνε νά νοιώση τόν πόνο από τό
κάψιμο.  Άφοϋ αχρηστεύτηκε τό πρώτο δάχτυλο, έβαλε στή
φλόγα τοϋ λυχναριοΰ τό δεύτερο, τό τρίτο. "Ωσπου νά ξημερώση έκαψε καί τά πέντε δάχτυλα τοϋ χεριοΰ του.
Εκείνη ή άθλια παρακολουθούσε κρυφά τόν υπεράνθρωπο αγώνα τοϋ δούλου τοΰ Θεοΰ, και βλέποντας τον νά καίη μέ πείσμα όλα του τά δάχτυλα τό ενα πίσω από τό άλλο, τόσο πολύ ταράχτηκε, πού άπό τόν τρόμο της ξεψύχησε.
Οι φίλοι της στό μεταξύ έκαμαν αιφνιδιασμό στή σπηλιά τοΰ Έρη-μίτη γιά νά γελάσουν είς βάρος του. Τόν βρήκαν όμως άπ' έξω νά προσεύχεται.
— Μήπως φάνηκε άπό δω χτες βράδυ καμμιά γυναίκα; τόν
ρώτησαν.
— Μέσα είναι και κοιμάται, τους αποκρίθηκε εκείνος.
Μπήκαν καί τή βρήκαν νεκρή.
— Άββά, πέθανε, φώναξαν τρομαγμένοι.
Εκείνος τότε ξεσκέπασε τό χέρι του καί τους έδειξε τά δάχτυλα του.
— Γιά ΐδέστε εδώ, τί μοΰ έκανε ή θυγατέρα τοΰ διαβόλου;
Ή εντολή τοΰ Χρίστου όμως μέ προστάζει νά αποδίδω καλό
αντί κακοΰ.
Στάθηκε και προσευχήθηκε πάνω άπό τό άψυχο σώμα καί τό επανέφερε στή ζωή.
 



ΑΠΑΘΕΙΑ

ΑΝ ΚΑΤΟΡΘΩΣΗΣ νά θεωρής τήν περιφρόνησι σάν έπαινο, τήν φτώχεια καθώς καί τόν πλοϋτο, τήν στέρησι σάν καλοπέραση, τότε μή φοβάσαι πιά τήν αμαρτία. Όποιος φθάση σ' αυτά τά μέτρα, δέν έχει φόβο νά πέση σέ πάθη ακάθαρτα καί νά πλανηθή άπό τό διάβολο, έλεγε κάποιος σοφός Γέροντας.
***
ΔΩΣΕ αίμα καί λάβε Πνεΰμα, έλεγε ό Άββάς Λογγίνος σ' όσους αγωνίζονταν νά φθάσουν σέ απάθεια.
***
ΑΔΥΝΑΤΟΝ είναι νά γίνη ό άνθρωπος απαθής, αν δέν κατοίκηση μέσα του ό Θεός, έλεγε άλλος Πατήρ.
                        ***
ΕΝΑΣ νέος μοναχός συνάντησε στό δρόμο του μια μέρα μερικές καλόγρηες, πού κατέβαιναν στην πόλι. Ευθύς άλλαξε δρόμο γιά νά μή τις χαιρετήση. Ή Προεστώσα τότε τόν σταμάτησε καί του είπε:
- Καλά έκανες, αδελφέ, γιά τήν ασθένεια σου. "Αν ήσουν όμως τέλειος μοναχός, δέν θά έβαζες στό νου σου πώς είμαστε γυναίκες.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Ασκητής εϊχε ζήσει πενήντα χρόνια στην έρημο χωρίς νά τρώγη ψωμί καί νά βάλη κρασί στό στόμα του κι’ έλεγε πώς είχε νεκρώσει εντελώς τά πάθη της σαρκός, καθώς καί τή φιλαργυρία καί τήν κενοδοξία.
Σάν τ' άκουσε ό Άββάς Αβραάμ, πήγε μιά μέρα νά βεβαιωθή.
— Είπες τέτοιον λόγο, αδελφέ; τόν ρώτησε.
— Ναι, αποκρίθηκε μέ πεποίθησι εκείνος.
— "Ας ύποθέσωμε, τοΰ είπε τότε ό Γέροντας, πώς, μπαίνοντας ξαφνικά στό κελλί σου, βρίσκεις μιά γυναίκα στό στρώμα σου. "Εχεις τήν δύναμι νά σκεφθής πώς δέν είναι γυναίκα;
— Όχι βέβαια, αναγκάστηκε νά όμολογήση ό Ερημίτης.
Μά αγωνίζομαι νά διώξω τήν κακήν επιθυμία.
— Βλέπεις πώς ζή ακόμη  μέσα σου τό πάθος; δέν έχει
νεκρωθή, μόνο πού τό έχεις περιορίσει. "Ας ποΰμε τώρα πώς
στό δρόμο, πού πηγαίνεις,  βλέπεις λιθάρια καί όστρακα κι'
ανάμεσα τους χρυσάφι. Είσαι σε θέσι νά τό περιφρόνησης σάν
εκείνα;
— Όχι, αποκρίθηκε πάλι ό Ερημίτης. Αντιστέκομαι μόνο
στό λογισμό μου καί δέν τό εγγίζω.
— Νά πού κι' ή φιλαργυρία ζή ακόμη μέσα σου, αλλά κι'
αυτή είναι δεμένη.
Υπόθεσε τώρα πώς δύο άνθρωποι έρχονται νά σέ επισκεφτούν καί ξέρεις πώς ό ένας σ' επαινεί διαρκώς, ενώ ό άλλος σέ κακολογεί. Μπορείς νά έχης καί τους δύο τό ϊδιο;
— Καθόλου,   είπε  πάλι  με  ειλικρίνεια  ό   Ασκητής.  Θά
προσπαθήσω όμως νά φερθώ με καλοσύνη και σ' εκείνον πού
μέ κακολογεί.
- Τότε, αδελφέ μου, τόν συμβούλεψε ό Άββάς, πάψε νά
νομίζης και νά λες πώς έφτασες σέ απάθεια. Ζουν μέσα σου τά
πάθη, γι' αυτό χρειάζεσαι αγώνα ώς τό τέλος της ζωής σου.
          


ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

ΕΝΑΣ μοναχός έξωμολογήθηκε σέ κάποιο Γέροντα, πώς πειραζόταν από λογισμούς υπερηφάνειας.
— Να σοΰ ειπώ, παιδί μου, δεν έχεις κι' άδικο νά υπερηφανεύεσαι,  τοϋ αποκρίθηκε εκείνος.  Έσύ δέ δημιούργησες τον Ουρανό καί τή γη;
Ντροπιασμένος ό αδελφός από τά λόγια τοϋ Γέροντος, έβαλε μετάνοια καί είπε:
— Συγχώρεσέ  με,   Άββά,  δέ  σκέφτηκα  ποτέ  πώς  έκανα
τίποτε τέτοιο.
— "Αν  ό  Δημιουργός  τοΰ  Ουρανού  και  της  γης  έζησε
ταπεινά σ' αυτόν τόν κόσμο, σύ ό πηλός τολμάς νά ύπερηφανευτής;   Ποιο  είναι  τό έργο  σου,  ταλαίπωρε;  τοΰ  εϊπε  τότε αυστηρά ό σοφός Γέροντας.
***
Ο ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΣ, γράφει ό Άντίοχος, μοιάζει μ' άκαρπο δέντρο κι' άρριζο πού δέν μπορεί ν' άντισταθή στό παραμικρό φύσημα τοϋ ανέμου. "Οσο ή προσευχή τοϋ ταπεινού ευχαριστεί τόν θεό, τόσο τόν παροργίζει ή δέησι τοϋ υπερήφανου.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ αρχάριος μοναχός από τή Θηβαΐδα, χωρίς νά συμβουλευτή  κανένα,  έκανε  υπερβολικές ασκήσεις.  Γρήγορα όμως, κυριεύτηκε από λογισμούς υπερηφάνειας.
- Έφτασες σε μεγάλα μέτρα, τοΰ ψιθύρισε ό διάβολος,
πού άλλος κανένας δέν μπορεί νά φτάση σέ τόσο λίγο χρόνο.
Σοΰ αξίζει νά πάρης τό χάρισμα των θαυμάτων, γιά νά δοξάζεται εξ αιτίας σου ό Ουράνιος Πατήρ.
Παρακαλούσε λοιπόν στην προσευχή του τόν Θεό νά τοϋ δώση αυτό τό χάρισμα. Μιά μέρα σκέφτηκε νά συμβουλευτή τό γείτονα του Αναχωρητή, ένα πολύ διακριτικό καί άγιο Γέροντα. Ηταν οικονομία Θεοϋ, γιά νά μή χάση τους κόπους του. Τοΰ φανέρωσε τίς σκέψεις του καί τήν προσευχή πού έκανε, γιά νά τόν άξιώση ό Θεός νά κάνη θαύματα. Ύστερα τόν παρακάλεσε νά τόν συμβουλέψη. Ό Γέροντας τόν άκουγε συλλογισμένος. Κατάλαβε ευθύς τήν αρρώστια, από τήν οποία έπασχε ή ψυχή τοΰ άδελφοΰ, αλλά σώπαινε. Εκείνος πάλι εξακολουθούσε νά τόν παρακαλή νά τοΰ είπή τή γνώμη του καί νά τοΰ δώση μιά καλή συμβουλή. Άφοΰ έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός ό Γέροντας, τέλος αποφάσισε νά μιλήση:
- Διστάζω,  τέκνον.  νά σέ συμβουλέψω, τοΰ είπε, γιατί
είμαι βέβαιος πώς δέ θά θέλησης νά μ' ακούσης.
Ό αδελφός τότε έδωσε ύπόσχεσι, πώς θά έκανε ό,τι τοΰ έλεγε ό Γέροντας, σάν νά τοΰ τό έλεγε ό ίδιος ό Θεός.
— Πάρε αυτά τά νομίσματα, τοΰ είπε τότε εκείνος καί τοΰ
έδωσε λίγα χρήματα πού είχε από τό εργόχειρο του. Κατέβα
στην πόλι κι' αγόρασε δέκα λίτρες κρέας, δέκα ψωμιά καί δέκα
λίτρες κρασί.
Ό αδελφός απόρησε. Τί τά ήθελε όλα αυτά ό Αναχωρητής; Μά δέ μπορούσε νά άρνηθή, γιατί είχε δώσει ύπόσχεσι νά τόν ύπακούση. "Εφυγε στενοχωρημένος. Πώς νά πήγαινε, μοναχός αυτός, ν' άγοράση κρασί και κρέας; Τί θά λέγανε είς βάρος του οί άνθρωποι;
Με πολλή ντροπή έκανε τά παράδοξα ψώνια καί τά πήγε στον Αναχωρητή.
— Μοΰ  έδωσες  ύπόσχεσι,   τοΰ  θύμισε  εκείνος,  πώς  θά
κάνης ο,τι σοϋ ειπώ.
Ό νέος είχε ήδη μετανοήσει γιά τήν ύπόσχεσι, μά τώρα πιά δέ μπορούσε νά κάνη άλλοιώς.
— Πάρε αυτά τά τρόφιμα στό κελλί σου, τόν πρόσταξε ό
Γέροντας, και τρώγε κάθε μέρα ένα ψωμί, μιά λίτρα κρέας καί
πίνε άλλη μιά κρασί. "Οταν τελειώσουν, έλα πάλι νά μέ ίδής.
Απαρηγόρητος ό αδελφός, γύρισε στό κελλί του. Ύστερα από τόση νηστεία νά καταντήση νά τρώη κρέας καί νά πίνη κρασί; Γιατί μοϋ τό κάνει αυτό ό Γέροντας; συλλογιζόταν. Τοΰ ερχόταν ή επιθυμία νά παράκουση, αλλά τόν συγκρατούσε ή ύπόσχεσι πού είχε δώσει, χωρίς νά τόν βιάση κανείς. "Οταν έφτανε ή ώρα νά φάγη, έβρεχε τό ψωμί του μέ τά δάκρυα του. "Ελεγε τόν εαυτό του άθλιο καί αμαρτωλό καί θεωρούσε όλα αυτά έγκατάλειψι Θεοΰ. Βλέποντας ό Θεός τήν ταπεινοσύνη του, τόν φώτισε νά καταλάβη από ποΰ τοΰ ήρθε ή τιμωρία. Ύστερα από δέκα μέρες πήγε πολύ συντριμμένος στον "Αγιο Γέροντα. Απόρησε εκείνος, όταν τόν είδε χλωμό κι' αδύνατο, παρ' όλη τήν καλοφαγία.
— Παιδί μου,  τοΰ είπε μέ πολύ καλωσύνη, ευχαρίστησε
τόν Φιλάνθρωπο Θεό, πού δέν άφησε τό πνεΰμα της υπερηφάνειας νά σε κυριέψη καί νά σέ όδηγήση στην καταστροφή. Ό διάβολος έχει αυτό τό τέχνασμα πρόχειρο. "Οταν δέν κατωρθώση   νά   ρίξη   τόν  αγωνιστή   σέ  αμέλεια  καί  οκνηρία,   τόν
ρίχνει σέ υπερβολές γιά νά τόν παραδώση υστέρα αιχμάλωτο
στην υπερηφάνεια. Καί τώρα θά σοΰ φανερώσω τι είδα, όταν
πρωτοήρθες εδώ. Δυό δαίμονες μέ μορφή πιθήκων σέ ακολουθούσαν καί καθένας προσπαθούσε νά σέ τραβήξη μέ τό μέρος του. Ησαν τά πνεύματα της κενοδοξίας καί της υπερηφάνειας.
Τώρα έχουν έξαφανιστή. Αντί λοιπόν νά ζητάς από τόν Θεό
νά  κάνης  θαύματα,   πού  δέν  είναι  τόσο  σημαντικό,   νά  τόν
ευχάριστης πού σέ απάλλαξε από τίς παγίδες τοΰ διαβόλου.
Αυτό εϊναι τό μεγαλύτερο καί ώφελιμώτερο θαΰμα.
Ό αδελφός ευχαρίστησε τόν Γέροντα γιά τίς καλές του συμβουλές καί γύρισε στό κελλί του διορθωμένος.

 

ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ

ΤΟ ΠΑΘΟΣ της κενοδοξίας, γράφει ό "Οσιος Κασσιανός, είναι λεπτότατο καί ποικιλόμορφο, γι' αυτό δυσκολεύεται ό άνθρωπος νά τό καταλάβη. Των άλλων παθών οί προσβολές είναι πιό φανερές καί διορθώνονται εύκολώτερα μέ τήν προσοχή καί τήν προσευχή. Ένώ ή κενοδοξία δύσκολα εξαλείφεται. Δίνει τό παρόν σ' όλες τίς εργασίες. Εκδηλώνεται μέ διάφορα σχήματα και επιτηδεύματα στή φωνή, στά λόγια, στις πράξεις. Νοθεύει τήν αγρυπνία, τή νηστεία, τήν προσευχή, τήν άνάγνωσι, τήν ησυχία, τήν μακροθυμΐα κι' όλες τίς άλλες αρετές. "Οποιον δέν κατορθώση ό διάβολος νά παρασύρη στην κενοδοξία μέ τά πλούσια καί πολυτελεή ενδύματα, τόν εξαπατά μέ τά φτωχά καί τιποτένια. Εκείνον πού δέ μπορεί νά πολεμήση μέ τίς τιμές και τους επαίνους, τόν πείθει νά νομίζη πώς έγινε σπουδαίος γιατί υπομένει ατιμίες. "Οποιον δέν κατορθώνει νά τόν κάνη νά κενοδοξή μέ τά σοφά του λόγια, τόν ρίχνει μέ τή σιωπή καί ησυχία. "Αλλον μέ τή νηστεία, μέ τήν άσκησι καί μέ οποιαδήποτε άλλη αρετή. Κάθε εργασία πνευματική δίνει αφορμή στον πονηρό αυτό δαίμονα νά πειράξη τόν άνθρωπο.
***
ΚΑΠΟΙΟΣ Γέροντας πήγε μιά μέρα νά έπισκεφθή ένα νέο μοναχό, πού πριν λίγο καιρό εϊχε έγκατασταθή σ' ένα γειτονικό κελλΐ. Όταν πλησίασε, τόν άκουσε νά μιλάη δυνατά. Νόμιζε πώς διάβαζε και στάθηκε ν' άκούση.
Ό δυστυχισμένος νέος όμως, τόσο πολύ είχε έξαπατηθή από τόν δαίμονα της κενοδοξίας, πού αύτοχειροτονεΐτο Διάκονος καί τή στιγμή εκείνη έδινε τήν άπόλυσι στους κατηχουμένους, πού έβλεπε μπροστά του μέ τή φαντασία του.
Άκούοντας αυτά ό Γέροντας, έσπρωξε τήν πόρτα και μπήκε μέσα στό κελλί τοΰ μονάχου, χωρίς νά χτυπήση. Σαστισμένος εκείνος σηκώθηκε νά τόν ύποδεχτή και τόν ερώτησε,
ανήσυχος, αν περίμενε πολλή ώρα έξω.
- Μόλις πρόλαβα τήν άπόλυσι, του αποκρίθηκε αδιάφορα τάχα ό Γέροντας.
Καταντροπιασμένος ό κενόδοξος μοναχός, έπεσε στά πόδια τοϋ Γέροντος κι' άφοϋ έξωμολογήθηκε, τόν παρακάλεσε νά προσευχηθή γι' αυτόν ν' απαλλαγή από τό καταραμένο πάθος τής κενοδοξίας, πού τόσο τόν βασάνιζε καί στην έρημο ακόμη, μακριά από τις αφορμές τοΰ κόσμου.
***
ΕΛΕΓΑΝ οί Γέροντες πώς άπ' όλους τους Πατέρας τής ερήμου ό Όσιος Αρσένιος και ό Άββας Θεόδωρος τής Φέρμης αποστρέφονταν τήν δόξα των ανθρώπων. Καί ό μεν Αρσένιος σπανιώτατα καί μέ δυσκολία συζητούσε μέ άνθρωπο, ό δε Θεόδωρος συζητούσε μέν, αλλά τά λόγια του έβγαιναν κοφτά σάν μαχαίρι.
***
ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ Πατέρες, έλεγε κάποιος Γέροντας, όταν γινόταν γνωστή στους άλλους ή πνευματική των εργασία, δέν τήν έβλεπαν σάν αρετή, αλλά σάν αμαρτία.
***
Η ΑΝΘΡΩΠΑΡΕΣΚΕΙΑ καί ή κενοδοξία, λέγει σοφός Πατήρ, καταστρέφουν τήν καλή διάθεσι καί τήν συνήθεια τής αρετής. "Οποιος δημοσιεύει τά καλά του έργα, μοιάζει μέ τό γεωργό πού σπέρνει στην επιφάνεια τής γης καί τά πουλιά τοΰ τρώνε τό σπόρο. Εκείνος όμως πού φροντίζει νά κρύβη τήν πνευματική του εργασία από τά μάτια των ανθρώπων, σπέρνει σέ βαθύ αυλάκι. Αυτός θά θερίση πλούσιους καρπούς.
 



ΠΑΡΡΗΣΙΑ

ΑΠΟΦΕΥΓΕ  τίς  ιδιαίτερες  σχέσεις  μέ  τόν  Ηγούμενο,
συμβουλεύει τους μοναχούς καί μάλιστα τους Κοινοβιάτες, κάποιος σοφός Γέροντας, καί μή πηγαίνης συχνά στό κελλί του, γιά νά μην απόκτησης παρρησία κι' επιθυμία νά ήγουμενεύης κι' εσύ.
***
ΕΝΑΣ νέος, πού απεφάσισε νά γίνη μοναχός σ' ένα Κοινόβιο, πήγε νά συμβουλευτή προηγουμένως τόν Άββα Αγάθωνα.
— Πώς πρέπει, Πάτερ, νά συμπεριφέρομαι; τόν ερώτησε.
— Όπως την πρώτη μέρα, του αποκρίθηκε ό διακριτικός
Γέροντας. "Αν διατήρησης αύτη τή συμβουλή, θά εΐσαι πάντοτε
αναπαυμένος. Απόφευγε την παρρησία, πού είναι τό χειρότερο
άπό δλα τά ελαττώματα καί γεννά πολλά άλλα κακά.
***
Ο ΟΣΙΟΣ Παμβώ ήταν τόσο μετρημένος κι' αυστηρός στον εαυτό του, πού λέγουν οί Γέροντες πώς άφ' ότου έγινε μοναχός δεν γέλασε οΰτε μιά φορά. Κάποτε οί δαίμονες έβαλαν πείσμα νά τόν κάνουν νά γελάση. Παρουσιάστηκαν μπροστά του ένα πλήθος άπ' αυτούς κι' έκαναν πώς δέν μπορούσαν νά σηκώσουν όλοι μαζί ένα φτερό. Βλέποντας την πονηρία τους ό Όσιος, μειδίασε. Ενθουσιασμένοι άπό τήν επιτυχία τους οί δαίμονες, ξέσπασαν σέ δυνατό αλαλαγμό:
— Ό Παμβώ έγέλασε, ό Παμβώ έγέλασε, φώναζαν όλοι μαζί.
— Δέν γέλασα, τους εϊπε τότε περιφρονητικά ό Όσιος.
Περιγελώ τήν αδυναμία σας, πού χρειάζεται ολόκληρο πλήθος
άπό σας γιά νά σηκωθή ένα πούπουλο.
***
Η ΠΑΡΡΗΣΙΑ καταστρέφει τήν αρετή, όπως ή φωτιά τό καλάμι, έλεγαν οί Πατέρες.
***
ΑΣ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΜΕ, τέκνα, ευλάβεια, σεμνότητα, ευγενικούς τρόπους και καλή συμπεριφορά προς όλους τους ανθρώπους, χωρίς εξαίρεσι, γιά νά διώξωμε έτσι τήν παρρησία, τήν μητέρα των κακών, συμβούλευε ό  Άββας Μωϋσής τους
μαθητάς του.
***
ΕΝΑΣ άπό τους Γέροντας είδε κάποιο νέο μοναχό νά γελά μέ αναίδεια.
— Μέ τέτοιο γέλιο, παιδί μου, του είπε, πώς είναι δυνατόν νά διατήρησης στην ψυχή σου τόν φόβο του θεού;
  



ΘΥΜΟΣ

ΘΥΜΩΔΗΣ άνθρωπος καί νεκρό ακόμη άν άξιωθή ν' άναστήση,   έλεγε   ό   'Αββάς   'Αγάθων,   δέ   θά   γίνη   δεκτός  στη  Βασιλεία των Ουρανών.
***
ΜΟΝΑΧΟΣ μεμψίμοιρος, θυμώδης κι' εκδικητικός δέν είναι δυνατόν νά ύπάρχη, έλεγε ό 'Αββάς Ποιμήν. Όσοι δηλαδή έχουν αυτά τά ελαττώματα, δέν είναι στην πραγματικότητα μοναχοί, έστω κι' άν φορούν τό σχήμα.
***
ΣΑΝ ΗΜΟΥΝ νέος, διηγείται ό 'Αββας Ισίδωρος, κατέβηκα κάποτε στην πόλι νά πουλήσω τά καλάθια μου καί νοιώθοντας τόν θυμό νά μέ κυριεύη, παράτησα στην αγορά τά καλάθια καί γύρισα τρέχοντας στό κελλί μου.
***
ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ Ερημίτης κάποτε έγινε διά της βίας Επίσκοπος. Άπό τή μεγάλη του ταπείνωσι καί πραότητα δέν επιτιμούσε ποτέ κανένα. Μερικοί κληρικοί μιά φορά κατηγόρησαν τόν Οικονόμο, πώς δεν διαχειριζόταν καλά τά χρήματα της Εκκλησίας. Άλλ' ό Επίσκοπος άνέβαλλε διαρκώς την έπιτίμησι.
Μιά μέρα, βλέποντας τους κατηγόρους τοΰ Οικονόμου νά έρχωνται σ' αυτόν γεμάτοι θυμό και άγανάκτησι, πρόλαβε καί κρύφτηκε μέσα σ' ένα ντουλάπι. Εκείνοι όμως έψαξαν παντού καί στό τέλος ανακάλυψαν την κρυψώνα τοϋ Επισκόπου.
- Γιατί κρύβεσαι από μας, άγιε Δέσποτα; τόν ρώτησαν.
— Πιστέψτε παιδιά μου, τους αποκρίθηκε ό άνθρωπος του
Θεοϋ,   πώς  φοβούμαι  εσάς  περισσότερο από  τόν  Οικονόμο,
γιατί βαλθήκατε, σ' αυτό τό μικρό διάστημα, νά μοΰ αφαιρέσετε  ό,τι  κατώρθωσα  ν'  αποκτήσω,  παρακαλώντας  μέρα-νύχτα
τόν Θεό εξήντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο.
***
ΟΠΟΙΟΣ δέν κατορθώνει νά συγκρατή τή γλώσσα του, όταν θυμώνη, έλεγε ό Άββάς Ύπερέχιος, είναι ανίκανος νά συγκράτηση καί όλα τά άλλα πάθη.
***
ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ ολόκληρα χρόνια αγωνίστηκα σκληρά καί προσευχόμουν μέρα-νύχτα στον Θεό, νά μέ βοηθήση νά νικήσω τό πάθος τοϋ θυμοΰ, έλεγε ό Άββάς Άμμωνάς.
  






''Αγρυπνία''
Περισσότερα >>
''Εγωισμός''
Περισσότερα >>