www.acapus.com Greek         Αγγλικά Last updated 23/12/2004    
    

    

Photo Album
Αναζήτηση

         
  
  
Ο Ορθόδοξος θεραπευτής - κεφάλαιο Β' -- ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

Βασικά προσόντα των θεραπευτών – ιερέων
Ο Απόστολος Παύλος παραγγέλλει στον μαθητή του Τιμόθεο: «μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος» (Α’ Τιμ. δ’, 14). Αυτή η προτροπή είναι ανάλογη με την προτροπή προς τους Χριστιανούς: «Συνεργούντες δε και παρακαλούμεν μη εις κενόν την χάριν του Θεού δέξασθαι υμάς» (Β’ Κορ στ’, 1), και την διαβεβαίωση του ίδιου του Αποστόλου «η χάρις αυτού η εις εμέ ου κενή εγενήθη» (Α’ Κορ. ιε’, 10). Στον Απόστολο Τιμόθεο επίσης δίδει την παραγγελία: «δι’ ην αιτίαν αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ο εστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου» (Β’ Τιμ. α’, 6).
Στις λεγόμενες ποιμαντικές επιστολές ο Απόστολος Παύλος συχνά αναφέρεται στο θέμα αυτό, Ο  επίσκοπος και γενικά ο ιερωμένος πρέπει με τον αγώνα του να διαφυλάττη το χάρισμα της ιερωσύνης, να διακονή αξίως τον Θεόν και τους ανθρώπους, να φυλάττη την παρακαταθήκη.
Θα θέλαμε από τα πολλά χωρία που υπάρχουν να παραθέσουμε μερικά χαρακτηριστικά: «γύμναζε δε σεαυτόν προς ευσέβειαν» (Α’ Τιμ. δ’ 7). «Καλός έση διάκονος Ιησού Χριστού, εντρεφόμενος τοις λόγοις της πίστεως και της καλής διδασκαλίας η παρηκολούθηκας» (Α’ Τιμ. δ’, 6). «Τύπος γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία» (Α’ Τιμ. δ’, 12). Παρακαλεί τον Τιμόθεο να τηρήση την εντολή «άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Α’ Τιμ. στ’, 14). Τον προτρέπει να φυλάττη την παράδοση: «την καλή παραθήκην φύλαξον δια Πνεύματος Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» (Β’ Τιμ α’, 14). Αυτή η διαφύλαξη της παραδόσεως πρέπει να γίνεται με το Πνεύμα το Άγιο που κατοικεί μέσα στον Τιμόθεο. Τον προτρέπει να έχη νήψη, προσοχή, ανύστακτη μέριμνα για να ανταποκριθή στην μεγάλη κλήση του Θεού: «συ δε νήφε εν πάσι, κακοπάθησον, έργον ποίησον ευαγγελιστού, την διακονίαν σου πληροφόρησον» (Β’ Τιμ. δ’, 5).
Στην πατερική διδαχή αναφέρονται όλα τα ουσιαστικά προσόντα που πρέπει να κοσμούν τον ιερέα για να μπορή να ανταποκριθή στο μεγάλο του έργο και την υψηλή του κλήση. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μια επιλογή από την πατερική διδασκαλία, κυρίως του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του οσίου Θεογνώστου. Η διδασκαλία των δύο αυτών Πατέρων εκφράζει την διδασκαλία της αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Κατά τον όσιο Θεόγνωστο δεν πρέπει ο ιερεύς να πληροφορήται μόνο από τις ανθρώπινες παραδόσεις, αλλά να έχη μέσα του μυστικώς και κρυπτώς την Χάρη του Θεού: «όρα δε μη πληροφορείσθαι εν τη των θείων τελεταρχία ταις υπ’ ανθρώπων μόνον παραδόσεσιν, αλλ’ έστω σοι και η χάρις κρυπτώς άμα και μυστικώς τα υψηλότερα συνετίζουσα»[53]. Το αξίωμα και το ένδυμα της ψυχής είναι λαμπρόν, αν ο ιερεύς «έχη συνεκλάμπουσαν ένδον και την ψυχήν δια καθαρότητος»[54]. Γι’ αυτό ο ιερεύς πρέπει να φυλάττη αυτό το θείο δώρο «ως κόρην οφθαλμού» και την τιμή να τηρήση άχραντον[55].
Αυτά φανερώνουν ότι απαιτείται μεγάλη νήψη εκ μέρους του ιερέως. Και αυτή η νήψη απαιτεί πολύ πόνο. Η θεία Λειτουργία πρέπει να τελήται υπό του ιερέως πρώτα υπέρ του εαυτού του «νηφόντως και πεπονημένως»[56].
Και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος επιμένει σ’ αυτήν την διαρκή προσοχή για την διαφύλαξη της ιερατικής Χάριτος. Λέγει ότι ο ιερεύς πρέπει να είναι νηφάλιος και διορατικός «και μυρίους πανταχόθεν κεκτήσθαι τους οφθαλμούς»[57]. Να μοιάζη με τα πολυόμματα Χερουβείμ για να λατρεύη καθαρά τον Κύριο των δυνάμεων. Πρέπει να είναι περιφραγμένος από παντού, «τη τε συντόνω σπουδή και τη διηνεκεί περί τον βίον νήψει», για να μη τραυματισθή[58]. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο όπως η φωτιά χρειάζεται ξύλα, έτσι και «η χάρις της προθυμίας της ημετέρας, ίνα αεί αναζέη». Από μας εξαρτάται να σβήση ή να ανάψη αυτό το χάρισμα. Το χάρισμα της «προστασίας της Εκκλησίας» σβήνει «δια της ακηδίας και ραθυμίας», διεγείρεται δε «υπό νήψεως και προσοχής»[59].
Η νήψη είναι απαραίτητη για να διαφυλάξη τον εαυτό του καθαρό και έτσι να παραμείνη η ιερατική Χάρη και ευλογία. Η σεβασμία ιερωσύνη, κατά τον όσιο Θεόγνωστο, «αγγελικής δείται τάξεως  και καθάρσεως και πλείονος της μετά ταύτα ασφαλείας και σωφροσύνης[60]». Πρέπει ο ιερωμένος, κατά τον ιερό Χρυσόστομο, να είναι τόσο καθαρός ωσάν να στέκεται μεταξύ των επουρανίων δυνάμεων[61]. Η ψυχή του ιερέως, κατά τον ίδιο Πατέρα, πρέπει να είναι καθαρότερη από τις ακτίνες «ίνα μηδέποτε έρημον αυτόν καταλιμπάνη το Πνεύμα το άγιον»[62].
Η μετάνοια είναι ένα άλλο απαραίτητο πνευματικό προσόν για τον ιερέα. «Ρείθροις δακρύων» να λευκαίνεται υπέρ χιόνα και εν συνεχεία με καθαρή συνείδηση να άπτεται «των αγίων ως άγιος»[63].
Η καθαρότητα του ιερέως πρέπει να λάμπη και να ακτινοβολή στους Χριστιανούς. Ο ιερωμένος πρέπει να καθαρίζεται από τα πάθη, «εξαιρέτως δε πορνείας και μνησικακίας, μηδέ ψιλήν έχειν φαντασίαν»[64]. Πολλοί Πατέρες τονίζουν ότι αυτά τα δυο πάθη (πορνεία – μνησικακία) πρέπει να βρίσκωνται μακράν του ιερέως, γιατί διαφορετικά δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού για την θεραπεία των ασθενών πνευματικών του παιδιών. Τότε η ιερωσύνη, όπως έχουμε σημειώσει, πάσχει. Τον εαυτό του πρέπει να έχη «τεθυμένον των θανάτω των παθών και των ηδονών»[65]. Άλλωστε, κατά τον αββά Δωρόθεο, «ιερείον εστιν παν το αφιερωμένον εις θυσίαν Θεού, υπόθου πρόβατον ή βουν ή τι των τοιούτων»[66]. Πρέπει να είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένος στον Θεό.
Το Ευαγγέλιο, που διαγράφει την πορεία του αγωνιζομένου Χριστιανού για να φθάση στην κοινωνία με τον Θεό, πρέπει μα εφαρμόζεται πρωτίστως από τον διάκονό του, δηλαδή τον ιερωμένο. Η ασκητική της Εκκλησίας, που περιγράφουμε σ’αυτό το βιβλίο, πρέπει να είναι γνωστή στους ποιμένες της Εκκλησίας. Και όταν λέμε να είναι γνωστή δεν εννοούμε ότι πρέπει να γνωρίζεται δια των αναγνωσμάτων, δηλαδή να είναι εγκεφαλικά γνωστή, αλλά είναι βίωμά τους. Γιατί ό,τι περνά μέσα από την καρδιά, αυτό βοηθά τους πιστούς Χριστιανούς. Προσφέρει κανείς το αίμα του για να τραφή ο άλλος. Τεμαχίζεται και χορταίνει τους ανθρώπους.
Πέρα όμως από την κάθαρση και την μετάνοια, την νήψη και την προσοχή, ο ιερωμένος πρέπει να είναι πεπληρωμένος όλων των Χαρίτων του Πνεύματος, όλων των αρετών. Η βασική αρετή είναι η αγία ταπείνωση που, κατά τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο, είναι στολή της θεότητος, αφού ο Χριστός για να σώση τον άνθρωπο «εταπείνωσεν εαυτόν», όπως λέγει ο Απόστολος. Άλλωστε η θεία Ευχαριστία που τελεί ο ιερεύς μας υποδεικνύει αυτήν την ταπείνωση του Χριστού. Με την θεία Ευχαριστία έχουμε την δυνατότητα να εισέλθουμε στην αγία ταπείνωση, να αποκτήσουμε το θυσιαστικό ήθος. Γι’ αυτό με την τέλεση της θείας Λειτουργίας δεν επιδιώκουμε απλώς να μεταβληθούν ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά να αποκτήσουμε το ήθος του Χριστού. Και αυτό είναι η ταπείνωση. Επιδιώκουμε να εισδύσουμε μέσα στο πνεύμα της θείας Ευχαριστίας, που είναι η κένωση.
Μέσα σ’ αυτήν την προοπτική ο όσιος Θεόγνωστος παραγγέλλει: «ταπείνου σεαυτόν ωσεί και σφαγής πρόβατον, υπερέχοντάς σου πάντας εν αληθεία ηγούμενος»[67]. Προτρέπει μάλιστα ο ίδιος Πατήρ χαρακτηριστικά: «έχων σεαυτόν γην και σποδόν και κάθαρμα και κύνα τινα, και θρήνει διαπαντός...»[68]. Την ιερατική διακονία πρέπει να την διέρχεται «μετά φόβου και τρόμου» και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να ορθοτομή τον λόγο της αληθείας και να κατεργάζεται την σωτηρία του[69]. Όμως οι άγιοι Πατέρες γνωρίζουν και την υπάρχουσα πραγματικότητα. Δεν αγνοούν και την ύπαρξη πολλών αναξίων ιερέων που, χωρίς να διαθέτουν αυτά τα ουσιαστικά προσόντα, τολμούν να διακονούν τα άγια Μυστήρια. Η ιερωσύνη, κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, δεν σκεπάζει τα πάθη του ανθρώπου, αλλά τα αποκαλύπτει, τα φανερώνει. Όπως η φωτιά δοκιμάζει τις μεταλλικές ύλες «ούτω και η του κλήρου βάσανος τας των ανθρώπων διακρίνει ψυχάς∙ καν οργίλος τις η, καν μικρόψυχος, καν φιλόδοξος, καν αλαζών, καν ό,τι δήποτε έτερον, άπαντα εκκαλύπτει και γυμνοί ταχέως τα ελαττώματα∙ ου γυμνοί δε μόνον, αλλά και χαλεπώτερα και ισχυρότερα αυτά καθίστησιν»[70]
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης αναφέρει περίπτωση κατά την οποία είδε γέροντες ιερείς «υπό δαιμόνων εμπαιζομένους»[71].
Δεν διστάζουν οι άγιοι Πατέρες να φανερώσουν και την τιμωρία των αναξίων ιερέων, αυτών που μετέρχονται αυτό το μεγάλο υπούργημα χωρίς την κατάλληλη δοκιμασία, προετοιμασία και ζωή. Και αυτό γιατί, αντί να θεραπεύουν τις ψυχές του ποιμνίου, τις σκανδαλίζουν.
Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης γράφει: «Μη παίζωμεν εις τα θεία»[72].
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει ότι αυτή η ίδια η ιερωσύνη θα μας κατηγορήση, εάν δεν την εξασκούμε σωστά: «Επεί ή γε ιερωσύνη και εγκαλέσει δικαίως ημίν, ουκ ορθώς αυτήν μεταχειρίζουσιν»[73].
Κατά τον όσιο Θεόγνωστο, ο αδιόρθωτος ιερεύς ο οποίος εκουσίως δεν απέχει της θείας ιεροτελεστίας πέφτει «εις χείρας Θεού ζώντος μετ’ οργής ου φειδομένου φιλανθρώπως»[74]. Διασώζει την πληροφορία ότι «πολλοί κανταύθα των αναξίως ιερουργούντων, αιφνιδίω αναρπασθέντες θανάτω, τοις εκείσε παρεπέμφθησαν δικαιωτηρίοις»[75].
Έχει υπ’ όψη του δύο παραδείγματα αναξίων ιερέων με διαφορετικά αποτελέσματα. Ο ένας, ενώ εξωτερικά φαινόταν τίμιος στους ανθρώπους, εν τούτοις όμως ήταν «ένδοθεν κρυπτώς λαγνεύων και μολυνόμενος» και έτσι, όταν την ώρα του χερουβικού ύμνου έλεγε το «ουδείς άξιος», «εξαίφνης ευρέθη νεκρός»[76]. Ο άλλος ιερεύς είχε πέσει σε πάθος πορνείας, γι’ αυτό αρρώστησε από ανίατη ασθένεια και προσήγγισε τον θάνατο. Όταν ήλθε σε συναίσθηση της αναξιότητός του και ορκίσθηκε να σταματήση να ιερουργή «κατά πόδας δ’ ευθέως και η θεραπεία επηκολούθει, ως μηδ’ ίχνος τούτω εναπομείναι νοσήματος»[77].
Επιμείναμε πάνω στο σημείο αυτό, καίτοι φαινόταν ότι βρισκόμασταν έξω από το θέμα που μας απασχολεί, γιατί θέλαμε κυρίως να τονίσουμε ότι η ιερωσύνη είναι ποιμαντική διακονία του λαού. Ο ιερεύς και ο επίσκοπος έχουν  αυτήν την μεγάλη τιμή να υπηρετούν τον λαό. Υπηρεσία του λαού, πρωτίστως και κυρίως είναι η θεραπεία. Άλλωστε η Εκκλησία δεν υπάρχει απλώς για να κάνη κοινωνικό έργο και να εξυπηρετή τις κοινωνικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά  για να οδηγή τους ανθρώπους στην σωτηρία, δηλαδή στην θεραπεία της ψυχής. Το έργο αυτό απαιτεί πολλά προσόντα. Χρειάζεται να ενοική μέσα στον ιερωμένο η άκτιστη Χάρη του Θεού. Δεν πρέπει  απλώς να τελή τα Μυστήρια, αλλά και να αγιάζεται από αυτά, ώστε αγιαζόμενος να αγιάζη με την ύπαρξή του τους ανθρώπους. Το έργο αυτό είναι υψηλότατο, γι’ αυτό ο ιερός Χρυσόστομος αποφαίνεται: «Ουκ οίμαι είναι πολλούς εν τοις ιερεύσι τους σωζομένους, αλλά πολλώ πλείους τους απολλυμένους∙ το δε αίτιον, ότι μεγάλης το πράγμα δείται ψυχής»[78].


3. Πνευματική ιερωσύνη


Έχουμε ήδη διατυπώσει την σκέψη ότι ο ιερεύς εκτελεί διπλό έργο. Το ένα είναι η λειτουργία των θείων Μυστηρίων και το άλλο η θεραπεία των ανθρώπων, ώστε αξίως να προσέλθουν και να κοινωνήσουν των αχράντων Μυστηρίων. Έχουμε ακόμη υπογραμμίσει ότι υπάρχουν πολλοί ιερείς, οι οποίοι εξωτερικά έχουν ακώλυτη την ιερωσύνη, αλλά ουσιαστικά έχουν μολύνει την ιερωσύνη, και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν μπορούν να θεραπεύσουν. Τελούν μεν τα Μυστήρια και αγιάζονται τα δώρα δι’ αυτών, αλλά δεν μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους ούτε να σώσουν την δική τους ψυχή.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν λαϊκοί και μοναχοί οι οποίοι δεν έχουν την μυστηριακή ιερωσύνη, αλλά μπορούν να θεραπεύσουν τους ανθρώπους, γιατί έχουν την πνευματική ιερωσύνη. Ακριβώς σ’αυτό το σημείο θέλουμε να επιμείνουμε για λίγο.
Με το άγιο Βάπτισμα και την προσπάθεια να τηρήσουμε τις εντολές του Χριστού όλοι οι Χριστιανοί ενδυόμαστε τον Χριστό και κατ’ αυτόν τον τρόπο μετέχουμε του Βασιλικού, Προφητικού και Αρχιερατικού αξιώματος του Χριστού.
Στα κείμενα της Καινής Διαθήκης διασώζεται αυτή η διδασκαλία. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του γράφει: «τω αγαπώντι ημάς και λούσαντι ημάς από των αμαρτιών ημών εν τω αίματι αυτού, και εποίησεν ημάς βασιλείαν, ιερείς τω Θεώ και πατρί αυτού» Αποκ. α’, 5-6). Ο Απόστολος Πέτρος λέγει: «υμείς δε γένος εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν» (Α’ Πέτρ. β’, 9). Και ο Απόστολος Παύλος γράφει προς τους Χριστιανούς της Ρώμης: «Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών» (Ρωμ. Ιβ’, 1).
Αυτήν την διδασκαλία συναντούμε και σε πολλούς Πατέρας, ότι δηλαδή ο κάθε άνθρωπος είναι ιερεύς του Χριστού, με την έννοια που καθορίσαμε προηγουμένως και θα αναπτύξουμε περισσότερο  πιο κάτω. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μιλώντας για τον Αβραάμ τον παρουσιάζει και ως ιερέα, γιατί όπου υπάρχει πυρ, θυσιαστήριο και μαχαίρι «τι αμφιβάλλεις υπέρ της ιερωσύνης;» Η θυσία του Αβραάμ ήταν διπλή. Προσέφερε και τον μονογενή του υιό και το πρόβατο, «μάλλον δε προ πάντων την εαυτού γνώμην». Με το αίμα του προβάτου αγίασε την δεξιά του χείρα, με την σφαγή του παιδίου (που είχε την απόφαση να κάνη) αγίασε την ψυχή. «Ούτως εχειροτονήθη ιερεύς, αίματι μονογενούς, θυσία αμνού». Ακριβώς μετά από αυτό ο ιερός Χρυσόστομος προτρέπει τους ακροατάς του: «Ούτω και συ γίνη Βασιλεύς και ιερεύς, και προφήτης εν τω λουτρώ∙ Βασιλεύς μεν πάσας χαμαί ρίψας τας πονηράς πράξεις, και τα αμαρτήματα κατασφάξας∙ ιερεύς δε, εαυτόν προσενεγκών τω Θεώ, και καταθύσας το σώμα, και σφαγείς και αυτός»[79].
Όλοι οι πιστοί, οι βαπτισθέντες στο όνομα της Αγίας Τριάδος και ζώντες κατά το θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού, είναι ιερείς, έχουν πνευματική ιερωσύνη. Προτιμούμε τον όρο πνευματική ιερωσύνη από άλλους όρους, όπως γενική ή λαϊκή ιερωσύνη, γιατί αυτήν την ιερωσύνη μπορούν να την έχουν κληρικοί και λαϊκοί και ακόμη γιατί δεν την έχουν όλοι οι βαπτισθέντες, αλλά όσοι έχουν γίνει κατοικητήριο του Αγίου Τριαδικού Θεού. Την πνευματική ιερωσύνη έχουν οι πιστοί εκείνοι που έχουν νοερά προσευχή και κυρίως όσοι έφθασαν σε τέτοιο βαθμό Χάριτος, ώστε να προσεύχωνται υπέρ όλου του κόσμου. Αυτή είναι η πνευματική ιερουργία υπέρ της οικουμένης. Οι προσευχές αυτών των ανθρώπων, που θυσιάζονται προσευχόμενοι υπέρ πάντων, κρατούν την οικουμένη και θεραπεύουν τους ανθρώπους. Γιατί με την προσευχή γίνονται εξορκισταί, εκδιώκουν τα δαιμόνια που κυριαρχούν στις ανθρώπινες κοινωνίες. Αυτό είναι  το μεγάλο έργο των προσευχομένων αδιαλείπτως υπέρ όλου του κόσμου.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης έχει γράψει γι’ αυτήν την πνευματική ιερωσύνη, που είναι και το ουσιαστικό υπόβαθρο της μυστηριακής ιερωσύνης. Γιατί, όπως έχουμε γράψει, όσοι πιστοί θεραπεύονταν και αποκτούσαν την νοερά προσευχή εκλέγονταν για να λάβουν και την ειδική Χάρη της Ιερωσύνης. Κατά τον άγιο Γρηγόριο η νοερά προσευχή είναι «η μυστική του νοός ιερουργία». Γράφει χαρακτηριστικά: «αρχή της νοεράς προσευχής η ενέργεια, είτ’ ουν η καθαρτική του πνεύματος δύναμις και η μυστική του νοός ιερουργία»[80]. Εκείνος που αποκτά το χάρισμα της νοεράς προσευχής αισθάνεται την ενέργεια της Χάριτος μέσα του, η οποία γίνεται καθαρτική, φωτιστική και μυστική. Αυτή είναι η εσωτερική ιερωσύνη και η εσωτερική θεία Λειτουργία.
Όσοι φθάνουν σ’ αυτήν την κατάσταση είναι ιερείς. Ιερατείο αληθινό είναι η καρδιά που ενεργείται υπό του Πνεύματος χωρίς λογισμούς. «Ιερατείον αληθινόν και προ της μελλούσης βιώσεως, η χωρίς λογισμών καρδία ενεργουμένη των πνεύματι∙ πάντα γαρ εκεί τελείται και λέγεται πνευματικώς»[81].
Το χωρίο αυτό του αγίου Πατρός μας δίδει την αφορμή να πούμε ότι η πνευματική ιερωσύνη είναι εκείνη που θα περάση στον άλλον αιώνα, στην Βασιλεία των Ουρανών. Χωρίς να θέλουμε να ενδιατρίψουμε στο θέμα του ανεξαλείπτου ή μη της μυστηριακής ιερωσύνης, τονίζουμε την αλήθεια ότι η μυστηριακή ιερωσύνη είναι για τον λαό, για να εξυπηρετή τις ανάγκες του λαού, ενώ η πνευματική ιερωσύνη είναι εκείνη που θα συνεχίση να λειτουργή στο επουράνιο Θυσιαστήριο, στην μέλλουσα ζωή. Όσοι έχουν αυτήν την πνευματική ιερωσύνη αποτελούν «αληθινόν ιερατείον», που αρχίζει από εδώ «προ της μελλούσης βιώσεως». Μέσα σ’αυτό το ιερατείο μπορούν να υπαχθούν όλες οι κατηγορίες των ανθρώπων, φυσικά και οι γυναίκες. Γι’ αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία που οι γυναίκες δεν μπορούν, κατά την Ορθόδοξη Παράδοση, να δεχθούν την μυστηριακή ιερωσύνη. Έχουν την δυνατότητα να γίνουν «το αληθινόν ιερατείον».
Αλλού ο ίδιος (άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης) είναι σαφής. «Ιερείς και βασιλείς τη αληθεία χρίονται εν τη ανακαινίσει πάντες οι ευσεβείς, ώσπερ κατά τον τύπον τότε και οι παλαιοί». Οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης ήταν «τύποι... τη ημετέρα αληθεία», αλλά παρά ταύτα η «ημετέρα βασιλεία και ιερατεία» δεν είναι «ομοιότροπος και ομοειδής»[82].
Όταν ο νους του ανθρώπου ανακαλυφθή, όταν ελευθερωθή από την αιχμαλωσία του και δεχθή την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, γίνεται «ιερατείον πνευματικόν», και τότε μέσα στο θυσιαστήριο της ψυχής ιερουργεί μυστικώς και μετέχει εν αρραβώνι του αμνού του Θεού. Εσθίει, το πνευματικό αυτό ιερατείο, τον αμνό του Θεού μέσα στο νοερό θυσιαστήριο της ψυχής, αλλά συγχρόνως γίνεται ως ο αμνός. Έτσι καταλαβαίνουμε καλά ότι, όταν μέσα μας ενεργή η νοερά προσευχή, τότε γίνεται μια ακατάπαυστη θεία Λειτουργία που τρέφει όλη την ύπαρξή μας. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: « Ιερατείον πνευματικόν εστι προ της μελλούσης υπέρ νουν απολαύσεως, η νοερά του νοός ενέργεια, τον αμνόν μυστικώς εν αρραβώνι του Θεού εν τω της ψυχής θυσιαστηρίω και ιερουργούντος και μετέχοντος∙ εσθίειν δε εστί τον αμνόν του Θεού εν τω νοερώ θυσιαστηρίω της ψυχής, ου το νοήσαι ή μετασχείν μόνον, αλλά και  το γενέσθαι ως τον αμνόν κατά την μόρφωσιν εν τω μέλλοντι∙ τους μεν γαρ λόγους ενταύθα∙ τα δε πράγματα των μυστηρίων, εκείσε απολαβείν ελπίζομεν»[83].
Επίσης ο ίδιος άγιος γράφει ότι η Βασιλεία των Ουρανών μοιάζει με θεότευκτο σκηνή «κατά την Μωσαϊκήν, εν δυσί καταπετάσμασι του μέλλοντος αιώνος έχουσα». Και στην πρώτη σκηνή θα εισέλθουν «όσοι ιερείς χάριτος», στην Δευτέρα σκηνή όσοι από εδώ λειτούργησαν «εν τω της θεολογίας γνόφω ιεραρχικώς εν τελειότητι» και όσοι έχουν τελετάρχη και ιεράρχη πρώτον προς την Τριάδα τον Ιησού[84].
Επομένως, όσοι έχουν αποκτήσει το χάρισμα της θεολογίας, όπως αναπτύξαμε πιο πάνω, όσοι δηλαδή μετά την φυσική θεωρία εισήλθαν στον θείο γνόφο, αυτοί είναι ιερείς του Θεού, αποτελούν αυτό  το αληθινό και πνευματικό ιερατείο. Και αφού αποτελούν το πνευματικό ιερατείο μπορούν να θεραπεύσουν τους ασθενείς.
Ο Νικήτας ο Στηθάτος διδάσκει ότι, αν κάποιος ιερεύς, διάκονος ή και μοναχός ακόμη μετέχη της θείας Χάριτος, με όλες τις προϋποθέσεις που καταγράφουν οι άγιοι Πατέρες, «ούτος επίσκοπος αληθής», έστω κι αν δεν έχη χειροτονηθή από τους ανθρώπους επίσκοπος και ιεράρχης. Αντίθετα, όποιος είναι αμύητος αυτής της  πνευματικής ζωής είναι «ψευδώνυμος όντως, καν τη χειροτονία μέγα φρονή τω αξιώματι των άλλων απάντων υπερκαθέζηται και καταμωκάται τούτων και κατεπαίρηται»[85].
Πιθανόν να μη ακούγεται καλά η φράση που αναφέραμε προ ολίγου, ότι όσοι «αποτελούν το πνευματικό ιερατείο μπορούν να θεραπεύσουν τους ασθενείς». Όμως η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου στο σημείο αυτό είναι πολύ αποκαλυπτική.
Γράφει ο άγιος ότι το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν αμαρτίες είχαν μόνον οι αρχιερείς, οι οποίοι το ελάμβαναν κατά διαδοχήν από τους Αποστόλους. Όταν όμως αυτοί αχρειώθηκαν, τότε «εις ιερείς βίον έχοντας άμωμον και χάριτος θείας ηξιουμένους η φρικτή εγχείρησις αύτη προβέβηκεν». Όταν όμως και αυτοί οι ιερείς μαζί με τους αρχιερείς περιέπεσαν σε πνεύματα πλάνης «μετήχθη, ως είρηται, εις τον εκλεκτόν λαόν του Θεού, λέγω δη τους μοναχούς, ουκ εκ των ιερέων ή αρχιερέων αφαιρεθείσα, αλλά ταύτης εαυτούς εκείνων αλλοτριωσάντων»[86].
Το δικαίωμα του δεσμείν και λύειν αμαρτίας δεν δόθηκε, κατά τον άγιο Πατέρα, «απλώς ούτως και δια μόνην την χειροτονίαν». Με την χειροτονία δόθηκε στους μητροπολίτας και επισκόπους «ιερουργείν μόνον». Η εξουσία της αφέσεως δόθηκε «μόνοις εκείνοις, όσοις εν ιερεύσι και αρχιερεύσι και μοναχοίς το συγκαταριθμείσθαί εστι τοις των μαθητών του Χριστού χοροίς δια την αγνότητα»[87].
Πιστεύουμε πως ο άγιος Συμεών ανέπτυξε αυτήν την διδασκαλία πρώτον, για να τονίση ότι το Μυστήριο της ιερωσύνης δεν μεταδίδει μαγικά την εξουσία της συγχωρήσεως των αμαρτιών στους ανθρώπους, αν ο άνθρωπος δεν έχη την πνευματικής εσωτερική ιερωσύνη, δεύτερον, για να παρουσιάση την άθλια κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Κλήρος της εποχής του, τρίτον, για να υπογραμμίση αξία της πνευματικής ιερωσύνης, που είναι η νοερά προσευχή και η θεωρία του Θεού, που δυστυχώς τότε, όπως και σήμερα, παραθεωρείται και τέταρτον, γιατί ο ίδιος είχε προσωπική εμπειρία του θέματος από την άποψη ότι ο Γέροντάς του, που δεν είχε χειροτονηθή από αρχιερέα, είχε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος και την δυνατότητα να συγχωρή αμαρτίες.
Ωστόσο ο Γέροντάς του, δηλαδή ο Συμεών ο Ευλαβής, δεν παραθεωρούσε το Μυστήριο της Ιερωσύνης. Γράφει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: η Χάρη του δεσμείν και λύειν αμαρτίας δίδεται «τοις θέσει ούσιν υιοίς και αγιοίς δούλοις αυτού. Τοιούτω και αυτός εγώ εμαθήτευσα πατρί χειροτονίαν εξ ανθρώπων μη έχοντι, αλλά χειρί με Θεού είτ’ ουν Πνεύματι εις μαθητείαν εγκαταλέξαντι και την εξ ανθρώπων χειροτονίαν δια τον παρακολουθήσαντα τύπον καλώς λαβείν με κελεύσαντι, πάλαι υπό του Αγίου Πνεύματος επί τούτο σφοδρώ ποθώ κινούμενον... Εκείνος ακούσας τας του Χριστού (εντολάς) γέγονε μέτοχος της χάριτος και των δωρεών αυτού και την εξουσίαν του δεσμείν και λύειν τα αμαρτήματα παρ’ αυτού έλαβε, τω Αγίω Πνεύματι πυρωθείς»[88].
Όταν λέμε άφεση αμαρτιών πρέπει να την εννοούμε κυρίως ως θεραπεία παθών. Έτσι βλέπουμε καθαρά σήμερα ότι «χαριτωμένοι» μοναχοί, χωρίς να έχουν ιερωσύνη μυστηριακή, μας θεραπεύουν. Διορατικοί όντες, αντιλαμβάνονται το πρόβλημα που μας βασανίζει, μας δίδουν φάρμακο και τρόπο θεραπείας και έτσι θεραπευόμαστε από αυτό που εσωτερικά μας απασχολούσε. Η ύπαρξη τέτοιων αγίων ανθρώπων είναι παρηγοριά του λαού.


4. Αναζήτηση θεραπευτών

Ερχόμαστε τώρα στην τέταρτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, που είναι η αναζήτηση των θεραπευτών. Αφού συνειδητοποιήσουμε την ασθένεια την πνευματική καθώς επίσης και την μεγάλη αξία των ιερέων – θεραπευτών πρέπει να τους αναζητήσουμε για να απαλλαγούμε από τα έλκη της ψυχής μας. Χρειάζεται πραγματικά μεγάλος αγώνας για να βρεθούν αυτοί οι αληθινοί ηγέτες του λαού, οι ιατροί των ψυχών και των σωμάτων, αφού μάλιστα πολλές ασθένειες σωματικές οφείλονται στις πνευματικές.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σε ομιλία του «εις το της Καινής Κυριακής ευαγγέλιον» συνιστά: κάθε Χριστιανός, μετά τον εκκλησιασμό, κατά την ημέρα της Κυριακής, «ζητείτω μετ’ επιμελείας» κάποιον που, μιμούμενος τους Αποστόλους οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στο υπερώο μετά την Σταύρωση του Χριστού, «κατάκλειστος ως τα πολλά διαμένει δια της εν ησυχία προσευχής και ψαλμωδίας  και της άλλης καταλλήλου διαίτης παθών τον Κύριον». Ας προσέλθη τότε σε εκείνον, ας εισέλθη με πίστη στον οικίσκο εκείνου «καθάπερ ουράνιόν τινα χώρον ένδον έχοντα την  αγιαστικήν του Πνεύματος δύναμιν», ας παρακαθήση με τον ένοικο, ας παραμείνη μαζί του και ας ρωτήση «περί Θεού και των θείων», μαθαίνοντας με ταπείνωση και επικαλούμενος την ευχή του. Τότε, λέγει ο άγιος, γνωρίζω καλά ότι θα έλθη σ’ αυτόν αοράτως ο Χριστός «και την ειρήνην ένδον τω λογιζομένω της ψυχής παρέξει και τη πίστει προσθήσει και τον στηριγμόν επιδώσει και μετά των εκλεκτών κατατάξει κατά τον καιρόν εν τη Βασιλεία των ουρανών»[89].
Χρειάζεται αναζήτηση τέτοιου πνευματικού πατρός. Στο σημείο αυτό είναι αξιοπρόσεκτα τα όσα λέγει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Να παρακαλής, λέγει, τον Θεό όπως δείξη άνθρωπον «τον καλώς ποιμάναντά σε δυνάμενον» εις τον οποίον οφείλεις υπακοή. Οφείλουμε να κάνουμε υπακοή σ’ αυτόν που μας υπέδειξε ο Θεός «μυστικώς δι’ εαυτού ή φανερώς δια δούλου αυτού» και να τον σεβαστούμε «ως αυτόν τον Χριστόν»[90].
Στον πνευματικό πατέρα, τον απαθή, που ο Θεός υπέδειξε σε μας, πρέπει να έχουμε τέτοια εμπιστοσύνη, όση εμπιστοσύνη και αγάπη τρέφει ο άρρωστος στον ιατρό του, αναμένοντας από αυτόν την ίαση και θεραπεία. Μάλλον πρέπει να έχουμε περισσότερη εμπιστοσύνη και αγάπη, όταν ληφθή υπ’ όψη η διαφορά μεταξύ ψυχής και σώματος. Στον πνευματικό βρίσκεται αυτός ο Ίδιος ο Χριστός. Είναι «το στόμα του Θεού».
Στην συνέχεια ο άγιος Συμεών προσαρμόζει την στάση των Αποστόλων προς τον Χριστό με τη στάση που πρέπει εμείς να έχουμε στον πνευματικό πατέρα, διότι έτσι θα έλθη η θεραπεία της ψυχής μας. Όπως ακολούθησαν οι Απόστολοι τον Χριστό, έτσι να κάνουμε και εμείς. Όταν ατιμάζουν και περιφρονούν τον πνευματικό δεν πρέπει να τον εγκαταλείπουμε. Και όμως ο Πέτρος έλαβε την μάχαιρα και απέκοψε το ωτίον, «λάβε την μάχαιραν και την χείρα εκτείνας, μη το ωτίον μόνον αλλά και την χείρα και την γλώσσαν απόκοψον του επιχειρούντος λέγειν κατά του σου πατρός ή αυτού άπτεσθαι». Εάν τον αρνηθής, να κλαύσης ως ο Πέτρος. Εάν τον δης, λέγει ο άγιος, να σταυρώνεται, τότε αν μπορής «συναπόθανον» μετ’ αυτού. Αν αυτό είναι αδύνατον τότε μη προστεθής στους προδότας και κακούργους. «Εάν αφεθή των δεσμών, πάλιν πρόσελθε και ως μάρτυρα αυτόν σεβάσθητι∙ ει δε συναποθάνη τοις πειρασμοίς, το σώμα αυτού παρρησιαζόμενος ζήτησον∙ και τίμησον περισσότερον μάλλον ή ότε εμψυχομένω παρίστασο και μύροις αλείψας πολυτελώς ενταφίασον»[91].
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τον πνευματικό πατέρα, τον θεραπευτή, τον θέτει στην θέση του Χριστού.
Ο άγιος Συμεών χρησιμοποιεί και ένα τύπο προσευχής με την οποία πρέπει να προσευχόμαστε για την εύρεση του καταλλήλου πνευματικού οδηγού, που θα μας προσφέρη την ίαση την πνευματική.
«Κύριε, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν, ο κατελθών δια τούτο επί της γης, ίνα τους κειμένους και τεθανατωμένους υπό της αμαρτίας εξαναστήσης και σε κατιδείν αυτούς, το φως το αληθινόν, ως ιδείν ανθρώπω δυνατόν, καταξιώσης, πέμψον μοι άνθρωπον γινώσκοντά σε, ίνα ως σοι δουλεύσας αυτώ και πάση δυνάμει μου υποταγείς και το σον εν τω εκείνου θελήματι ποιήσας θέλημα, ευαρεστήσω σοι τω μόνω Θεώ και καταξιωθώ σου καγώ της βασιλείας σου ο αμαρτωλός»[92].
Αν κατ’ αυτόν τον τρόπο προσεύχεται ο Χριστιανός, τότε ο Θεός θα φανερώση τον κατάλληλο γι’ αυτόν πνευματικό πατέρα για να επιμεληθή τις ασθένειες και τα τραύματα της ψυχής του.
Βέβαια πρέπει να μη παραβλέψη κανείς ότι τέτοιοι θεραπευτές, όπως στην εποχή του αγίου Συμεών έτσι και σήμερα, είναι σπάνιοι. «Σπάνιοι γαρ ως αληθώς και μάλιστα άρτι οι καλώς ποιμαίνειν και ιατρεύειν ψυχάς λογικάς επιστάμενοι»[93].
Συμπερασματικά πρέπει να λεχθή ότι είναι ανάγκη να αναζητήσουμε και να βρούμε τέτοιους επιστήμονες ιατρούς, θεραπευτάς ή και νοσοκόμους ακόμη, για να ιαθούμε πνευματικά. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος θεραπείας. Ο Θεός είναι ο πραγματικός θεραπευτής μας, αλλά και οι φίλοι του Χριστού, οι άγιοι στους οποίους κατοικεί ο Ίδιος ο Τριαδικός Θεός.
 


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Ιωάννου Σιναΐτου: Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1970, Λόγος Α’, ιδ’, σελ. 15

[2] S C 129, 174

[3] S C 129, 140

[4] S C 129, σελ. 140-142

[5] S C 174, 86-92

[6] S C 129, 116-118

[7] αγ. Γρηγορίου Θεολόγου: Περί Ιερωσύνης λόγοι, απόδοσις Θεοδ. Σπεράντζα, Αθήνα 1968,         σελ. 42, λγ’

[8] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: Οι περί Ιερωσύνης λόγοι, ερμηνεία Χρήστου, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 96

[9] ένθ. ανωτ. σελ. 66

[10] ένθ. ανωτ. σελ. 120

[11]αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: Οι περί Ιερωσύνης λόγοι, ερμηνεία Χρήστου, εκδ. Ρηγοπούλου, σελ. 84

[12] Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 270, οβ’

[13] ένθ. ανωτ. Β’, σελ. 269, οα’

[14] Ισιδώρου Πηλουσιώτου εις Νικοδήμου Ερμηνεία Επιστολών τόμος Α’, σελ. 227, σημ. 2

[15] Π.Τρεμπέλα: Δογματική, τόμος Γ’, εκδ. Σωτήρ, σελ. 293

[16] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. Πουρνάρα, σελ. 27-28

[17] P G 60, 116

[18] P G 60, 119

[19] ένθ. ανωτ.

[20] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας Επιστολάς, τόμος Γ’, σελ. 95

[21] ένθ. ανωτ. σελ. 118, σημ. 1

[22] S C 196, 294-296

[23] Φιλοκαλία Β’, σελ. 257, ιδ’

[24] Γρηγορίου Θεολόγου έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 1ος, σελ. 192-194

[25] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: Οι περί Ιερωσύνης λόγοι, ερμηνεία Χρήστου, εκδ. Ρηγοπούλου,      σελ. 150

[26] P G 62, 610

[27] Φιλοκαλία Γ’, σελ. 335-337

[28] Ιερομ. Αρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: Το μυστήριον της σωτηρίας κατά τον Άγ. Μάξιμον τον Ομολογητήν, Αθήνα 1975, σελ. 165

[29] ένθ. ανωτ. σελ. 171-172

[30] Φιλοκαλία Β’, σελ. 16, κα’

[31] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Σχοινά Βόλος 1969, σελ. 154, σημ. 1

[32] P G 3, 506-506, παρ. 6 και 7

[33] P G 3, 396, παρ. 6 και 7

[34] P G 3, 505-508, παρ. 6 και 7

[35] P G 3, 508, παρ. 7

[36] P G 3, 504, παρ. 3

[37] P G 3, 509-516, βλ. και 504-505 παρ. 4

[38] P G 3, 512, παρ. 5

[39] P G 3, 512, παρ. 5

[40] P G 3, 505, παρ. 5

[41] P G 3, 372, παρ. 2

[42] P G 3, 375, παρ. 3

[43] P G 3, 401, παρ. 5

[44] P G 3, 504-505, παρ. 4

[45] S C 174, 98-100

[46] Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 265, να’

[47] ένθ. ανωτ. σελ. 265, νβ’

[48] Ιω. Ρωμανίδου: Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας,
εκδ. Πουρνάρα, σελ. 28-29

[49] Περιοδ. «Ορθόδοξη Μαρτυρία», αριθ. 15, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1985, σελ. 12

[50] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Συμβουλευτικόν Εγχειρίδιον, εκδ. Σχοινά Βόλος 1969, σελ. 15

[51] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας Επιστολάς, τόμος Γ’, σελ. 112-113, σημ. 1

[52] Ιω. Ρωμανίδου: ένθ. ανωτ. σελ. 29-31

[53] Φιλοκαλία Β’, σελ. 258, ιη’

[54] ένθ. ανωτ. Β’, 266, νστ’

[55] ένθ. ανωτ. Β’, 265, ν’

[56] ένθ. ανωτ. Β’, 267, ξ’

[57] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: Οι περί Ιερωσύνης λόγοι,
ερμηνεία Χρήστου, εκδ. Ρηγοπούλου,      σελ. 104

[58] ένθ. ανωτ. σελ. 110-112

[59] P G 62, 603

[60] Φιλοκαλία Β’, σελ. 264, μθ’

[61] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: ένθ. ανωτ. σελ. 84

[62] ένθ. ανωτ. σελ. 200

[63] Οσίου Θεογνώστου, Φιλοκαλία Β’, σελ. 258, ιη’

[64] ένθ. ανωτ. σελ. 258, ιζ’

[65] ένθ. ανωτ. σελ. 257, ιγ’

[66] Αββά Δωροθέου ομιλίαι, εκδ. Γρηγορίου Παλαμά, Φιλοκ. 12, σελ. 590

[67] Φιλοκαλία Β’, σελ. 269, ο’

[68] ένθ. ανωτ. σελ. 258, ιστ’

[69] ένθ. ανωτ. σελ. 265, νγ’

[70] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: ένθ. ανωτ. σελ. 216

[71] Ιω. Σιναΐτου: Κλίμαξ, εκδ. Παπαδημητρίου, Λόγος ΙΔ’, ζ’, σελ. 82

[72] αγ. Νικοδήμου αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας επιστολάς,
τόμος Γ’, σελ. 112, σημ. 1

[73] αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου: ένθ. ανωτ. σελ. 98

[74] Φιλοκαλία Β’, σελ. 265, νδ’

[75] ένθ. ανωτ. σελ. 258, κ’

[76] ένθ. ανωτ. σελ. 259, κα’

[77] ένθ. ανωτ. σελ. 266, νε’

[78] P G 60, 39

[79] ένθ. ανωτ. 61, 417

[80] Φιλοκαλία Δ’, 51, ρια’

[81] αγ. Γρηγορίου Σιναΐτου: Φιλοκαλία, ένθ. ανωτ. σελ 31, ζ’

[82] Φιλοκαλία, ένθ. ανωτ. σελ. 61, ρλγ’

[83] ένθ. ανωτ. σελ. 51, ριβ’

[84] ένθ. ανωτ. σελ. 37, μγ’

[85] Γεωργίου Μαντζαρίδου: Παλαμικά, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 279-280

[86] Αρχιεπ. Βασιλείου Κριβοσέΐν: Μέσα στο Φως του Χριστού, εκδ. «Το περιβόλι της Παναγίας», Θεσ/νίκη 1983, σελ. 177

[87] ένθ. ανωτ, σελ. 179

[88] ένθ. ανωτ. σελ. 180-181

[89] Γρηγορίου Παλαμά έργα, Ε.Π.Ε. τόμος 9, σελ. 512-514

[90] S C 104,  σελ. 334

[91] ένθ. ανωτ. σελ. 340-342

[92] ένθ. ανωτ. 129, 186-188

[93] ένθ. ανωτ. 104, 346



Βίντεο
Γέρων Πορφύριος

Ευφραίμ ο Κατουνακι ...
Περισσότερα >>
Α΄ Μέρος...Γέροντες Αιμιλιανός, Τσαλίκης, Πορφύριος.


Περισσότερα >>