www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Περί της Εκκλησίας ως ερμηνέως της Γραφής

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΕΡΜΗΝΕΩΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Ας προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε ακόμη περαιτέρω στο ζήτημα της Γραφής και της Παράδοσης, αφού την εξετάσαμε υπό το φως της λογικής ας την μελετήσουμε κάτω από τον πυρσό της εκκλησιαστικής ιστορίας, γιατί οι αγώνες της πλάνης κατά της αλήθειας την φωτίζουν μέχρι τα έσχατα βάθη της.
Αν εξαιρέσουμε μερικές Ιουδαϊκές αιρέσεις που επεδίωκαν να φορτώ¬σουν στο ευαγγέλιο τελετουργικούς νόμους, οι γνωστικοί αποτελούν την αρχαιότερη αίρεση. Η αιωνιότητα της ύλης, η δημιουργία και διακυβέρνηση του κόσμου από ένα κατώτερο πνεύμα, τον δημιουργό όπως τον ονόμαζαν αυτές οι αιρέσεις; ο δοκητισμός τους και όλα τα ονειροπολήματά τους είναι αιρέσεις πολύ γνωστές ώστε δεν χρειάζεται να τις εκθέσουμε εδώ. Σήμερα όλες οι χριστιανικές αιρέσεις απορρί¬πτουν αυτά τα τερατολογήματα σαν αντίθετα στον χριστιανισμό.
Ε! λοιπόν, αυτοί οι γνωστικοί επείσθηκαν από την Γραφήν για τα ψεύδη τους; Όχι. προτίμησαν να απορρίψουν την Παλαιά Διαθήκη και ανεκή¬ρυξαν ως κανονικά τα απόκρυφα ευαγγέλια. Ένας μεγάλος αριθμός μελετητών, μεταξύ αυτών που εμελέτησαν τον γνωστικισμό, για να μη πούμε όλοι, διερωτήθησαν αναμφιβόλως: Πώς ήταν δυνατόν και αυτές οι πλάνες έγιναν δεκτές; Πώς βρήκαν αυτοί οι αιρετικοί αυτές τις δαιμονολογίες και τόσες παραδοξολογίες μέσα στο λόγο του Χριστού και των αποστόλων; Και ποιος δεν θα τολμούσε να ανασκευάσει μέσα σε μια ώρα τις διδασκαλίες χιλίων μαθητών του Μαρκίωνα; Ποιος δεν θα ήθελε μέσω της Γραφής να τους οδηγήσει ξανά στην Εκκλησία; Έτσι περνάμε από τον πειρασμό να κατηγορήσουμε τους πρώτους τους αντιπάλους για έλλειψη επιδεξιότητας, γιατί δεν μπόρεσαν να είναι αποτελεσματικοί.
Αλλ' ας μη ξεχνάμε ότι, όταν η πλάνη γεννηθεί μέσα στις διάνοιες των ανθρώπων, όποια κι αν είναι τα σπέρματα τα θανατηφόρα που φέρει μέσα της, ούτε η λογική, ούτε η ευγλωττία δεν μπορούν να την καταστρέψουν. Οι ρίζες της είναι υπερβολικά βαθιές ώστε να μη μπορεί το βλέμμα του ανθρώπου να τις δει και το χέρι να τις ξεριζώσει. Παρατηρήστε την στις διάφορες φάσεις της: πρώτα γεννιέται, κατόπιν μεγαλώνει, κατόπιν πεθαίνει. Όσο βρίσκεται στην περίοδο της αύξησής της όλα ακόμα και τα εμπόδια, έρχονται εις βοήθειάν της. Όλα της παρέχουν μια μαρτυρία, μια απόδειξη. Ακούστε: η γη καταθέτει υπέρ αυτής και ο ουρανός είναι ο εγγυητής της. Εν τω μεταξύ άλλες ιδέες φυτρώνουν στα πνεύματα των ανθρώπων ένας νέος κόσμος χαράζει αλλά χωρίς καμιά επαφή με το παρελθόν.
Ούτε που το καταλαβαίνει, ερωτά έκπληκτος. Πώς αυτό ήταν δυνατόν και έγινε. Όταν η ίδια η θεία Χάρις αποσπά κάποιον από την πλάνη προς γενικήν έκπληξη τότε ο άνθρωπος αυτός λέγει ότι η διάνοιά του ήταν προηγουμένως θα μένη κάτω από τα πιο πυκνά σκότη και ότι απ' τα μάτια του έπεσαν λέπια.
Τότε λοιπόν που διαπιστώθηκε το αδύνατον να οδηγηθούν οι γνωστικοί εις την Εκκλησίαν μέσω της Γραφής, μήπως η Εκκλησία δήλωσε ότι παραμένει αμφίβολον αν ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο, αν ο Ιησούς Χριστός υπήρξε αληθώς άνθρωπος. μέχρις ότου δια κηρυχθούν αυτά τα δόγματα βάσει της Γραφής;

Όχι βέβαια. Αλλά στηριζόμενη στην Παράδοση, στον ζωντανό λόγο, διεκήρυξε ότι και τότε που μπορούσαν να συζητούν τις αμφιβολίες για την διδασκαλία που περιέχουν τα Ιερά Βιβλία, η πίστη, σταθερή παγκόσμια απεφαίνετο κατά τρόπον αρκετά αποφασιστικό. Και ότι όσοι ήθελαν να προσκολληθούν στον Ιησού Χριστό, να τον εκλέξουν σαν ποιμένα των ψυχών τους, δεν μπορούσαν να αποσείσουν τον ζυγό αυτής της αυθεντίας.
Αναμφίβολα οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας ανασκεύασαν τις πλάνες των Γνωστικών δια της Γραφής, χωρίς αμφιβολία παρέθεσαν τα θεία διδάγ¬ματα μέσα στα γραπτά τους τα οποία γραπτά έγιναν μνημεία της δικής μας πίστης. Αλλ' εις την περίπτωση αυτή δεν ήσαν αυτά παρά συλλο¬γισμοί παρατιθέμενοι κατά συλλογισμών: δυο μερίδες ήλθαν εις αντι¬παράταξη και η Γραφή ήταν στα χέρια και των δύο παρατάξεων. Ο πιστός μπορούσε να πεισθεί από τον γραπτό λόγο. το γνωρίζουμε, ότι οι γνωστικοί είχαν πέσει σε μεγάλες πλάνες, αλλ' επειδή και αυτοί οι αιρετικοί είχαν με τη σειρά τους την πεποίθηση για την αλήθεια της διδασκαλίας τους, ο χριστιανισμός θα είχε εξαφανισθεί σαν θετικός θεσμός, αν η Βίβλος ήταν η μόνη αυθεντία, αν δεν υπήρχε ένας άλλος κανών πίστης, η παγκόσμια παράδοση.

Χωρίς αυτόν τον Κανόνα, χωρίς αυτό το κριτήριο ποτέ δεν θα ήταν δυνατόν να καθορίσουμε με βεβαιότητα ποια ήταν η χριστιανική πίστη. Μόλις και θα μπορούσε το άτομο να πει στους αιρετικούς αυτούς: ιδού το δικό μου αίσθημα και η πεποίθηση, ιδού το νόημα που αποδίδω στην Γραφήν. Με μια λέξη χωρίς την Παράδοση, καμιά διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά μόνον η αμφιβολία και η ατομική γνώμη. Χωρίς αυτήν καμία κοινωνία πιστών αλλά, μόνον άτομα, χριστιανοί απομονωμένοι.
Μόλις η περί ης ο λόγος αίρεση έφθασε στην πιο ψηλή της φάση, να ότι εμφανίζονται οι Μοναδιστές για να της κηρύξουν ένα θανάσιμο πόλεμο. Πράγματι αυτή η τελευταία αίρεση είναι, και όχι ο Μοντανισμός όπως θέλει ο Neander, που αποτελεί την άκραν αντίθεση προς τον γνωστικισμόν. Οι μαθητές του Μαρκίωνα απορρίπτουν το ανθρώπινο στοιχείο, οι μοναδιστές το Θείο. Οι πρώτοι διδάσκουν ότι ο Σωτήρ ήταν ο θείος λόγος περιβεβλημένος ένα φαινομενικό σώμα, οι δεύτεροι υποστηρίζουν πώς ο Σωτήρ επειδή εφωτίζετο άνωθεν δεν σημαίνει ότι δεν ήτο απλώς και μόνον ένας άνθρωπος. Εκείνοι έλεγαν: Τα πάντα κινεί το Πνεύμα του Θεού, αυτοί απαντούσαν: Το Άγιο Πνεύμα δεν κατέβηκε ούτε στους αποστόλους ούτε στην Εκκλησία. Κατά τους μεν η ύλη είναι ουσιωδώς κακή, στα μάτια των άλλων, όλα είναι καλά, δεν υπάρχει ουδόλως αρχέγονη πτώση και φθορά. Τέλος στην διδασκαλία των Γνωστικών, το Ευαγγέλιον είναι αρχή ζωής, σπέρμα αγαθού αρετή ουράνια, στο σύστημα των Μοναδιστών το Ευαγγέλιο είναι ένας κανών καθαρά ηθικός, μιά αφηρημένη ιδέα, ένα νεκρό γράμμα.

Ε! λοιπόν οι Μοναδιστές όπως και οι γνωστικοί όπως και οι αιρετικοί όλων των χρόνων και τόπων, απέρριπταν την Παράδοση για να στηρι¬χθούν αποκλειστικά πάνω στα Ιερά Βιβλία. Τί ώφειλε να κάνει η Εκκλησία σ' αυτήν την περίσταση;
Να δηλώσει ότι έκαστος θα έμενε στην γνώμη του περιμένοντας να δώση η μελέτη της Γραφής μια ικανοποιητική λύση; Ναι, χωρίς αμφι¬βολία, θα ώφειλε να το κάνει, αν δεν είχε για την ίδρυσή της καμιά άλλη ιδέα, ούτε για την ουσία της ούτε για την σύστασή της. Αλλά έκανε ακριβώς το αντίθετο, και ιδού οι Θείες διδασκαλίες τις οποίες μας υποδηλώνει η διαγωγή της: Η διδασκαλία του Σωτήρος είναι αιώνια σίγουρη για τους δικούς του.

Ο ζωντανός λόγος και ο γραπτός, ο χαραγμένος στις καρδιές από το Άγιο Πνεύμα λόγος και εκείνος που γράφτηκε στο χαρτί από τους θεόπνευστους συγγραφείς είναι ένας και ο αυτός. Οι αμφιβολίες που εμφανίζονται στον δεύτερο εξαφανίζονται κάτω από τον πυρσό του πρώτου.

Η διδασκαλία που εδιδάσκετο στην αρχή του χριστιανισμού, η σταθερή πίστη όλης της Εκκλησίας, να το κριτήριο, ο αλάθητος κανών κατά την ερμηνείαν της Αγίας Γραφής και, σύμφωνα μ' αυτόν τον κανόνα, είναι για πάντα βέβαιον ότι ο Θείος μας Σωτήρ είναι Θεός και ότι μας εγέμισε με μια Θεία ενέργεια.

Εκείνος που θεμελιώνει την πίστη του πάνω στην Γραφή, δηλαδή στα αποτελέσματα που τον έχουν οδηγήσει οι βιβλικές του έρευνες, αυτός δεν έχει καθόλου πίστη, δεν έχει ούτε μικρά ιδέα του τι είναι πίστη. Αυτός δεν θα ήταν πάντα έτοιμος να τροποποιήσει την "πίστη" του; Δεν οφείλει να δεχθεί πώς με μια βαθύτερη μελέτη των Ιερών Γραμμάτων θα έφθανε ίσως σε όλως διόλου άλλα αποτελέσματα; Και επομένως. ρωτάμε, μπορεί να γεννηθεί στην ψυχή του μία βαθειά πεποίθηση ακλόνητη, σταθερή σαν τον βράχο; Και όμως να η μόνη διάταξη που αξίζει το όνομα της Πίστης. Πίστη, ενότης πεποιθήσεων, παγκοσμιότης διδασκαλίας είναι ένα και το αυτό πράγμα. Ο άνθρωπος που πιστεύει αληθινά ακόμα και αν η πεποίθησή του είναι πλανεμένη, είναι ενδόμυ¬χα πεπεισμένος ότι κατέχει την διδαχήν του Χριστού, ότι συμμετέχει στην πίστη των αποστόλων και όλης της Εκκλησίας.

Δια κρατεί σταθε¬ρώς ότι αυτή η Πίστη περικλείουσα πάσαν αλήθειαν, είναι αιώνια, αμετάβλητη, αναγκαία. Αυτή η Πίστη είναι η μόνη λογική, η μόνη αντάξια του ανθρώπου. Όλα τα άλλα δεν αποτελούν παρά προσωπική γνώμη και αβεβαιότητα.

Τα συστήματα των γνωστικών και των μοναδιστών επέπρωτο με την πάροδο των αιώνων να τα καταπιεί το μηδέν. Καινούργιες εποχές είδαν την γέννηση νέων αιρέσεων.
Όλες όμως ύψωσαν σαν σημαία την ίδια βασική αρχή, ότι δηλαδή η Γραφή ήταν η μόνη πηγή της χριστιανικής αλήθειας, ο μόνος κανών Πίστεως. Αυτό το δόγμα κοινό σε όλους τους αιρετικούς, το ίδιο στους γνωστικούς του δευτέρου αιώνα και στους Βάλδιους του δωδέκατου ανακηρυχθέν από τους Αρειανούς καθώς και από τους Νεστοριανούς, αυτό το δόγμα γέννησε τις πιο αποκλίνουσες πεποιθήσεις, τις πιο αντιφατικές διδασκαλίες. Πράγματι, τι το πιο αντίθετο όσο ο γνωστικι¬σμός και ο Πελαγιανισμός, όσο ο Σαβελλιανισμός και ο Αρειανισμός;

Ε, λοιπόν, και μόνη η θεώρηση ότι αυτή η αρχή, πάντοτε μία, αδιάκοπα ίδια, εκύρωσε όλες τις πεποιθήσεις, όλες τις αποπλανήσεις του πνεύ¬ματος, όλες τις τερατολογίες, αυτή η θεώρηση μόνη θα αρκούσε να αποδείξει ότι αυτή η αρχή κρύπτει κάποια βαθειά αίρεση, ότι ανοίγει μιά άβυσσο απροσμέτρητη μεταξύ Γραφής και ατόμου.

Ας σταθούμε για να θεωρήσουμε την διδασκαλίαν των αιρετικών. Όλοι αυτοί αναγνωρίζουν ότι η καθολική Εκκλησία αποκηρύττουσα τις προη¬γούμενες αιρέσεις, υπήρξε αλάθητος ερμηνέας της αλήθειας, αρέσκο¬νται να συνυπογράφουν τις κρίσεις που η Εκκλησία έφερε κατά των προκατόχων των αιρετικών. Όμως δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τις αρχές που υπαγόρευσαν αυτές τις αποφάσεις της Εκκλησίας. Έτσι, ο αρειανός δέχεται μετά χαράς τις αποφάσεις της κατά των γνωστικών.

Αλλά σε ποια βάση βασίζονται αυτές οι αποφάσεις, ιδού τι δεν θέλει αυτός ο αιρετικός να αντιληφθεί. Κλείνει τα μάτια για να μη δει ότι η Εκκλησία, εάν είχε συσταθή στις βάσεις που αυτός της αποδίδει, δεν θα μπορούσε να διασώσει αυτή τα δόγματα που αυτός ο αιρετικός αρειανός ομολογεί μαζί της. Οι πελαγιανοί και οι νεστοριανοί ομόφωνα καταδικάζουν τον αρειανισμό, αλλά σε λίγο η όρασή τους διαταράσ¬σεται και η διάνοιά τους σκοτίζεται: για να φθάσουν στην χριστιανική αλήθεια, εγκαταλείπουν την οδόν της Εκκλησίας και παίρνουν το δρόμο των αιρέσεων που αυτοί βδελύττονται. θέλουν την ύλη χωρίς την μορφήν.

Ο Λούθηρος και ο Καλβίνος δεν έκαναν ακριβώς το ίδιο; Σε ό,τι είχε αποφασισθεί κατά των γνωστικών, αρειανών, νεστοριανών, πελαγια¬νών, κ.λ.π.; Οι επίδοξοι Μεταρρυθμιστές έδωσαν την πλήρη συγκατά¬θεσή τους. Αλλ' όταν επρόκειτο να οικοδομήσουν το ευαγγέλιόν τους, απεμακρύνθησαν από την Εκκλησία πάνω στα ίχνη αυτών των ανθρώ¬πων τους οποίους εβδελύττοντο, τους οποίους έκαιαν κάθε φορά που έπεφταν στα χέρια τους.

Τώρα πρέπει να καταλάβουμε το βαθύ νόημα του καθολικού δόγματος: Οι διδάσκαλοι της Πίστης μας, μας λένε: δεν μπορείτε να κατέχετε τον Χριστιανισμόν παρά εν τη ενώσει με την ουσιώδη μορφή του, δηλαδή, την Εκκλησίαν. Αναγνώστε τα Ιερά Βιβλία υπό το πνεύμα αυτού του ζώντος θεσμού, ατενίσατε μέσα σ' αυτήν τον Σωτήρα του κόσμου, και η αληθής του εικών θα αφυπνισθεί στις καρδιές και στις διάνοιές σας, γιατί η κοινωνία των πιστών είναι το όργανό του, η διαρκής φανέρωσή του.

Αλλ' ακούω τον σαρκασμό της ασέβειας... Και τι λοιπόν; Δεν είναι προτιμώτερο να χρησιμοποιείς ένα πυρσό παρά να μένεις στα σκοτά¬δια; Ω! έπαρση του ανθρώπου, που απωθεί την συνδρομή που μόνη αυτή μπορεί να δυναμώσει την αδυναμία του. Ισχυρά πνεύματα που για να δείτε τ' αστέρια δεν έχετε ανάγκη από τηλεσκόπιο, και που βλέπετε δια μέσου του καλύμματος το οποίο ο πρώτος τυχόν ανόητος μόλις άπλωσε στα μάτια σας.
 

ΔΙΑΦΟΡΑ ΜΟΡΦΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ Σ' ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ AΥΤΩN ΤΩΝ ΔΥΟ
Είναι επομένως η Εκκλησία ο αλάθητος ερμηνέας της Αγίας Γραφής. Ποια λοιπόν είναι η συνέπεια τούτου; Είναι ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας και εκείνη της Γραφής είναι ένα και το αυτό πράγμα. Όμως αυτή η ενότητα αυτή η ταυτότητα δεν αφορά ούτε στο γράμμα ούτε στην μορφή: δεν περιλαμβάνει παρά το πνεύμα και την oυσία. Eφόσoν η χριστιανική αλήθεια έπρεπε να διαρκέσει μέχρι το τέλος του κόσμου και να γίνει κτήμα του ανθρώπου, έπρεπε πάση ανάγκη να φανερωθεί διαδοχικά υπό διάφορα εκφραστικά σχήματα, να περιβληθή ούτως ειπείν μέσα στη ροή των αιώνων ένα καινούργιο εξωτερικό περίβλημα. Η φύση της Εκκλησίας, το ίδιο και ο σκοπός της σύστασής της απαιτού¬σε οπωσδήποτε αυτήν την εξωτερική μεταμόρφωση. Αυτό πρόκειται να το δείξουν οι γραμμές που ακολουθούν.

Ο αιώνιος λόγος, που ανήγγειλε ο θείος Διδάσκαλος, έγινε δεκτός από τους μαθητές του, και έκτοτε έγινε πίστη, κτήμα του ανθρώπου. Προχωρώ: όταν ο Σωτήρ ανέβηκε στον πατέρα του, δεν υπήρχε για τον κόσμο, παρά μόνον μέσα στην πίστη των αποστόλων.

Αλλ' ευθύς ως ο θείος Λόγος έγινε Κτήμα ανθρώπινο, αμέσως υπέστη τους νόμους που πρυτανεύουν στην ανθρώπινη διάνοια. Αμέσως απ' τη στιγμή αυτή ο λόγος έγινε κατανοητός, διετηρήθη, μετεβιβάσθη υπό της ανθρωπίνης δραστηριότητος. Ακόμη και η μορφή των ευαγγελικών αναγνωσμάτων αποδεικνύει ό,τι είπαμε. Τόσο στην επιλογή όσο και στη διάθεση της ύλης, μέσα στην σύλληψη και έκθεση του θέματος, παντού φαίνεται η ιδιαίτερη ιδιοφυία εκάστου εκ των ιερών ιστορικών συγγραφέων. Αλλά τι θα συμβή όταν οι απόστολοι διασχίσουν τις θάλασσες, όταν θα φέρουν το Ευαγγέλιο στις εσχατιές του κόσμου;

Τότε βλέπουμε να εμφανίζονται, ανάμεσα σ' αυτούς που δέχονται το κήρυγμα, ένα πλήθος δυσκολιών που οι απόστολοι είναι υποχρεωμένοι να ξεπεράσουν, και γι' αυτό πρέπει αυτοί να συζητήσουν, να συλλογι¬σθούν, να συγκρίνουν, πρόκειται δηλαδή για ενέργειες που θέτουν σε λειτουργία όλές τις ικανότητες της νοήσεως.

Έτσι, η διδασκαλία του Σωτήρος ετέθη κάτω από την άσκηση της ανθρώπινης διάνοιας. Αφ ενός ο θείος Λόγος υπέστη ανάλυση και έλαβε τις λογικές κατηγορίες. Αφ ετέρου συμπαρατάχθηκε και συγκρίθηκε με τον εαυτό του. Ανήγαγαν όλα τα μέρη του σε ορισμένα θεμελιακά σημεία και φιλοτέχνησαν τη βάση στην οποία βασίζεται όλο Το οικοδόμημα.
 
Έκτοτε μία άποψη διαυγέστερη και καλλίτερα περιγε¬γραμμένη ανοίχτηκε στο ανθρώπινο πνεύμα, διότι όλες τις ιδέες που του έρχονται έξωθεν πρέπει να τις αφομοιώσει με τον εαυτό του σαν μέσο μιας δεύτερης δημιουργίας, αν θέλει να έχει πλήρη συνείδησή των. Έτσι επεξεργασμένη τρόπον τινά με τη βοήθεια της ανθρώπινης διάνοιας, η αρχική διδασκαλία φανερώθηκε κάτω από πολλές διαφο¬ρετικές μορφές, αλλ' όμως αυτή ταυτιζόταν πάντα με την αρχική διδασκαλία; Μπορούμε να απαντήσουμε ναι και όχι: ναι, εφόσον έμεινε η ίδιο κατά την ουσία της, όχι, εφόσον αλλάζει κατά τη μορφή της.

Βέβαια από την εποχή των Αποστόλων το Θείο Πνεύμα επεστάτησε σε όλες αυτές τις αναπτύξεις της Διδασκαλίας. Αλλά είναι εξ ίσου βέβαιο ότι αυτά δεν έγιναν χωρίς τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς τη δραστηριό¬τητά του, χωρίς τη διάνοιά του. Όπως στα χριστιανικά καλά έργα η ελευθερία και η Χάρις, το Θείο και το ανθρώπινο αλληλο-διεισδύουν αμοιβαία, έτσι συμβαίνει και στο σημείο που θίγουμε.

Ουδέποτε θα ήταν δυνατόν να συνέβαινε διαφορετικά. Μετά τον θάνατο των Αποστόλων, όταν τα ευαγγέλια, οι επιστολές και όλες οι Γραφές περιήλθαν στα χέρια των πιστών και τότε ακόμη βλέπουμε τον λόγο του Θεού τρόπον τινά υποτεταγμένον στην ανθρώπινη δραστη¬ριότητα.

Όταν η Εκκλησία διατυπώνει την αρχέγονή της διδασκαλία κατά των αιρέσεων, πρέπει κατ' ανάγκην να αλλάξει την αποστολική έκφραση με άλλη πιο κατάλληλη για την απώθηση της πλάνης που η Εκκλησία θέλει να καταδικάσει

Οι Απόστολοι δείχνοντας τη Θεία αλήθεια υπό όλες τις επόψεις της, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την πρωταρχικήν μορφήν. Ούτε και η Εκκλησία το ηδυνήθη.

Εφόσον η αίρεση αναπαράγεται υπό χίλιες διαφορετικές όψεις, εφόσον ενδύεται όλα τα εξωτερικά σχήματα, δανείζεται όλα τα χρώματα, η Εκκλησία επίσης οφείλει να πάρει διαφορετικές θέσεις, οφείλει να σταθεί απέναντι στην πλάνη προκειμένου να αντιπαραθέσει στις καινούργιες εκφράσεις της αίρεσης μία νέα ορολογία. Όποιος εξετάσει το σύμβολο της Νικαίας, θα αναγνωρίσει, ό,τι ισχυρισθήκαμε ανωτέρω. Έτσι, η Παράδοση μεταδίδει την χριστιανική αλήθεια δια μέσου των αιώνων κάτω από ποικίλα περιβλήματα, ντύνοντάς την με μια μορφή πάντοτε νέα.

Και αυτό γιατί; Επειδή αυτή η αλήθεια είναι εμπεπιστευ¬μένη σε ανθρώπους, που οφείλουν να λαβαίνουν υπ' όψει τους και¬ρούς και τις περιστάσεις. Και όπως τα γραπτά των Αποστόλων δίνουν περισσότερον φως στα λόγια του Θείου Διδασκάλου, έτσι η διδασκαλία της Εκκλησίας ρίπτει καινούργιο φως στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής.

Πώς, λοιπόν, οι μαθητές του Λουθήρου τολμούν να μας λένε: Εγκατα¬λείπετε την διδασκαλίαν των Ιερών Βιβλίων για να κηρύξετε την διδασκαλία της Εκκλησίας; Στο σημείο, αυτό δεν θα μπορούσαμε να τους απαντήσουμε: εγκαταλείπετε την διδασκαλία του Σωτήρος για να κηρύξετε μόνο και μόνο τη διδασκαλία της Γραφής;

Ποτέ δεν θα μας είχαν διατυπώσει μια τόσο άτοπη αντίρρηση, αν είχαν αντιληφθεί ότι ο Ιησούς Χριστός υπήρξε Θεός και συνάμα άνθρωπος, και ότι επομένως θέλησε να συνεχίσει το έργο του με τρόπο ταυτόχρονα Θείον και ανθρώπινον.
Κατά τα λοιπά, αν διεισδύουμε όλο και περαιτέρω μέσα στην ευαγγε¬λική αποκάλυψη όσο προχωρούμε μέσα στους χριστιανικούς αιώνες, αυτό το οφείλουμε φαίνεται στις επιθέσεις της πλάνης κατά της αλήθειας.

Παρακινούμενοι από ένα τυφλό ζήλο οι Ιουδαίοι, εκείνοι που δεν είχαν μεταστραφεί στον Χριστιανισμό κατά τρόπον ορθόν, οπλίζο¬νται για να υπερασπισθούν την μωσαϊκή θρησκεία: ο Άγιος Παύλος μας αποκαλύπτει την ανωτερότητα του Ευαγγελίου και την εξοχότητα της Πίστης. Ταραχές ξεσπούν μεταξύ των πιστών της Κορίνθου, ο ίδιος απόστολος χαράσσει τις ουράνιες διδασκαλίες του περί της Εκκλησίας. Μετ' ολίγον οι γνωστικοί σπείρουν την διχόνοιαν στον αγρό του Κυρίου. Αλλά μέσα απ' τα έγκατα αυτού του αγώνα αναβλύζει ένα ζωηρό φως επί ζητημάτων μεγίστης σημασίας, περί της καταγωγής του κακού, περί της φύσεως της ελευθερίας, περί της πρώτης και της δεύτερης της εν Χριστώ δημιουργίας.

Έτσι και η πολεμική κατά των πελαγιανών μας αποκάλυψε ούτως ειπείν, την αδυναμία και την βαθειά αθλιότητα του ανθρώπου. Τέλος η πτώση του προτεσταντισμού εσημείωσε μια ανο¬δική πορεία στον καθολικισμό. Ας συγκρίνουμε τους συγγραφείς των τελευταίων χρόνων με τα συγγράμματα τα πριν από την σύνοδο του Τριδέντου, και θα δούμε πολύ καθαρά, ότι ως προς την γνωριμία του χριστιανισμού, βρισκόμαστε σε ένα βαθμό πολύ υψηλότερο απ' ό,τι εδώ και τρεις αιώνες.

Όλα τα δόγματα τεθέντα επί τάπητος από τον Λούθηρο εσχολιάστηκαν, συζητήθηκαν, τοποθετήθηκαν υπό νέο φώς, βασίσθηκαν σε βάσεις πιο σταθερές και καλλίτερα περιγραμμένες. Επομένως κάθε βαθύτερη θεώρηση της χριστιανικής αλήθειας έχει σαν προϋπόθεση, τον αγώνα και την μάχη, την επίθεση και την υπεράσπιση της αλήθειας. Αυτό το φαινόμενο είναι πολύ σπουδαίο ώστε δεν μπορεί παρά να επικεντρώσει προς στιγμήν την προσοχή μας.

Όταν η πλάνη ρίψει την αμφιβολία και την διαίρεση στα πνεύματα, ποίο είναι το μέσο, εκτός από την αυθεντία, να διακρίνουμε την αληθινή διδασκαλία και να ξαναφέρουμε την ενότητα στο χώρο της πεποίθη¬σης; Χωρίς αλάθητο δικαστήριο, χωρίς ζώντα κριτή, δεν θα πέφταμε από προσωπική γνώμη σε άλλη γνώμη, από πλάνη σε πλάνη, μέχρι να φθάσουμε στον πυθμένα του γκρεμού; Επίσης, για να παρατηρήσουμε εν παρόδω, παντού όπου η Γραφή εκηρύχθη μόνος γνώμων πίστεως, δεν κατανόησαν τις αναπτύξεις του δόγματος, τις απέρριψαν μάλιστα εξ απόψεως μορφής. Ενίοτε επίσης το άτοπον αυτών των αρχών, οι καταστροφικές συνέπειές τους σπρώχνουν και γκρεμίζουν σε μια άλλη άβυσσον.

Ο αιρετικός, αφού διήνυσε την σταδιοδρομία της αίρεσης, καλυμμένος από πυκνά σκοτάδια, συναντώντας παντού το χάος και μόνον, έχει έλθει σε απόγνωση για το αν ποτέ θα βγή απ' αυτό τον λαβύρινθο της αμφιβολίας και των προσωπικών απόψεων, τότε στην απόγνωσή του, αποδίδει στην Γραφή όλες τις φαντασιώσεις του, όλα τα όνειρα της εποχής σαν αντίστοιχα τόσες προτάσεις πίστης. Αλλά εάν ανεβάζουμε στο επίπεδο του δόγματος όλες τις προσωπικές γνώμες, οιεσδήποτε κι αν είναι αυτές, που είναι συνδεδεμένες με την Γραφή, σε τι θα καταλήξει τότε η χριστιανική ιστορία;

Σ' αυτό θα καταλήξει, στο να δείχνει ότι η Γραφή, εκ του γεγονότος ότι δέχεται όλες τις απόψεις, δεν περιέχει κανένα νόημα. Ιδού λοιπόν σε τι οδηγούν όλες οι αντιρ¬ρήσεις κατά της καθολικής Εκκλησίας. Όλοι οι δογματικοί όροι σας, μας λένε με λόγια ισοδύναμα, υποθέτουν ότι το Γράμμα των Γραφών υποκρύπτει ένα νόημα μοναδικό, για πάντα αμετάβλητο, εν τούτοις αυτή δεν έχει κανένα νόημα αφού τα έχει όλα. Το ανθρώπινο πνεύμα μέσα στην χριστιανική Εκκλησία, δεν έχει άλλο σκοπό παρά να φέρνει στο φως αυτήν την αλήθεια, που δεκαοκτώ αιώνες δεν μπόρεσαν να σας δώσουν να καταλάβετε.




ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΥΠΟ ΣΤΕΝΗ ΕΝΝΟΙΑ - ΚΑΝΩΝ ΤΩΝ ΓΡΑΦΩΝ

Ας θεωρήσουμε ακόμη την Παράδοση υπό μίαν άλλην έποψη. Μέχρι τώρα την έχουμε ορίσει σαν το χριστιανικό αίσθημα, το λόγο τον ζώντα, το κριτήριο στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Υπ' αυτήν την σχέση η Παράδοση και η Γραφή δεν είναι παρά εν και το αυτό, περιλαμβάνουν και αι δύο το ίδιο ποσόν αληθειών. Όμως υπάρχουν πολλά δόγματα αναντίρρητα, περιβεβλημμένα με την πιο υψηλήν βεβαιότητα, διδα¬σκόμενα από τους Αποστόλους, που ο γραπτός λόγος δεν περιέχει καθόλου ή το πολύ μ' ένα τρόπο πολύ συνεπτυγμένο. Ιδού η διδασκα¬λία της Εκκλησίας, διδασκαλία της πιο μεγάλης σπουδαιότητας, και στην οποία διδασκαλία ανυψούται υπό ορισμένες επόψεις όλο το χριστιανικό οικοδόμημα. Σ' αυτό το θεμέλιο βασίζεται η κανονικότης και η θεοπνευστία της Γραφής, διότι αυτή η Γραφή δεν δηλώνει ουδόλως ποια είναι τα βιβλία από τα οποία αποτελείται, και αν περιε¬λάμβανε αυτήν την ένδειξη, θα υπελείπετο να αποδειχθεί η αυθεντία, το αλάθητο αυτής της μαρτυρίας.

Λοιπόν την θεοπνευστίαν των Αγίων Γραφών μας την πιστοποιεί η κοινωνία που ίδρυσε ο Σωτήρ. Προς το παρόν πρέπει να αντιληφθούμε, ελπίζουμε, την αναγκαιότητα της αυθεντίας της Εκκλησίας. Πού υπάρ¬χει χριστιανός, ο οποίος να μη αναγνωρίζει τον δάκτυλο του Θεού στο ζήτημα της διατήρησης των Γραφών;

Αλλά πρέπει να συμφωνήσουμε στο σημείο αυτό ότι δηλαδή η Εκκλησία ήταν εκείνη που έκανε αυτό το θαύμα, η Εκκλησία είναι που διέσωσε τα μνημεία της πίστεώς μας. Ποιος δεν το γνωρίζει αυτό; Οι αιρετικοί των πρώτων αιώνων, οι γνωστικοί και οι αντιτριαδικοί, απέρριπταν πότε ένα και πότε άλλο ευαγγέλιο. Μ' ένα ιερόσυλο χέρι περιέκοπταν τα γνήσια γραπτά έργα των αποστόλων και παρήγαγαν πλαστά. Αυτοί οι αιρετικοί κτύπησαν την Εκκλησίαν με τον ίδιο τρόπο όπως αργότερα οι προτεστάντες.

Την Εκκλησία αυτοί οι αιρετικοί ονομάζουν εκ συμφώνου πόρνη της Βαβυ¬λώνας, διαφθορέα της αληθινής διδασκαλίας, τύραννο της διανοίας. Αυτήν την Εκκλησίαν ο Θεός διάλεξε για να φυλάξει τον θησαυρό των χριστιανών. Τι δεν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε απ' αυτό. Αυτή η παρατήρηση προξενούσε στον ίδιο τον Λούθηρο μια βαθειά εντύπω¬ση. Δεν θα αναφέρουμε τους στοχασμούς του επ' αυτού. Αφήνουμε στους μαθητές του την φροντίδα να τα συμφιλιώσουν, αν μπορούν, με την στάση που κράτησε απέναντι στην Εκκλησία.

Οι προτεστάντες δεν συμφωνούν καθόλου με τους καθολικούς στο ζήτημα του Κανόνος των Γραφών. Στην αρχή φάνηκε ότι σπουδαίες αντιθέσεις επρόκειτο να αναπτυχθούν πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Επι¬στεύθη ότι ο Λούθηρος θα ξαναζωντάνευε τις θλιβερές σκηνές των πρώτων χριστιανικών αιώνων, όταν απέρριπταν το πρωί ένα ευαγγέλιο και το βράδυ ένα άλλο, ανάλογα με τις απαιτήσεις των αιρετικών διδασκαλιών. Όπως γνωρίζουμε ο Πατριάρχης της μεταρρυθμίσεως, απέρριψε την επιστολήν του Ιακώβου, έφθασε μάλιστα στο σημείο να την ονομάζει γραπτό αξιοθρήνητο, αχυρένιο (Strohernen). Δεν μιλού¬σε διαφορετικά για την Αποκάλυψη του Ιωάννου, και συνήθιζε να λέγει ότι δεν πρέπει να ψάχνωμε το αληθινό ευαγγέλιο στα τρία πρώτα κανονικά ευαγγέλια.

Με μια λέξη, απ' όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, δεν σεβάστηκε παρά το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, τις Πράξεις των Aπoστόλων, τις επιστο¬λές του Αποστόλου Παύλου. Η επιστολή του Αγίου Ιακώβου αντέλεγε στη διδασκαλία του Λουθήρου για τα καλά έργα. Και ο Λούθηρος προτίμησε να απορρίψει αυτό το κανονικό βιβλίο παρά να αναθεωρήσει τη γνώμη του, προτίμησε να σχίσει ένα θεόπνευστο βιβλίο μάλλον παρά να θέσει υπό αμφισβήτηση το δικό του αλάθητο. Η Αποκάλυψη του Ιωάννου επίσης δεν μπορούσε να τύχει χάριτος απ' αυτόν: παρ' όλες τις σκοτεινές σελίδες της, ήταν πολύ εύγλωττη σε πολλά εδάφιά της.

Έγραφε π.χ. «Μακάριοι οι νεκροί οι εν Κυρίω αποθνήσκοντες... τα γαρ έργα αυτών ακολουθεί μετ' αυτών». (Αποκ. Ιδ΄ 14). Σ' αυτό το εδάφιο υπήρχε κάτι που να σκανδαλίσει τον ανακαινιστή των Γραφών. Όσο για την ανήκουστη μέχρι την Μεταρρύθμιση πρόταση, ότι δεν πρέπει να αναζητήσουμε το Ευαγγέλιο μέσα στα κανονικά Ευαγγέλια, εξηγείται από το νόημα που είπαμε ότι είχε στη προτεσταντική διδα¬σκαλία αυτό το τελευταίο. Εν τούτοις δεν μπόρεσε, υπ' αυτόν τον συσχετισμό, να παραπλανήσει το πνεύμα των μαθητών του. Αυτοί αναγνωρίζουν, όπως και οι επίδοξοι μετερρυθμισμένοι, όλα τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Ως προς την αρχαιότητα επεκράτησαν οι προλή¬ψεις των διδασκαλιών, και όλα τα βιβλία που ονομάζουμε δευτερο-κα¬νονικά το ένα μετά το άλλο αφαιρέθηκαν από τον Κανόνα.

Κατά τα λοιπά, η κριτική δεν υπήρξε το μόνο κίνητρον, που ωδήγησε σ' αυτό τους προτεστάντες. Ο Clausen, ανάμεσα σ' άλλους συγγραφείς της αιρέσεως το ομολογεί ρητώς.
 

ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ:
Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΠΙΣΤΕΩΣ


Επιμείναμε ιδιαίτερα στο εξής σημείο, ότι δηλαδή ένα θετικό θρήσκευ¬μα, για να εντέλλεται την πίστη πρέπει να μεταδίδεται από γενιά σε γενιά υπό μιας ζώσης αυθεντίας. Αυτή η αλήθεια-αρχή είναι τόσο σαφής, τόσο φανερή, ώστε επιβάλλεται αφ' εαυτού της στο πνεύμα το μη προκατειλημμένο. Αλλ' είναι εξ ίσου αληθές ότι αυτή η αρχή εφαρμόστηκε αρκετά λανθασμένα. Οι αιρετικοί, συγχέοντες την έννοια της αυθεντίας μ' εκείνη της μαρτυρίας, εφαντάσθηκαν ότι η θρησκεία μπορεί να μεταδίδεται ανά τους αιώνες όπως κάθε άλλο γεγονός, και ότι αρκεί να μιλούν αυτόπτες μάρτυρες για κάποιον απεσταλμένο του Θεού για να υποτάξει η μαρτυρία των την πίστη των ανθρώπων μέσα στη ροή των αιώνων.

Όπως ο Πολύβιος και ο Τίτος Λίβιος μας διδάσκουν για τον δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο, όπως ο Ηρωδιανός μας διηγεί¬ται τη ζωή του αυτοκράτορα Κομμώδου, έτσι και οι ευαγγελιστές μέσα σ' αυτό το σύστημα, μας γνωρίζουν τον Ιησού Χριστό, και αποτελούν αυθεντία για όλους τους λάτρας του.

Όλοι βλέπουν το λάθος αυτής της γνώμης. Οι καθολικοί κάνουν διάκριση ανάμεσα στους ιερούς και στους κοσμικούς συγγραφείς, και δεν θέτουν στην ίδια μοίρα την ανάγνωση του Ευαγγελίου και εκείνη οιασδήποτε άλλης ιστορίας. Για να κατασιγάσει η αμφιβολία μέσα στα πνεύματα και στις συνειδήσεις, πρέπει οι συγγραφείς των Ευαγγελίων να έχουν γράψει υπό συνθήκες ειδικές. Άλλως ο αναγνώστης πάντοτε θα διερωτάται: Άραγε αυτός ο Απόστολος είδε και άκουσε καλά, και κατάλαβε σωστά;

Επί πλέον και για τον ίδιο λόγο, κάνουμε ώστε να υπερισχύσουν στην κατανόηση της Γραφής ιδιαίτερες συνθήκες, διότι δεν αρκεί να περιέχουν τα Ιερά Βιβλία την καθαρή αλήθεια, πρέπει επίσης και εμείς να την αντιλαμβανόμεθα αλάθητα. Κυρίως όταν πρό¬κειται για αποστολικά συγγράμματα απαιτούμε σίγουρες εγγυήσεις, εγγυήσεις υπερφυσικές, θείες. Όταν οι πρώτοι μαθητές του Κυρίου σχολιάζουν τη διδασκαλία περί της σωτηρίας, όταν απ' αυτήν εξάγουν νέες συνέπειες, η διεισδυτικότης τους και η εντιμότης τους θα μπορού¬σαν μόνες αυτές να καθησυχάσουν τις συνειδήσεις μας;

Και όταν διαβάζουμε τα γραπτά τους, όταν ακροώμεθα το λόγο τους, θα μας προφύλασσαν αρκούντως τα δικά μας αμυδρά φώτα από κάθε πλάνη;

Όχι αναμφίβολα, και γιατί; Διότι το Ευαγγέλιο πρέπει να ικανοποιεί όλως διόλου άλλες ανάγκες απ' ό,τι ένας Έλληνας ή Λατίνος κλασσι¬κός. Κι αυτό γιατί πρόκειται για μας τους ίδιους, για τα αιώνια πεπρω¬μένα μας, τέλος για όλο μας το είναι. Έστω ακόμη ότι αντλούμε από δυό διαφορετικές πηγές την γνώση μας περί του Θεού: από την φυσική και από την υπερφυσική αποκάλυψη, με άλλα λόγια από την αποκά¬λυψη του Θεού μέσα μας και από την αποκάλυψη του Σωτήρος εκτός ημών.

Λοιπόν, όχι μόνο η εσωτερική αποκάλυψη γεννά την αλήθεια στις καρδιές μας, αλλά είναι επίσης, ίνα ούτως είπωμεν, το όργανο που συλλαμβάνει την εξωτερικήν αποκάλυψη. Εκτελεί λοιπόν δύο λειτουρ¬γίες, την λειτουργία να βεβαιώνει την εσωτερικήν αλήθεια μέσα στις ψυχές μας, και την λειτουργία να δέχεται εκ του εξωτερικού κόσμου τον Λόγον που μας έφερε ο Χριστός.

Έτσι δύο αποκαλύψεις μιάς και της αυτής αλήθειας, αλλ' η εντός ημών αποκάλυψη πρέπει να υποτάσ¬σεται στην έξωθεν ερχομένην, διότι αλλιώς δεν θα καταλαβαίναμε την αναγκαιότητα της τελευταίας. Όμως στο χώρο της ιστορίας, η κριτική εξετάζει τους μάρτυρες, ερευνά αν δεν απατήθηκαν ούτε απάτησαν, έτσι οφείλουμε στα θρησκευτικά θέματα να δοκιμάζουμε αυστηρά τον μάρτυρα που καταθέτει μέσα στη συνείδησή μας: κατέχει υπεροχική θέση σε σχέση μ' αυτόν που θίγει την ακοήν μας εκ του έξω κόσμου, συχνά του αλλοιώνει την μαρτυρική κατάθεση, συχνά πιστεύει ότι αυτός επαναλαμβάνει τα λόγια του, όταν δεν εκφέρει παρά τις δικές του σκέψεις.

Οι υπερφυσικές λοιπόν αλήθειες δεν μπορούν να μεταδίδονται όπως τα φυσικά γεγονότα, και στα θρησκευτικά ζητήματα, η κατάθεση απλών μαρτύρων δεν συνιστά επαρκή αυθεντία.

Ό,τι ένας ιστορικός αφηγείται για ένα ανθρώπινο γεγονός δεν μπορούμε να το μάθουμε παρά από την αφήγησή του. Ότι η Καρχηδών αλώθηκε από το Σκιπίωνα, αυτό οι αρχαίοι συγγραφείς μόνοι αυτοί μας το καθιστούν γνωστό. Η συνείδηση σιωπά ως προς αυτό, και δεν μπορούμε στην περίπτωση αυτή να μπερδέψουμε την μαρτυρία της μ' εκείνην της ιστορίας.

Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν πρόκειται για την ευαγγελική διδασκαλία, επειδή οι θρη¬σκευτικές αλήθειες μαρτυρούνται από διπλή μαρτυρία, περνώντας απ' την αντίληψη μας, μπορούν λίγο πολύ να δανεισθούν το χρώμα των σκέψεων μας, να πάρουν λίγο πολύ τον χαρακτήρα των προτιμήσεών μας. Και να γιατί ο Θεός μας έδωσε την αυθεντία της Εκκλησίας μαζί με τα βιβλία της Γραφής, για να είμαστε προφυλαγμένοι από κάθε πλάνη στην οικείωση του Θείου Λόγου.

Αλλ' εάν οι αιώνιες ιδέες δεν εύρισκαν καμία απήχηση στην ψυχή μας, αν η αλήθεια δεν αφύπνιζε μία ζώσα μαρτυρία στο βάθος της συνείδησής μας, αν είμασταν στερημένοι από κάθε έννοια για τα θεία, τότε ίσως, αν η νύκτα του τάφου δεν γινόταν η μερίδα της διάνοιάς μας, ο γραπτός λόγος θα μαρτυρούσε αρκούντως τα ουράνια θέσφατα. Γιατί η φωνή που μιλά μέσα μας δεν θα μπορούσε, σ' αυτήν την υποθετικήν περίπτωση, να πνίξει τη φωνή που ακούγεται έξω από εμάς. Λοιπόν στο σημείο ακριβώς αυτό η Διδασκαλία του Λουθήρου περί της Γραφής συνδέεται προς τις άλλες πλάνες του.

Πράγματι, αν διδάσκεται ότι το προπατορικό αμάρτημα κατέστρεψε στον άνθρωπο τις θρησκευτικές και ηθικές του ικανότητες, την εν αυτώ εικόνα του Θεού, αν υποστηρίζεται ότι μόνο το Άγιο Πνεύμα καταθέτει μαρτυρικά μέσα στις καρδιές μας, μ' αυτό και μόνο απoδεικνύεται η πρόταση, ότι η Γραφή είναι η μόνη πηγή και μοναδικός κανών πίστης. Προσέτι ο Λούθηρος δεν παρέλειψε να προβάλει αυτή την διδασκαλία, ισχυρίσθηκε ότι τα θεόπνευστα βιβλία περιέχουν και κρίνουν μόνα τον λόγο της σωτηρίας.

Ενώ απ' την άλλη πλευρά οι καθολικοί διδάσκουν ότι ο Θείος Διδάσκαλος εγκατέστησε την αυθεντίαν της Εκκλησίας προκειμένου να δώσει στον άνθρωπο την αληθινή πίστη, ο αρχιτέκτων της Μεταρρύθμισης καταστρέφει την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότη¬τα και εμφανίζει την πίστη σαν έργο μόνου του Θεού. Λέγει στον χριστιανό: Δεν είσαι εσύ που διαβάζεις την Γραφή, είναι το Άγιο Πνεύμα αυτός που την διαβάζει.
Μ' αυτόν τον τρόπο οι ανακαινιστές του Ευαγγελίου παραμέρισαν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα από την υπόθεση της σωτηρίας του ανθρώ¬που.

Μόλις ο απόγονος του Αδάμ, έλεγαν αυτοί, θέσει το χέρι του στο έργο του Θεού, το μεταμορφώνει απαίσια. Κατά συνέπειαν, μόνο το Άγιο Πνεύμα μας διδάσκει την αληθή διδασκαλία, και επομένως όταν διαβάζουμε τις Γραφές, αντιλαμβανόμεθα αμέσως τις αλήθειες που αυτές περικλείουν. Βασισμένοι σ' αυτές τις αρχές, απέρριψαν την αυθεντία της Εκκλησίας χωρίς να φοβηθούν μήπως η λογική παραδο¬μένη στον εαυτόν της ξεπεράσει κάθε όριο και θέσει στη θέση του Λόγου του Θεού τις δικές της παραισθήσεις. Εξ' άλλου γι' αυτούς ποιος λόγος να δοκιμάσουν αυτόν τον φόβο; Είχαν ήδη αρνηθεί τη λογική.

Οι προτεστάντες εξαγγέλλουν αυτές τις πλάνες συχνά με μια θαυμαστή αφέλεια. Ποιος δεν διάβασε στα βιβλία τους εκατό φορές ότι η Αγία Γραφή είναι ο μόνος κριτής σε ζητήματα πίστεως; Στην περίπτωση αυτή βλέπουμε ότι οι σοφοί διδάσκαλοί τους συγχέουν τον αναγνώστη της Βίβλου με την ίδια τη Βίβλο. Δεν είναι λοιπόν άλλο πράγμα να λέμε ότι η Γραφή είναι η πηγή της αληθούς διδασκαλίας και άλλο ότι είναι ο κριτής αυτής της διδασκαλίας;

Η τελευταία πρόταση είναι προφανώς λανθασμένη. Είναι σαν να λέμε ότι ο κώδιξ της νομοθεσίας είναι το ίδιο το δικαστήριο που ενεργεί την εφαρμογή του κώδικος. Αλλ' επειδή ο Λούθηρος είχε απορρίψει από την αρχή της ανταρσίας του, κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, φαντάσθηκε ότι οι δικές του σκέψεις πάνω στα ουράνια ζητήματα ήσαν εξ ίσου έργον του Θεού όσο και η βούλησή του για το αγαθό. Έκτοτε δεν διέκρινε πλέον ανάμεσα στον άνθρωπο και στα Ιερά Βιβλία, και υπεστήριξε ότι ο γραπτός Λόγος είναι ο μόνος κριτής επί των αμφισβητήσεων που αφορούν στην πίστη.

Οι άλλοι μεταρρυθμιστές δεν χρησιμοποίησαν διαφορετικό λεξιλόγιο: Ο Ζβίγγλιος π.χ. γράφει «Η φωνή του ύφιστου Ποιμένος δεν μπορεί να πλανήσει. Εκείνος λοιπόν είναι αλάθητος, ο οποίος δεν ακούει παρά τον λόγο του Θεού». Καμπτόμεθα κάτω από το βάρος αυτού του συλλογισμού: η Γραφή δεν μπορεί να οδηγήσει σε πλάνη.

Επομένως ο χριστιανός που στηρίζεται αποκλειστικά πάνω στην Αγία Γραφή δεν μπορεί να πλανηθεί. Επομένως το να αναγνώσεις ένα αλάθητο σύγ¬γραμμα και να είσαι προσωπικά αλάθητος είναι ένα και το αυτό πράγμα. Αλλ' οι ανακαινιστές του Ευαγγελίου δεν σταμάτησαν εδώ. Συνεπέραι¬ναν απ' την ίδια αρχή το λανθασμένο της δικής μας διδασκαλίας, εκ του ότι ακριβώς ερμηνεύομεν τα Ιερά Βιβλία σύμφωνα με την αυθε¬ντίαν της Εκκλησίας.

Έτσι, ο Θεός κρατάει τον πυρσό μέσα στις διάνοιες με τον ίδιο τρόπο που ρίπτει στις καρδίες την επιθυμία- η σκέψη, όπως η βούληση, είναι καθαρά παθητική κάτω απ' το χέρι του Θεού: ιδού η θεμελιώδης αρχή του προτεσταντισμού.
Αυτή η λογική συνάφεια είναι αφ' εαυτού της εις ύψιστον βαθμόν σαφής και την συναντάμε να επικρατεί στα συγγράμματα των Μεταρ¬ρυθμιστών. Κατά την γνώμη του Λουθήρου, ο απλός πιστός είναι ο κριτής ο πιο ελεύθερος απ' όλους. Γιατί διδασκόμενος εσωτερικά από τον Θεό, δεν υπακούει παρά στη φωνή του Αγίου Πνεύματος.

Ο Ζβίγγλιος αναπτύσσει την σκέψη του Λουθήρου, και η μαρτυρία του πρέπει να έχει τόσον περισσότερον δύναμη καθ' όσον ουδαμού των έργων του δεικνύει πνεύμα δημιουργικό. Σ' όλα του τα έργα είναι ζήτημα αν εκφέρει μίαν σκέψη που να είναι δική του αποκλειστικά. Και ενώ περιορίζεται να διευρύνει τις ιδέες του διδασκάλου, διατείνεται με σοβαρότητα ότι διεκδικεί πρωτοτυπία. Ο Ζβίγγλιος λοιπόν, συγκρίνει την Αγία Γραφή με τον Λόγο που εδημιούργησε το παν εκ του μηδενός. Με τον Λόγο που εδημιούργησε το φως, όταν ο Θεός είπε "Γεννηθήτω φως". Όπως οι προφήτες υποτάχθηκαν στον εσωτερικό λόγο, όπως υπεχώρησαν στη φωνή του Θεού χωρίς καμία άλλη σκέψη, έτσι συρόμεθα υπό του λόγου της Γραφής. Επειδή ο άνθρωπος αναμιγνύει την αλήθεια με την πλάνην, λέει ο ίδιος, δεν μπορεί να διδαχθεί από άνθρωπο, γιατί ουδείς έρχεται προς τον Χριστόν "εάν δεν ελκυσθεί από τον Πατέρα".


Παρέλκει να εξαγάγουμε το διφορούμενο νόημα που χρησιμεύει σαν βάση σ' αυτό το συλλογισμό. Ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεννήσει την πίστη στις καρδιές, ότι η αληθινή πίστη δεν γεννάται παρά κάτω από την επίδραση του Αγίου Πνεύματος, αυτό είναι εκτός αμφιβολίας. Αλλά το να προβάλλουμε ότι φθάνουμε στην πίστη χωρίς καμία αν¬θρώπινη συνδρομή, είναι σαν να πέφτεις στην ίδια πλάνη μ' εκείνη που κάνει από την μεταστροφή της πίστεως το έργο του Θεού μόνου.

Στο σημείο αυτό εξηγείται η αποστροφή των Μεταρρυθμιστών για την Φιλοσοφία. Ποιος θα το επίστευε. Ο Ζβίγγλιος θέλει οι μαθητές του αδύτου να εγκαταλείψουν τα βιβλία για να μάθουν ένα επάγγελμα: Η επιστήμη, λέγει φυσσιεί την καρδιά και καθιστά αδύνατα τα του Θεού. Ο ίδιος εγκατάλειψε την μελέτη της Γραφής, και απευθύνθηκε στους εργάτες για να μάθει απ' αυτούς τα μυστήρια του ουρανίου βασιλείου.

Παρομοίως ο Μελάγχθων προσελήφθη ως μαθητευόμενος σ' ένα φούρναρη, όχι, πάντως, για να αναδειχθεί Διδάσκαλος της ερμηνευτι¬κής των Γραφών, αλλά για να υπακούσει στη φωνή της συνειδήσεώς του. Διότι θεωρούσε ότι οι λόγοι, "Εν τω ιδρώτι του προσώπου σου φαγεί τον άρτον σου", επέβαλλαν σε όλους την υποχρέωση της χειρονακτικής εργασίας. Η διδασκαλία που μόλις εξεθέσαμε εσημείωσε αργότερα, το γνωρίζουμε, μεγάλες τροποποιήσεις, αλλ' επειδή θέλου¬με να δείξουμε την υιότητα των προτεσταντικών δογμάτων, δεν μπο¬ρούμε να συγχέουμε γνώμες που είδαν το φως της ημέρας σε εποχές διάφορες.

Αφαιρώντας ασταμάτητα και προσθέτοντας ο Λούθηρος εισήγαγε στο σύστημά του πολυάριθμες αντιφάσεις.
Και αν θέλουμε να τις εξηγήσουμε, πρέπει πάντως να διασχίσουμε τις διάφορες φάσεις της διδασκαλίας του. Από μια άλλη πλευρά τα διορ¬θωτικά δεν έγιναν παρά από περιστάσεις εξωτερικές: οι Αναβαπτιστές ήλθαν να πλήξουν την Μεταρρύθμιση με το Ευαγγέλιο στο χέρι.

Ο Λούθηρος ανίκανος να διατηρήσει την πρώτη του θέση, εδίδαξε έκτοτε τον ενεργητικόν ρόλο του ανθρώπου στο έργο της ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Γενικά οι Αναβαπτιστές ωδήγησαν τον απόστολο της Βυρτεμβέργης σε νέα οδό και αυτό το παρατηρεί ήδη ο Menzel στην ιστορία της Γερμανίας που έγραψε. Αλλά δεν θέλησε ποτέ να συμφωνήσει ότι μπορούμε να συλλάβουμε το αληθές νόημα των Γραφών μέσω της Ερμηνευτικής. Αυτή η γνώμη θα μπορούσε να ανατρέψει όλο το σύστημά του.

Γιατί το να θέλεις να διεισδύσεις στα του Θεού με τη βοήθεια της ανθρώπινης αντιληπτικής ικανότητας, ήταν γι' αυτόν έγ¬κλημα καθοσιώσεως κατά του Θεού. Ποιος λοιπόν, κατά τον Μεταρρυθμιστήν είναι ο σκοπός της επιστημονικής ερμηνείας; Είναι να εξη¬γήσουμε στους άλλους το νόημα που ο Θεός μόνος έθεσε στις καρδιές μας. Πράγμα, που, κατ' αλήθειαν, είναι όλως διόλου περιττόν σύμφωνα με τις αρχές του.

Να λοιπόν η δογματική αντίθεση που χωρίζει την καθολική διδασκαλία από εκείνη που διδάσκει ο Λούθηρος και ο Ζβίγγλιος. Η Εκκλησία λέγει: Έχω την άμεση βεβαιότητα των χριστιανικών αληθειών, διότι διδαγμέ¬νη υπό του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων εμορφώθην και ανετρά¬φην μέσα στην διδασκαλίαν των και ό,τι ήκουσα είναι χαραγμένο στην καρδία μου υπό του Αγίου Πνεύματος. Ο γραπτός λόγος και ο παραδοθείς δεν είναι παρά ένας και ο αυτός.

Γι' αυτό ο πρώτος, δηλαδή ο γραπτός, πρέπει να ερμηνεύεται από τον δεύτερο. Ο Λούθηρος και ο Ζβίγγλιος λέγουν αντιθέτως: Όταν αναγινώσκομε την Γραφή, το Πνεύ¬μα το θείον ρίπτει μόνο του την αλήθεια στις καρδιές μας. Επομένως πρέπει να ερμηνεύσωμε την Γραφή δια του εσωτερικού λόγου δηλαδή δια της μαρτυρίας της συνειδήσεως.

Γνωρίζομεν ότι δεν είναι εύκολο να αποκτήσουμε μια σαφή ιδέα για την προτεσταντική διδασκαλία, όπως την εκθέσαμε μόλις προηγουμέ¬νως. Αλλ' ας προσπαθήσουμε να συμφιλιώσουμε διαφορετικά αυτές τις δύο στερεότυπες προτάσεις μέσα στο νέο ευαγγέλιο, την πρώτη ότι μόνος ο Θεός διδάσκει τον πιστό εσωτερικά, την δεύτερη ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στη γνώση της χριστιανικής αλήθειας χωρίς την Αγίαν Γραφήν. Τα όσα ακολουθούν θα ρίψουν περισσότερον φως πάνω στο θέμα αυτό.

 


Γ΄ Μέρος...γέροντες.

Περισσότερα >>
Δ΄ Μέρος...Θεόκλητος Διονυσάτης.

Περισσότερα >>